Χάρης Αθανασιάδης: Τραγουδώντας ενώ φυσάει κόντρα

Χάρης Αθανασιάδης: Τραγουδώντας ενώ φυσάει κόντρα

Από τον Μίκη Θεοδωράκη στον Μιθριδάτη: οι δρόμοι του αγώνα είναι που γεννούν και ορίζουν το πολιτικό τραγούδι και όχι οι «δημοσιολογούντες». Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Χάρης Αθανασιάδης σκιαγραφεί την πορεία του πολιτικού τραγουδιού στον τόπο μας.

«Μέλι είναι το έλλειµµα και είναι µέληµά τους, ν’ αφήσουν ένα ρηµαδιό, ξανά στο όνοµά τους». Είναι οι δηκτικές ρίµες του Μιθριδάτη το πολιτικό τραγούδι των ηµερών µας; Αν συµφωνήσουµε πως το διαδίκτυο είναι πλέον ο κατεξοχήν δηµόσιος χώρος µας, τότε ναι, ίσως· το πολιτικό τραγούδι γίνεται πολιτικό όταν περνά στο στόµα των πολλών. Αυτό είναι το πρώτο κριτήριο. Το δεύτερο είναι οι ταυτοτικές του λειτουργίες.

«23 Ιουλίου 1965 […] Είδα χιλιάδες […] να στριµώχνονται στα πεζοδρόµια, στα παράθυρα και τους εξώστες… κι είδα τη λαοθάλασσα που ακολουθούσε κι άκουσα τα συνθήµατα και κατάλαβα πως αυτή δεν ήταν κηδεία, ήταν µια γιγάντια διαδήλωση… Μια µεγάλη οµάδα από νέους και νέες, αγκαλιασµένοι µέσα στο πλήθος αρχίζει να τραγουδά […] “Σωτήρη Πέτρουλα, αηδόνι και λιοντάρι, βουνό και ξαστεριά […] Σωτήρη Πέτρουλα, σε πήρε ο Λαµπράκης σε πήρε η Λευτεριά”».

Σε αυτά τα σπαράγµατα από τη «Χαµένη άνοιξη» του Στρατή Τσίρκα αποτυπώνονται ανάγλυφα ο χρόνος και ο τρόπος µε τον οποίο γεννήθηκε ένα από τα πρώτα πολιτικά µας τραγούδια. Μες στη δίνη των Ιουλιανών δολοφονήθηκε από τις δυνάµεις ασφαλείας ένας 22άχρονος φοιτητής, µέλος της ∆ηµοκρατικής Νεολαίας Λαµπράκη. Τη νύχτα πριν από την κηδεία, µες σε µια αίθουσα γεµάτη καπνούς, ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε στίχους και µουσική «βιαστικά σ’ ένα χαρτί». Την εποµένη µέσα σε λίγα λεπτά το τραγούδι πέρασε στο στόµα των πολλών.

∆εν µιλούσε για τον πραγµατικό φοιτητή· για όσα εκπροσωπούσε µιλούσε. Με κάθε Πέτρουλα, µε κάθε Λαµπράκη η ηττηµένη Αριστερά θύµιζε τους αγώνες της, επιδείκνυε τα πάθη της. Συγκροτούσε τον εαυτό της πάνω στον αγωνιστικό θάνατο, διεκδικούσε µια ταυτότητα ηρωική και πένθιµη. Θέλησε να είναι η γνήσια ψυχή της ρωµιοσύνης. Ήταν άλλωστε ο µόνος δρόµος που της έµενε. Αν δεν πειστείς πως το αίµα σου γυρνά τον τροχό της Ιστορίας, πώς να αντέξεις τόσο κατατρεγµό;

Το πολιτικό τραγούδι του ’60 γεννιέται στους δρόµους και στις πλατείες για να δώσει φως σε σκυφτές ζωές. Αποτυπώνει, υµνεί και σφυρηλατεί την ενότητα των παραµερισµένων· συµπυκνώνει τη φευγαλέα εκείνη στιγµή που «η συγκέντρωση ανάβει κι όλα είναι συνειδητά». Έτσι δοµούνται τα ιστορικά υποκείµενα. Γειώνονται µε ύλη, υψώνονται µε τέχνη.

∆έκα, δεκαπέντε χρόνια αργότερα: µεταπολίτευση. Ο συλλογικός ενθουσιασµός φτάνει στην κορύφωσή του, το πολιτικό τραγούδι µε κέντρο τις αριστερές νεολαίες απλώνεται σε επάλληλους κύκλους, εποικίζει την κοινωνία, γίνεται µόδα. Τα «ζαχαρωµένα» περιφρονούνται, ο «παροιµιώδης κυρ Παντελής» λοιδορείται και στιγµατίζεται. Εξυψώνεται ο κόσµος του εργάτη που απεργεί και διεκδικεί µια θέση στον ήλιο. «Πάγωσε η τσιµινιέρα», µαζί όµως και το έντεχνο λαϊκό του Θεοδωράκη και οι δηµοτικές ρίζες του Μαρκόπουλου. Κυριαρχούν, µα κουβαλάνε το παρελθόν, µια λαϊκότητα εξιδανικευµένη, που δίχως τους δυνάστες µοιάζει τώρα ψεύτικη, παρωχηµένη.

Από τις ρωγµές της αριστερής ηγεµονίας ξεπηδάει το εναλλακτικό, ο απόηχος του γαλλικού ’68. Θα τον διακρίνουµε στις µπαλάντες των τραγουδοποιών όταν το πολιτικό χαµηλώνει και γίνεται «φωτογραφία που κρεµάν οι φοιτητές στην καρδιά τους», όταν το συλλογικό δίνει χώρο στο προσωπικό και αφήνει τον ήρωα «να ψάξει στο πλήθος το κορίτσι που αγαπά». Πλάι, στο ηµίφως, οι πιο ατοµικές επαναστάσεις θα εκφραστούν µε ήχους ηλεκτρικούς, αµερικανικούς. Ο «Μπάµπης ο Φλου» περιφρονεί τον στρατευµένο όσο και τον µικροαστό. Εναντιώνεται στο σύστημα, μα φλερτάρει με την παραβατικότητα, με τις ουσίες, κάποτε με τον αναχωρητισμό: «αφήνει πίσω το σαματά και τους ανθρώπους». Αναζητά εναγωνίως μια κάποια πνευματικότητα όσο προχωράει η δεκαετία του ’80 και διευρύνεται η ευημερούσα μεσαία τάξη, όσο τα παιδιά των απόκληρων γίνονται καθεστώς.

Αρχές του 1990. Το πολιτικό τραγούδι είναι τόσο νεκρό που µόνο ως φάντασµα µπορεί να πλανάται: ως ηδονή της απογοήτευσης, ως θύµησες που πληγώνουν, ως αριστερή µελαγχολία. Πάνω από τα συντρίµµια των µεγάλων αφηγήσεων απλώθηκε το ατοµικό στιλ, ο τρόπος ζωής, η αβάσταχτη γοητεία της κενότητας. Εισχώρησε παντού, κάλυψε τα πάντα. Ακόµη και σε όσους θεωρήσαµε ενόχους, «σ’ αυτούς που µας προδώσανε», επιβάλλαµε την εσχάτη των λαϊφστάιλ ποινών: «Ανέραστοι να µείνουν!».

Στο γύρισµα του αιώνα, σαν άρχισε ξανά να «φυσάει κόντρα», κάποιοι δεν άντεξαν «της βολής τη σιγή». Εµειναν λιγοστοί. ∆εν µπορέσαµε να αφουγκραστούµε τη «µυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων». Τώρα οι οργισµένοι πρεκάριοι φτύνουν κατάµουτρα τον κόσµο που τους παραδώσαµε. «Ανεργία, αφραγκία, µπάτσοι, Χρυσή Αυγή· µεροκάµατα του τρόµου, εξώσεις, πλειστηριασµοί». Είναι τα παιδιά µας. «Σέρνουν τα κουφάρια τους στις µεγαλουπόλεις», ριµάρουν ανάµεσα σε γκρίζες πολυκατοικίες. Πώς δίνεις νόηµα και ταυτότητα σε έναν κόσµο κατακερµατισµένο; Με ποιους και για ποιους; «∆εν έχουν τίποτα στον κόσµο, µα ξέρουνε τους δρόµους σαν το σπίτι τους». Ισως για άλλη µια φορά όλα να γεννηθούν εκεί: στους δρόµους.

Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Documento Newsletter