Η κακή αναλογία ασθενών/νοσηλευτών, η έλλειψη εκπαίδευσης αλλά και ελέγχων της τήρησης των πρωτοκόλλων είναι ορισμένοι από τους βασικότερους λόγους που η Ελλάδα παρουσιάζει πολύ αυξημένα ποσοστά στις νοσοκομειακές λοιμώξεις, αποδεικνύοντας για ακόμη μια φορά ότι ένα ισχυρό εθνικό σύστημα υγείας θα έπρεπε να είναι μονόδρομος για τις πολιτικές ηγεσίες.
Νοσοκομειακοί γιατροί τονίζουν στο Documento ότι «εκτιμάται ότι ένας στους δέκα ασθενείς θα εμφανίσει κάποια λοίμωξη κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στα νοσοκομεία».
«Τα αυξημένα ποσοστά της Ελλάδας προφανώς οφείλονται σε ελλιπή διαχείριση των όπλων αποτροπής που έχουμε» εξηγεί η λοιμωξιολόγος του νοσοκομείου «Σωτηρία» Γιώτα Λουρίδα, επισημαίνοντας αυτό που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο.
Πόσο σημαντικό είναι δηλαδή «να υπάρχει μια επαρκής και ασφαλής αναλογία νοσηλευτικού προσωπικού ως προς τους ασθενείς, η οποία όμως δεν υπάρχει» και παράλληλα «να υπάρχει έλεγχος και εκπαίδευση όλων των εμπλεκoμένων στη νοσοκομειακή φροντίδα και επαρκείς υποδομές για την τήρηση των πρωτοκόλλων».
Για όλες τις δουλειές οι νοσηλευτές στις ΜΕΘ
«Η μετάδοση δεν έχει να κάνει τόσο με την ανθεκτικότητα του μικροβίου. Η μετάδοση έχει να κάνει με μέτρα ελέγχου λοιμώξεων, δηλαδή πόσοι νοσηλευτές υπάρχουν ανά ασθενή, τι εκπαίδευση έχουν και τι έλεγχος ασκείται στους νοσηλευτές» επισημαίνει στο Documento ο εντατικολόγος του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας Δημοσθένης Μακρής, ο οποίος προς επίρρωση των λεγομένων του συγκρίνει με αριθμητικά δεδομένα την πραγματικότητα στα νοσοκομεία της χώρας σε σχέση με το τι συμβαίνει σε νοσοκομεία της Γαλλίας.
«Η προσωπική μου εικόνα είναι ότι σε μια μονάδα στη Γαλλία στους δέκα ασθενείς υπάρχουν τέσσερις νοσηλευτές και τρεις βοηθοί θαλάμου. Οι βοηθοί θαλάμου θα ασχοληθούν με όλα τα ακάθαρτα. Σε εμάς θα είναι δέκα ασθενείς με πέντε νοσηλευτές και μπορεί να υπάρχει και ένας βοηθός θαλάμου. Αυτό σημαίνει ότι οι πέντε νοσηλευτές θα ασχοληθούν με τα πάντα. Θα επιμολυνθούν από τα πάντα και πιθανόν θα μολύνουν και τα πάντα».
Οπως εξηγεί ο ίδιος, είναι αναγκαία η συχνότερη καθαριότητα των ΜΕΘ στην Ελλάδα, κάτι όμως που δεν είναι εφικτό λόγω του μικρού αριθμού κλινών ΜΕΘ που διαθέτουμε: «Οταν καθαρίζουμε τις ΜΕΘ για 15-20 μέρες δεν έχουμε καθόλου μικρόβια, μετά αρχίζουν και ξαναβγαίνουν. Στη Γαλλία οι ΜΕΘ καθαρίζονται μία φορά τον χρόνο, στην Ελλάδα εμείς πρέπει να το κάνουμε δύο φορές τον χρόνο αλλά δεν είναι εφικτό, γιατί πιθανώς ο αριθμός κλινών υπολείπεται».
«Εκπαίδευση και σταθερότητα η λύση
Οι νοσοκομειακοί γιατροί αναφέρονται επίσης στη ζωτικής σημασίας συστηματική εκπαίδευση, αλλά και στη σταθερότητα του νοσηλευτικού και βοηθητικού προσωπικού στον χώρο εργασίας τους.
«Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι ο αριθμός των νοσηλευτών ήταν επαρκής, θα πρέπει να είναι προσωπικό εκπαιδευμένο και εκπαίδευση δεν είναι μόνο αυτό που έμαθαν στη σχολή. Σε όλο το προσωπικό –ιατρικό, νοσηλευτικό, βοηθητικό, π.χ. καθαριστές– πρέπει να γίνεται τακτική εκπαίδευση στις πρακτικές ελέγχου λοιμώξεων. Αρα χρειάζεται προσωπικό που δεν πρέπει να αλλάζει τμήματα συνέχεια, που θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα και τον χρόνο να εκπαιδευτεί και να κάνει με ηρεμία τη δουλειά του» τονίζει η λοιμωξιολόγος του «Σωτηρία» Γιώτα Λουρίδα.
Δέκα νοσοκομεία στο Εθνικό Πρόγραμμα Πρόληψης και Ελέγχου
Για το Εθνικό Πρόγραμμα για την Πρόληψη και τον Ελεγχο των Νοσοκομειακών Λοιμώξεων και της Μικροβιακής Αντοχής, το οποίο υλοποιείται με δωρεά από το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος σε δέκα νοσοκομεία της χώρας, μίλησε στο Documento η πρόεδρος του Οργανισμού Διασφάλισης της Ποιότητας στην Υγεία (ΟΔΙΠΥ) και καθηγήτρια στο ΕΚΠΑ Δάφνη Καϊτελίδου. «Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι έχει προσληφθεί ένας νοσηλευτής ελέγχου λοιμώξεων σε κάθε ένα από αυτά τα νοσοκομεία, ο οποίος θα δουλεύει μαζί με τους γιατρούς και τους νοσηλευτές.
Θα μπορεί να συλλέγει κάποια δεδομένα ώστε να υπάρχει μια παρακολούθηση και αξιολόγηση των παρεμβάσεων αυτών. Δηλαδή, θα υπάρχει ένας άνθρωπος που θα συμμετέχει ουσιαστικά στην υλοποίηση αυτής της δράσης». Ταυτόχρονα, η πρόεδρος του ΟΔΙΠΥ αναφέρθηκε και στο πρόγραμμα εκπαίδευσης νοσηλευτικού προσωπικού για τον έλεγχο των λοιμώξεων: «Σε αυτό το πρόγραμμα εγγράφονται νοσηλευτές που εργάζονται στα δημόσια νοσοκομεία –στην πρώτη φάση– και το οποίο θα οδηγήσει σε μια πιστοποίηση όσων το παρακολουθήσουν, αφού βεβαίως ολοκληρώσουν επιτυχώς τις σχετικές εξετάσεις.
Ο φορέας υλοποίησης είναι το τμήμα Νοσηλευτικής του ΕΚΠΑ και το συγκεκριμένο πρόγραμμα θα μας δώσει μια ‘‘δεξαμενή’’ νοσηλευτών που θα είναι πιστοποιημένοι και θα μπορέσουν να συνδράμουν στο έργο.
Η δική μας βούληση είναι να υπάρξει ισχυρή πίεση στα νοσοκομεία να επιλέξουν αυτούς τους ανθρώπους που θα έχουν εκπαιδευτεί και πιστοποιηθεί για να συμμετάσχουν στις επιτροπές λοιμώξεων» περιγράφει η ίδια και συνεχίζει: «Η αλήθεια είναι ότι σήμερα υπάρχουν επιτροπές λοιμώξεων και νοσηλευτές λοιμώξεων, όμως σε αρκετά νοσοκομεία η επιλογή τους δεν είναι πάντα αιτιολογημένη ή δεν υπάρχει μια τεκμηρίωση του γιατί έχουν επιλεγεί. Αυτό μπορεί να συμβαίνει γιατί ενδεχομένως δεν υπάρχουν πολλοί νοσηλευτές που έχουν εκπαιδευτεί στο συγκεκριμένο αντικείμενο».
«Μετά τη ΜΕΘ ο εφιάλτης των μικροβίων»
Τον εφιάλτη που ζουν χιλιάδες οικογένειες στην Ελλάδα βιώνει και η συνάδελφος Κατερίνα Κατή, η μητέρα της οποίας νοσηλεύτηκε διασωληνωμένη, έπειτα από ανακοπή, στη ΜΕΘ του ΚΑΤ για περίπου δώδεκα ημέρες. Η κατάστασή της, δεδομένης και της ηλικίας της (82 ετών), ήταν ιδιαίτερα σοβαρή. Ομως η κ. Σοφία, με τη βοήθεια και του εξαιρετικού ιατρονοσηλευτικού προσωπικού του ΚΑΤ, τα κατάφερε.
Δυστυχώς μετά την αποσωλήνωση, στα μέσα Ιουνίου, ξεκίνησε ένας γολγοθάς για την ηλικιωμένη γυναίκα, που κανείς δεν ξέρει εάν, πότε και κυρίως πώς θα τελειώσει. Η ασθενής αντί να χειρουργηθεί αμέσως, καθώς της ανακοπής είχε προηγηθεί ένα ιδιαίτερα βαρύ και επώδυνο κάταγμα μηριαίου, μεταφέρθηκε στη μονάδα λοιμώξεων του νοσοκομείου, όπου νοσηλεύτηκε για περίπου έναν μήνα.
Η παραμονή της στη ΜΕΘ είχε επιβαρύνει τον οργανισμό της με μια σειρά μικροβίων, με βαρύτερο, όπως είπαν οι γιατροί στην κόρη της, την ψευδομονάδα, με αποτέλεσμα να είναι επικίνδυνο να μπει στο χειρουργείο. Στον θάλαμο νοσηλεύονταν εκείνο το διάστημα γύρω στους 13 ασθενείς, στην πλειονότητά τους νέα παιδιά, θύματα τροχαίων με βαριά κατάγματα, που επίσης είχαν στον οργανισμό τους κάποιοι μικρόβιο που είχαν κολλήσει σε νοσοκομείο.
Κάποιοι από αυτούς, κατάκοιτοι οι περισσότεροι, νοσηλεύονταν ήδη για πολλούς μήνες στη μονάδα λοιμώξεων, όπου δύο νοσοκόμες στην κάθε βάρδια έδιναν τιτάνιο αγώνα για να τους παρέχεται αξιοπρεπής νοσηλεία (σ.σ.: ύστερα από καταγγελτικά δημοσιεύματα της Κατερίνας Κατή στο documentonews.gr και στο Κουτί της Πανδώρας η διοίκηση όρισε και τρίτη νοσηλεύτρια στη συγκεκριμένη μονάδα).
Η μητέρα της Κ. Κατή, εξαντλημένη οργανικά και από μια σειρά βαρύτατων αντιβιώσεων προκειμένου να καταπολεμηθεί η ψευδομονάδα, χειρουργήθηκε επιτυχώς από έναν εξαίρετο επιστήμονα περίπου έναν μήνα μετά την εισαγωγή στη μονάδα λοιμώξεων και μία εβδομάδα μετά πήρε εξιτήριο. Σε ερώτηση της συναδέλφου πώς γίνεται να πάρει τόσο γρήγορα εξιτήριο με δεδομένο ότι υπήρχαν τα μικρόβια, η απάντηση ήταν «όλοι οι ανθρώπινοι οργανισμοί μπορεί να έχουν κάποιο μικρόβιο».
Για το ποια ακριβώς, πλην της ψευδομονάδας, ήταν τα μικρόβια που είχαν φωλιάσει στον οργανισμό της 82άχρονης, εάν και πόσο επικίνδυνα μπορεί να ήταν για την εξέλιξη της υγείας της με δεδομένη την ηλικία της, αλλά και το γεγονός ότι θα παρέμενε κατάκοιτη για πολλούς μήνες μέχρι την πλήρη αποθεραπεία του ποδιού δεν υπήρξε καμία ενημέρωση. Το πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση έμελλε να το ζήσει τόσο η ίδια πρωτίστως με τον πιο βασανιστικό τρόπο όσο και η κόρη της, στο σπίτι της οποίας μεταφέρθηκε η χειρουργημένη κ. Σοφία.
Η 82άχρονη, περίπου δυόμισι μήνες μετά το εξιτήριο, αγωνίζεται όχι για την αποθεραπεία του χειρουργημένου ποδιού της αλλά για την ίδια της τη ζωή. Φέρει δύο βαρύτατα μικρόβια από τη νοσηλεία της, που έχουν αποσταθεροποιήσει τον οργανισμό της και χωρίς να έχει ακόμα τη δυνατότητα να λάβει αντιβίωση, καθώς είναι πλέον ανθεκτική στις αντιβιώσεις μετά και τη βαριά αγωγή που είχε δεχτεί στο νοσοκομείο.
Η ασθενής υποβάλλεται σχεδόν κάθε εβδομάδα σε εξονυχιστικές εξετάσεις (αίματος, ούρων, καρδιάς), λαμβάνει περισσότερα από 15 φάρμακα καθημερινά, ενώ υποστηρίζεται από νοσοκόμα, που πρέπει να ελέγχει συνεχώς πίεση, θερμοκρασία, οξυγόνο, ποσότητα ούρων κ.λπ., καθώς το ένα από το δύο μικρόβια μπορεί ανά πάσα στιγμή να προκαλέσει μη αναστρέψιμη βλάβη στην υγεία της. «Η μητέρα μου λίγες μόλις ημέρες μετά το εξιτήριο άρχισε να καταρρέει –μας λέει η Κ. Κατή– καθώς το ένα μικρόβιο ήταν στα κόπρανα και το άλλο στα ούρα. Κατάλαβα από τα συμπτώματα (π.χ. αλλεπάλληλες και εξαντλητικές διάρροιες) ότι τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά.
Ημασταν στην καρδιά του καλοκαιριού και δεν μπορούσα να βρω ούτε έναν γιατρό να έρθει στο σπίτι να την εξετάσει και να μου πει τι έπρεπε να κάνω. Ηταν τρομακτικό… κι εγώ η ίδια ήμουν έτοιμη να καταρρεύσω. Οι γιατροί, έπειτα από μεγάλη προσπάθεια δική μου, έρχονταν για μια φορά, έγραφαν εξετάσεις, έκαναν αντιφατικές μεταξύ τους διαγνώσεις και μετά έφευγαν διακοπές.
Άλλος μου έλεγε ‘‘κάνε της τώρα εισαγωγή στο νοσοκομείο’’, άλλος έγραφε φάρμακα και συνέστηνε παραμονή στο σπίτι για να μην πάρει κι άλλο μικρόβιο. Δεν υπήρχε ένας να αναλάβει πλήρως την κατάσταση κι έπρεπε εγώ να αποφασίσω ποιoν να ακούσω και ποιoν όχι. Ασύλληπτο βάρος. Ο πρώτος μήνας, μέχρι τελικά να την αναλάβει σταθερά ένας πολύ καλός γιατρός, που μου εξήγησε τι συμβαίνει αλλά και τη σοβαρότητα της κατάστασης, ήταν ένας πραγματικός, συνεχής εφιάλτης.
Ακόμη τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά. Το παλεύει ημέρα με την ημέρα. Το κόστος της κατάστασης είναι πολύ μεγάλο και οικονομικά. Πάνω απ’ όλα όμως το τίμημα είναι σωματικό και ψυχολογικό. Φανταστείτε τι θα συνέβαινε αν δεν έδινα ό,τι έχω και δεν έχω (και στο νοσοκομείο όπου καθημερινά πλήρωνα δύο αποκλειστικές νοσοκόμες, αλλά και τα αναλώσιμα, όπως Pumpers κ.λπ.) για να έχει η μητέρα μου όσα απαιτεί η κατάστασή της».