Υπάρχει όριο στην παρακμή και στον ευτελισμό της δημοκρατίας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη; Πόσο ηλίθιους και χρυσόψαρα δίχως μνήμη θεωρούν τους πολίτες αυτής της χώρας οι κυβερνώντες; Αν διαβάσει κάποιος το νέο νομοσχέδιο για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ), θα φτάσει εύκολα στο συμπέρασμα ότι τίποτε δεν τους σταματά στο ψέμα, στον αυταρχισμό και στην εξυπηρέτηση των ολιγαρχών. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο φέρνει τρεις μεγάλες αλλαγές.
Πρώτον, οδηγεί στην ανεργία περίπου 1.000 εργαζόμενους στον χώρο της τηλεόρασης, καθώς μειώνει τον αριθμό των πλήρως εργαζομένων στα κανάλια κατά 40%. Μετά την ψήφιση του νόμου οι εργαζόμενοι αυτοί θα αντικατασταθούν από άλλους εργαζόμενους που ήδη εργάζονται σε εταιρείες συνδεδεμένες με τους έξι ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς πανελλαδικής εμβέλειας. Οι εταιρείες αυτές ενδέχεται να χρηματοδοτούνται από το κράτος και τους φορολογούμενους μέσω ΕΚΟΜΕ (βλέπε χαριστικές ρυθμίσεις Πιερρακάκη στα χρηματοοικονομικά κίνητρα) και μέσω δανείων της Αναπτυξιακής Τράπεζας με εγγύηση του δημοσίου. Με τον τρόπο αυτό διατηρείται τεχνητά το όριο των 400 εργαζομένων πλήρους και σταθερής απασχόλησης που έθεσε ο νόμος 4339/ 2015 (γνωστός και ως νόμος Παππά). Στην πράξη όμως ευνοούνται μόνο οι μεγαλοκαναλάρχες και ουσιαστικά καταργείται η συγκεκριμένη ευεργετική προς τους εργαζόμενους διάταξη του νόμου 4339/15, προκαλώντας όχι μόνο ανεργία, αλλά και δομικού χαρακτήρα επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων στον κλάδο.
Δεύτερον, το νομοσχέδιο ορίζει την 30/06/2023 ως καταληκτική ημερομηνία για τη διαδικασία αδειοδότησης περιφερειακών και θεματικών τηλεοπτικών σταθμών, ενώ προεκλογικά έταζαν στους ενδιαφερόμενους ιδιοκτήτες περιφερειακών τηλεοπτικών καναλιών μια λύση διαγωνιστική που δεν προβλέπει διαδικασία πλειστηριασμού. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση, που έσπευσε στο πρώτο της νομοσχέδιο για το «επιτελικό κράτος» να καταργήσει την υποχρέωση υποβολής πόθεν έσχες για τους μετόχους στα ΜΜΕ (ωραίο μου πλυντήριο…) και τα πρακτορεία διανομής Τύπου (είναι πολλά αυτά;), απαγορεύει τώρα με αντισυνταγματικό τρόπο την όποια διαδικασία αδειοδότησης, όπως προβλέπουν και επιτάσσουν οι σχετικές αποφάσεις του ΣτΕ (95/2017, 3578/2010, 3253/2011, 387/2012, 560/2012, 996/2013). Οι «επιτελικοί φωστήρες» μάλιστα ομολογούν την ανικανότητά τους στο συνοδευτικό κείμενο των συνεπειών ρύθμισης του νόμου, ύστερα από τρία γεμάτα χρόνια διακυβέρνησης, υποστηρίζοντας ότι «το χρονικό περιθώριο για τη διαδικασία αδειοδότησης παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης κρίθηκε ιδιαίτερα περιορισμένο για τις απαιτήσεις της συγκεκριμένης διαδικασίας».
Τρίτον, θεσπίζει μια επιτροπή δεοντολογίας για τις εφημερίδες, η οποία ουσιαστικά θα λειτουργήσει ως μηχανισμός προληπτικής λογοκρισίας. Αν δηλαδή η κυβέρνηση θέλει να περιορίσει τη λειτουργία μιας εφημερίδας που της ασκεί κριτική, το μόνο που έχει να κάνει είναι να υφαρπάξει τη συναίνεση της επιτροπής, η σύνθεση της οποίας δεν μπορεί να θεωρηθεί και η πλέον αντιπροσωπευτική και κατάλληλη. Πρώτον, γιατί τα μέλη της συγκεκριμένης επιτροπής ήδη δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά και δημοσιογραφικά στον χώρο. Η κυβέρνηση βάζει επιχειρηματίες και δημοσιογράφους να κρίνουν άλλους επιχειρηματίες και δημοσιογράφους έχοντας πάντα στη φαρέτρα της το «τυρίον» της κρατικής διαφήμισης.
Κι εδώ ερχόμαστε σε ένα ακόμη ευάλωτο σημείο της νέας νομοθεσίας. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θεσπίζει μητρώα για τον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο, ενώ αυτά έχουν θεσμοθετηθεί και λειτουργήσει από την προηγούμενη κυβέρνηση με εκατοντάδες ταυτοποιημένα μέλη και χιλιάδες εργαζόμενους. Και ενώ κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή για την επαίσχυντη λίστα Πέτσα ο ίδιος ο Πέτσας είχε δηλώσει ότι στο μέλλον θα γίνει μεγαλύτερη αξιοποίηση των μητρώων του περιφερειακού Τύπου (νόμος 4487/2017) και του Μητρώου Online Media (νόμος 4339/2015), ο Οικονόμου μας λέει τώρα ότι πρώτη φορά συμβαίνουν αυτά. Και το πιο σημαντικό είναι ότι ο ίδιος δεν αναφέρει τα κριτήρια καθορισμού της κρατικής διαφήμισης, όπως, αντίθετα, είχαν θεσμοθετηθεί με ακρίβεια από την προηγούμενη κυβέρνηση (ΠΥΣ 50/2015, νόμος, 4374/2016, νόμος 4487/2017, νόμος 4609/2019, ΚΥΑ 78/2019, ΚΥΑ 107/2019).
Η μέση μηνιαία κυκλοφορία του εντύπου και η επισκεψιμότητα ενός διαδικτυακού Μέσου συνιστούν προφανώς μη αδιάφορες παραμέτρους για τη χορήγηση κρατικής διαφήμισης, αλλά αυτά έτσι κι αλλιώς προβλέπονται ήδη στην πράξη υπουργικού συμβουλίου 50 του 2015. Επιπλέον, γιατί το νέο νομοσχέδιο δεν διευκρινίζει με σαφήνεια με ποιον τρόπο και με ποιον ευρέως αποδεκτό φορέα θα γίνεται η βεβαίωση της μέσης κυκλοφορίας/επισκεψιμότητας από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας;
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη στέρησε πόρους προς την έντυπη δημοσιογραφία από τη μη εφαρμογή του προγράμματος της οικονομικής ενίσχυσης των περιφερειακών και πανελλαδικής κυκλοφορίας εφημερίδων, βασικό κριτήριο του οποίου ήταν ο αριθμός των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης και η υποχρέωση των εκδοτών να έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους με το κράτος. Στην αρχή αντικατέστησαν τις σχετικές υπουργικές αποφάσεις και έφτιαξαν άλλες για να χρηματοδοτηθούν το «Μακελειό» και άλλα «έντυπα». Μετά τις εύλογες αντιδράσεις το πήραν πίσω και έφεραν τις λίστες Πέτσα και τις απαλλαγές στις δόσεις για τους καναλάρχες. Τώρα δίνουν τη χαριστική βολή στην ελευθεροτυπία με μηχανισμούς προληπτικής λογοκρισίας και επιδείνωσης των εργασιακών σχέσεων.