Δεν πέρασαν τρεισήμισι μήνες από την ψήφιση των κωδίκων και ενάμισης μήνας από την έναρξη του νέου δικαστικού έτους και η Βουλή καλείται να τροποποιήσει και να προσθέσει ή να αφαιρέσει διατάξεις των νέων ποινικών κωδίκων
Αυτό μάλιστα γίνεται προτού καν προλάβουν να εφαρμοστούν ώστε να διαπιστωθεί σε ποιον βαθμό επιλύουν ή δεν επιλύουν τα ζητήματα που είχαν τεθεί από τις κορυφαίες προσωπικότητες της νομικής διανόησης στη χώρας μας. Ερχονται διατάξεις που στο σύνολό τους οδηγούν σε αυστηροποίηση των ήδη αυστηρών για την ευρωπαϊκή έννομη τάξη διατάξεων του ελληνικού ποινικού συστήματος.
Και ενώ για την εισαγωγή και ψήφιση των ποινικών κωδίκων χρειάστηκαν 70 χρόνια και για τον προηγούμενο 130 χρόνια, τώρα για τη ΝΔ χρειάστηκαν μόλις τρεισήμισι μήνες για να κάνουν παρεμβάσεις σε διατάξεις που δεν εφαρμόστηκαν και ενώ διατηρείται ακέραιος ο κορμός του Ποινικού Κώδικα, προτείνονται διατάξεις που αποτυπώνουν την πολιτική και ιδεολογική ταυτότητα της ΝΔ.
Η πιο εμβληματική διάταξη των τροποποιήσεων είναι το άρθρο 390ΠΚ που αφορά την κακουργηματική απιστία των τραπεζικών στελεχών, για την οποία προτείνεται να ασκείται δίωξη ύστερα από έγκληση (ποιου προσώπου ή οργάνου άραγε, όταν ο εγκαλούμενος κατά κανόνα προΐσταται του οργάνου αυτού;), και όχι αυτεπάγγελτα, όπως ισχύει για όλα τα κακουργήματα, πλην των αυστηρά ιδιωτικών διαφορών.
Η διάταξη είναι απολύτως εσφαλμένη, στερείται οποιασδήποτε επιστημονικής τεκμηρίωσης, αφού με το πρόσχημα της «προστασίας» της ελεύθερης άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας καθιστά ουσιαστικά ακαταδίωκτη μια κακουργηματική πράξη και φωτογραφικά αθωώνει κατηγορούμενους σε δίκες που βρίσκονται σε εξέλιξη ή πρόκειται να γίνουν στο άμεσο μέλλον.
Η διάταξη αυτή συμβάλλει στο απαράδεκτο καθεστώς ατιμωρησίας τραπεζικών στελεχών που ζημίωσαν με δεκάδες εκατομμύρια τα τραπεζικά ιδρύματα, το ελληνικό δημόσιο και τον ελληνικό λαό, που από το υστέρημά του ανακεφαλαιοποίησε τα τραπεζικά ιδρύματα.
Όμως η ίδια η διάταξη δημιουργεί νομική αντίφαση, αφού από τη μια μεριά η πολιτεία θεωρεί την απιστία πολύ σοβαρή (κακούργημα) και από την άλλη αφήνει την πιθανή δίωξη και τιμωρία στον παθόντα (μέτοχο) σαν να επρόκειτο για δική του αποκλειστικά υπόθεση, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε υπόμνημά της η καθηγήτρια του Ποινικού Δικαίου κ. Συμεωνίδου-Καστανίδου. Η διάταξη πρέπει να υπηρετεί και να προασπίζει το δημόσιο συμφέρον που είναι ο υπέρτατος νόμος (salus populi suprema lex esto).