Ο ηθοποιός Χάρης Τζωρτζάκης γράφει για μια «αστυνομική» περιπέτεια που έζησε κάποιο καλοκαίρι στο νησί των γενναίων, τη Σαμοθράκη.
Καλοκαίρι 2005 έχουµε κατασκηνώσει στον παραπόταµο Γρηγοράκη στη Σαµοθράκη. Το σηµείο ήταν ιδιαίτερα δύσβατο καθώς απαιτούσε περί τις δύο ώρες ανάβαση ανάµεσα σε γκρέµια, µε την τοποθεσία όµως να µας αποζηµιώνει στο έπακρον. Τα πλατάνια, το ποτάµι, οι βάθρες, οι σπηλιές, όλα µαγευτικά. Η φύση µας αγκάλιαζε.
Εγώ είχα αναλάβει ρόλο µάγειρα στην παρέα. Με ένα µικρό γκαζάκι και κάνα δυο τσίγκινες κατσαρόλες τσουρδεµένες από το νοικοκυριό της µαµάς έκανα θαύµατα. Πότε φακές χυλωµένες, πότε µακαρονάδες µε φρέσκια ντοµάτα και πότε κάνας γίγαντας που τους λατρεύω µεν, µου πρήζουν το έντερο δε. Και για γλυκό; Χαλβάς! Τι άλλο;
Η µέρα µακριά από τον πολιτισµό κυλούσε σαν το γάργαρο νεράκι του ποταµιού µας. Μπάνιο στις βάθρες, ανάβαση και εξερεύνηση, περπάτηµα µέχρι την πηγή για πόσιµο νερό, µαγείρεµα, ύπνος, τάβλι, σκάκι, κουβεντολόι και αγνάντεµα αστεριών. Θαύµα.
Το τελευταίο βράδυ πληροφορηθήκαµε ότι πλησιάζει καταιγίδα και θεωρήσαµε σώφρον να κατέβουµε να κοιµηθούµε στην πλατεία του χωριού. Και ορθώς πράξαµε. Το επόµενο πρωί όταν ανεβήκαµε στην καβάντζα µας να µαζέψουµε τα πράγµατά µας αντικρίσαµε την «κατασκήνωσή» µας διαλυµένη. Είχε φουσκώσει το ποτάµι από την καταιγίδα και τα είχε πάρει όλα παραµάζωµα. Μονάχα οι σκηνές µας έστεκαν αλώβητες. Για να µην τα πολυλογώ, όπως προσπαθούσαµε να περισώσουµε τα ασυµµάζευτα για να φύγουµε, στην άκρη της χαράδρας βλέπουµε καµιά δεκαριά άντρες, κάποιοι µε παραλλαγές και κάποιοι µε στολές να κατεβαίνουν προς το µέρος µας.
«Μπάτσοι» φώναξε ο ένας από την παρέα και άρχισε να τρέχει προς το βουνό. Εκείνη την περίοδο –για όσους δεν γνωρίζουν– κυνηγούσαν ανελέητα το ελεύθερο κάµπινγκ στη Σαµοθράκη. Τις προηγούµενες ηµέρες είχαν πάει στη Γριά Βάθρα όπου κατασκηνώνει ο πολύς κόσµος και είχαν γράψει τους πάντες. Οσους δε δεν είχαν βρει στις σκηνές τους τους τιµώρησαν µε διαφορετικό τρόπο: οι αστυνοµικοί µε µαχαίρια έσκισαν τις σκηνές εκδικητικά και έσπασαν ό,τι µουσικά όργανα έβρισκαν µέσα. Μπουζούκια, τζουράδες και κιθάρες ως επί το πλείστον και αυτό είναι κάτι που το είδα µε τα ίδια µου τα µάτια. Κλείνει η παρένθεση που νοητά άνοιξα πριν.
«Μπάτσοι», που λέτε, φωνάζει ο φίλος µου ο Ακης και αρχίζει να τρέχει. Πιάνω κι εγώ µε την Ελενίτσα ασυναίσθητα την τρεχάλα, µα ξάφνου θυµάµαι ότι στη σκηνή µας έχω την τσάντα –ένα µαύρο backpack από το Μοναστηράκι. Αθάνατο!– µε τις ταυτότητές µας και επιστρέφω να την πάρω για να µην τις βρούνε και µας γράψουνε. Παίρνω λοιπόν την τσάντα και συνεχίζω το τρέξιµο µαζί µε την τότε κοπέλα µου. Τρέξιµο εµείς, τρέξιµο κι αυτοί! Καταδίωξη στον ποταµό Γρηγοράκη ∆εκαπενταύγουστο, της Παναγιάς. Κάποια στιγµή η Ελενα σταµατάει. «Φύγε εσύ, δεν αντέχω άλλο» µου λέει ασθµαίνοντας. «Και τι, θα σε αφήσω εδώ µόνη σου; ∆εν παίζει, θα µείνουµε µαζί. Σιγά, τι κάναµε» και προτού προλάβω να ολοκληρώσω τη φράση µου µας κυκλώνουν οι πάνοπλοι µε τα χέρια στα περίστροφα και φωνάζουν το κλασικό «Ακίνητοι ρε». Και βρισκόµαστε εγώ κι η Ελενίτσα µε τα ωραία µας τα µαγιουδάκια, µε τα χέρια µας σε ανάταση, να µας σηµαδεύουν µε περίστροφα κάτω από πλατάνια δίπλα στο γάργαρο νερό του ποταµού. Υπέροχο;
Ε, και µε πιάνουν τα γέλια!
«Τι γελάς ρε» µου λέει ο ένας.
«Το πέταξε στο ποτάµι, το πέταξε στο ποτάµι» φώναζε ο άλλος.
«Πού είναι; Πού είναι;» ο παράλλος.
«∆εν έχω τίποτε πάνω µου και δεν πέταξα τίποτε στο ποτάµι» τους δηλώνω και αρχίζει ο σωµατικός έλεγχος. Ποιος έλεγχος δηλαδή, ένα µαγιό φορούσαµε. Ανοίγουν που λέτε την τσάντα µου και βρίσκουν τις ταυτότητες. «Ευθύµη, πού µένεις;» µε ρωτάνε. «Εκεί κι εκεί» τους λέω εγώ σαστισµένος κι ας µε λένε Χάρη και όχι Ευθύµη. «Και πού µένεις;» συνεχίζουν την ανάκριση. «Εκεί κι εκεί» του απαντάω ξανά.
«Ρε συ, αυτός δεν µοιάζει µε τη φωτογραφία της ταυτότητας» λέει ο ένας από τους Κλουζό. Πάω εγώ, βλέπω την ταυτότητα και αντιλαµβάνοµαι ότι έχουν πάρει την ταυτότητα του συγκατοίκου µου και την έχουν περάσει για δικιά µου.
«∆εν µοιάζω γιατί δεν είµαι» τους λέω. «∆εν είσαι;», έξαλλοι αυτοί, «και ο άλλος πού είναι;». «Ο άλλος δεν συνόδευε κορίτσι και ξέφυγε» ανταπαντάω εγώ µε το θράσος τον είκοσι χρόνων µου και κλείνω το µάτι στην Ελενίτσα που επιτέλους χαµογελάει. «Ρε µας δουλεύεις ρε; Μέσα!» φωνάζουν και µε αρχίζουν αγκαζέ την κατάβαση µέχρι τα τζιπ. «Ρε παιδιά, θα χάσω το πλοίο, φεύγουµε σε µερικές ώρες. Γράψτε µε για ελεύθερο κάµπινγκ και αφήστε µε». «Αυτά να τα πεις στον διοικητή και τον εισαγγελέα» συνεχίζουν το γρύλισµα.
Και βρίσκοµαι που λέτε στο κρατητήριο της Σαµοθράκης µε το µαγιουδάκι µου Αύγουστο µήνα µπροστά από τον διοικητή.
«Γιατί προσπάθησες να φύγεις;» λέει.
«Γιατί φοβήθηκα» λέω.
«Τι φοβήθηκες;» λέει.
«Εσείς, κύριε διοικητά, αν ήσασταν µε έναν φίλο σας και το κορίτσι σας και σας την έπεφταν χωρίς λόγο στη µέση του πουθενά δέκα τύποι µε πιστόλια στα χέρια, δεν θα φοβόσασταν;».
«Έχε χάρη που είναι ∆εκαπενταύγουστος και βαριέται ο εισαγγελέας να ασχοληθεί, αλλιώς πεσκέσι για Αλεξανδρούπολη σε προόριζα». Μου έκοψε ένα µπουγιουρντί για το ελεύθερο κάµπινγκ και µε άφησε ελεύθερο.
Στον δρόµο για τον γυρισµό το µόνο που σκεφτόµουν ήταν ότι θα αντιµετωπίσω τη χλεύη του Ακη που δεν κατάφερα να τους ξεφύγω. Το πλοίο πάντως το προλάβαµε. Αυτή ήταν και η τελευταία µου ανάµνηση από το υπέροχο νησί των γενναίων. Την όµορφη Σαµοθράκη.
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Documento στις 8/8/2021