Η παροχεύτευση της επώδυνης ιστορικής μνήμης στον αστικό ιστό της Νέας Σμύρνης.
Στη Στροφή της Νέας Σµύρνης, βγαίνοντας από την υπόγεια διάβαση, είναι σχεδόν αδύνατο να αγνοήσεις µια ογκώδη, επιβλητική µορφή, τον µητροπολίτη Χρυσόστοµο Σµύρνης µε τα χέρια υψωµένα τελετουργικά σαν να ευλογεί µαζί και να καθοδηγεί όσους εισέρχονται στην πόλη. Ακριβώς πίσω του ανοίγεται το Αλσος της Μνηµοσύνης, ένας µνηµονικός τόπος που θρηνεί τους νεκρούς και οµνύει στις χαµένες πατρίδες. ∆εκαοκτώ γλυπτικές συνθέσεις απόκεινται εκεί µε µορφές και στιγµές της ελληνικής Ιωνίας. Οι φιλότεχνοι ίσως σταθούν περισσότερο στους πρόσφυγες από την Πέργαµο, µορφές µε άδεια µάτια που αναζητούν απεγνωσµένα µια νέα πατρίδα, ή ίσως στην τραυµατισµένη καµπάνα, φόρο τιµής στον αγώνα και τον εκτοπισµό των Αρµενίων, ή ακόµη στους δύο πέτρινους όγκους που στέκονται αντικριστά, πιο ψηλός ό ένας µα τσακισµένος σαν την αρχόντισσα της Ανατολής, χαµηλός µα στέρεος ο άλλος της διάδοχης προσφυγικής πόλης.
Ωστόσο αυτός ο φαντασιακός µνηµονικός κόσµος στήθηκε από τη δεύτερη γενιά στα χρόνια της µεταπολίτευσης. Η πρώτη γενιά είχε τις δικές της µέριµνες, που έδεναν αξεδιάλυτα τη µνήµη µε το σχέδιο, το παρελθόν µε το µέλλον. ∆ιότι παρά τον πόνο του ξεριζωµού, πρυτάνευσε ο πραγµατισµός. Η επιστροφή ήταν αδύνατη· η Σµύρνη µόνο εδώ µπορούσε να ξαναστηθεί. Μόνοι αυτοί λοιπόν από όλες τις κοινότητες των προσφύγων δεν περίµεναν την Επιτροπή Αποκατάστασης – αρνήθηκαν τη µοίρα του απόκληρου. Αξιοποιώντας τα πολιτικά και οικονοµικά τους δίκτυα, το άυλο πολιτισµικό και κοινωνικό τους κεφάλαιο, οι πρώην αστοί της Σµύρνης εξασφάλισαν µια συγκριτικά καλή θέση για τη νέα τους πόλη, ανέθεσαν τη χάραξη στον επιφανή Πέτρο Καλλιγά (1924) και έκλεισαν συµφωνία µε γαλλική εταιρεία για την κατασκευή των κατοικιών της. Κυρίως φαντάστηκαν µια πόλη αντάξια της χαµένης.
Εναν αιώνα µετά οι πραγµατικές δυνατότητες και οι περιπέτειες της Ιστορίας διαµόρφωσαν µια πόλη που πολύ απέχει από τα ονειρεµένα σχέδια. Κάτω και πίσω όµως από το δάσος των πολυκατοικιών µπορεί κανείς να διακρίνει ακόµη την αρχική δοµή και τις πολλαπλές µνηµονικές της νοηµατοδοτήσεις.
Στο κέντρο µια πλατεία ευρύχωρη, ανοιχτή σε όλες τις ηλικίες και τις αισθητικές επιλογές – µια πλατεία τόπος συνάντησης και διάδρασης ανθρώπων. Βαδίζοντας πάνω της ωστόσο, ίσως κανείς δεν συσχετίσει την αναθηµατική στήλη µε τη χαµένη Ιωνία, αλλά δύσκολα κάποιος θα προσπεράσει το τεράστιο γκραφίτι που υπενθυµίζει το παλιό τραύµα: ένα παιδί που κλαίει γοερά, µια γυναίκα µε την απόγνωση στο βλέµµα και στο βάθος η Σµύρνη στις φλόγες.
Ανατολικά, τριακόσια µέτρα από την πλατεία, πάνω σε ένα γήλοφο έτσι που να τραβάει τα βλέµµατα όλων η Αγία Φωτεινή – πολιούχος, όπως και τότε στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου. Το µεγαλοπρεπές κωδωνοστάσιο, πανοµοιότυπο και αυτό µε το αρχικό, όπως ακριβώς το βλέπουµε σε κάρτες εποχής. Ακόµη και το περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέµπλο της αποσπάστηκε από τον εκεί Αγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και µεταφέρθηκε µε περιπετειώδη τρόπο µες στην Κατοχή προκειµένου να τονίσει τη συνέχεια.
Φαντάζει ίσως οξύµωρο το γεγονός ότι οι ευκατάστατοι αστοί της Σµύρνης νοιάστηκαν σε τούτο τον νέο τόπο περισσότερο για το θρησκευτικό παρά για το πολιτικό τους κέντρο – επί έναν ολόκληρο αιώνα το δηµαρχείο περιφέρεται στεγαζόµενο πάντοτε προσωρινά σε κτίρια κάθε άλλο παρά εµβληµατικά. Να ήταν άραγε το γεγονός πως η συλλογική ταυτότητα των Σµυρνιών συγκροτήθηκε κυρίως πολιτισµικά, µε πυρήνα την ορθοδοξία που τους διαφοροποιούσε από τη µουσουλµανική ενδοχώρα;
Σε αντιστάθµισµα πάντως σαν έφτασαν εδώ, οι αστοί της Σµύρνης συγκρότησαν νωρίς µορφωτικούς και αθλητικούς συλλόγους που άφησαν ισχυρές θεσµικές και υλικές αποτυπώσεις στον ιστό της πόλης. Ο Μίλωνας και ο Πανιώνιος νότια, η Εστία δυτικά και το Αλσος βόρεια πλαισιώνουν την πλατεία αθλητικά, µορφωτικά και ψυχαγωγικά. Η Ευαγγελική Σχολή, ως απόηχος έστω, και αυτή εδώ βρήκε καταφύγιο. Ακόµη και η ιδιωτική πρωτοβουλία αντλούσε από την αίγλη της Σµύρνης. Αν κάποιος αναρωτηθεί γιατί ο κινηµατογράφος της Νέας Σµύρνης ονοµάζεται Σπόρτιγκ, γρήγορα θα εντοπίσει τα ίχνη του φηµισµένου Σπόρτιγκ Κλαµπ στην προκυµαία της Σµύρνης. Η Νέα Σµύρνη δεν έγινε ποτέ αντάξια της παλαιάς. Είναι όµως µια πόλη που µπόρεσε, αν και µε πολλές αντιφάσεις, να παροχετεύσει δηµιουργικά την επώδυνη µνήµη, να την υπερβεί δίχως να την αγνοήσει.
Η Μνηµοσύνη –γράφει στη «Θεογονία» του ο Ησίοδος– ήταν κόρη της Γης και του Ουρανού. Ηταν συνεπώς αδερφή του Κρόνου (του Χρόνου), γεννήθηκε µαζί µε αυτόν, µα έγινε η αντίπαλός του, υπονόµευε όσο µπορούσε τη δράση του. ∆ίχως τη µνήµη όλα θα τα κατάπινε ο αδηφάγος χρόνος. ∆ίχως τη µνήµη δεν µπορεί να δοµηθεί ταυτότητα· και οι άνθρωποι δεν µπορούν να ζήσουν χωρίς ταυτότητα. Νιώθοντας όµως πως η µνήµη συγκροτεί µα επίσης καθηλώνει, η Μνηµοσύνη πλάγιασε µε τον ∆ία και γέννησε τις εννέα Μούσες, τις τέχνες και τις επιστήµες που κοιτάζουν στο µέλλον ακόµη και όταν κάποιες, όπως η Κλειώ, η µούσα της Ιστορίας, αναζητούν στο παρελθόν τα εφαλτήρια.
Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής Δημόσιας Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.