Χάρης Αθανασιάδης: Θρίαμβος των ταμπού, καταστροφή της Ιστορίας;

Χάρης Αθανασιάδης: Θρίαμβος των ταμπού, καταστροφή της Ιστορίας;
Η Ιστορία σαν ένα μωσαϊκό εικόνων-ταμπού: από τη Μακρόνησο και τις δολοφονίες Λαμπράκη και Πέτρουλα στην Αποστασία και τη μαζική μετανάστευση. Η «Αλίκη στο ναυτικό» ελάχιστα τεκμήρια προσφέρει στον ιστορικό ερευνητή

Μερικές σκέψεις για την αναπαράσταση της μετεμφυλιακής περιόδου στο ντοκιμαντέρ του Στάθη Καλύβα στην τηλεόραση του Σκάι.

Στο επιτραπέζιο παιχνίδι «Taboo» η αξία του παίκτη έγκειται στην ικανότητά του να αποδώσει περιφραστικά σε δεδοµένο χρόνο τη σηµασία µιας λέξης µε τόση τέχνη και σαφήνεια ώστε να αναπλαστεί εντέλει φαντασιακά στη σκέψη των συµπαικτών του. Η δυσκολία πηγάζει από το γεγονός ότι ο παίκτης υπόκειται σε έναν περιορισµό: οφείλει να αποφύγει ορισµένες λέξεις που ορίζονται εξαρχής ως ταµπού. Είναι όµως αυτές ακριβώς οι απαγορευµένες λέξεις οι οποίες περιγράφουν την αρχική µε τη µεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια.

Το 5ο επεισόδιο του ιστορικού ντοκιµαντέρ «Καταστροφές και θρίαµβοι», που προβλήθηκε από τον Σκάι την προηγούµενη εβδοµάδα, µοιάζει να στήθηκε υπό αυτήν ακριβώς τη σύµβαση: πώς θα µπορούσε να περιγραφεί η καχεκτική δηµοκρατία της µετεµφυλιακής περιόδου δίχως να χρησιµοποιηθούν οι προφανείς λέξεις και έννοιες, όσες έρχονται αβίαστα στη σκέψη κάθε πολίτη που οι γνώσεις του για την εποχή δεν εξαντλούνται στις ταινίες της Βουγιουκλάκη. Λέξεις και έννοιες όπως «Μακρόνησος», «εκλογές βίας και νοθείας», «Λαµπράκης» και «Λαµπράκηδες», «Αποστασία» και «Κωνσταντίνος Μητσοτάκης», «Ι∆ΕΑ» και «CIA», «µετανάστευση» και «ξενιτιά», όλες αυτές και κάµποσες άλλες µοιάζει να ορίζονται εξαρχής ως απαγορευµένες, ως λέξεις-ταµπού.

Εντός αυτής της συνθήκης το ντοκιµαντέρ θα µπορούσε να αποτιµηθεί σεναριακά ως αριστοτεχνικό. Ο οικοδεσπότης, ο πολιτικός επιστήµονας Στάθης Καλύβας, επιλέγει καλεσµένους συµβατούς µε το σχήµα του, κατευθύνει δεξιοτεχνικά τη συζήτηση και αποφεύγει τους σκοπέλους της πολιτικής στρέφοντας διαρκώς τη συζήτηση στο ισχυρό χαρτί της περιόδου: την οικονοµική ανάπτυξη. Μέσα από την αφήγηση, τους διαλόγους και τις εικόνες φιλοτεχνείται µε µαστοριά µια µαγική εικόνα στη σκέψη των θεατών: «Η πετυχηµένη µετάβαση από τη δικτατορία στη δηµοκρατία το 1974 οφείλεται εν πολλοίς στην αδιόρατη εκσυγχρονιστική επανάσταση της περιόδου 1950-67. Εκείνο το οικονοµικό θαύµα υπήρξε ο καθοριστικός παράγοντας των εξελίξεων. Ο ρυθµός ανάπτυξης είχε ξεπεράσει το 7%· η βιοµηχανία, ο εξηλεκτρισµός και η οικοδοµή µεταµόρφωσαν ριζικά την ελληνική κοινωνία. Ατυχώς, όµως, το πολιτικό σύστηµα δεν κατάφερε να συντονιστεί µε τη δυναµική του οικονοµικού εκσυγχρονισµού. Απέτυχε». Γιατί άραγε; ∆ιότι «δεν ήταν ώριµο» απαντά η Κωνσταντίνα Μπότσιου, η µοναδική ιστορικός του επεισοδίου, δεν ήταν «αρκετά σίγουρο για τον εαυτό του να προχωρήσει σε αυτό το άλµα». Καταφεύγοντας όµως σε προφανείς ταυτολογίες, η Μπότσιου και µαζί της ο Καλύβας αρνούνται τελικώς να θέσουν τον δάχτυλον της εξήγησης εις τον τύπον των πολιτικών ήλων.

Αλλά µήπως και το περιώνυµο «οικονοµικό θαύµα» δεν είχε άραγε τις σκοτεινές του πλευρές; Από τους καλεσµένους, ο οικονοµολόγος Χρυσάφης Ιορδάνογλου θα µπορούσε ίσως, εάν είχε ρωτηθεί, να αναδείξει κάποιες από αυτές. Θα συµφωνούσε, αναµφίβολα, πως όταν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες έστηναν κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα «η δηµόσια παιδεία και υγεία οφθαλµοφανώς υποσιτίζονταν», πως το δίχτυ κοινωνικής προστασίας ήταν διάτρητο και «άφηνε εξ ολοκλήρου τη φροντίδα για τους φτωχούς και τους άτυχους στην ευρεία ελληνική οικογένεια». Θα συµφωνούσε διότι τα είχε γράψει ο ίδιος το 2003. Παρότι άνθρωπος των αριθµών, είχε την ευαισθησία στο παλαιό εκείνο κείµενό του («Ιστορία του νέου ελληνισµού», 9ος τόµος) να επισηµάνει την «αίσθηση αδικίας» και την «πραγµατικότητα της ανισότητας που, παρά την πρόοδο, διαιωνιζόταν». Να υπενθυµίσει επίσης πως το πολιτικό σύστηµα «αποδέχτηκε και παγίωσε την ανισότητα στη διανοµή του πλούτου που είχε κληρονοµήσει από τη δεκαετία του ’40 και νοµιµοποίησε τις διαδροµές µέσα από τις οποίες αυτή συντελέστηκε» – µια προφανής αιχµή στους συνεργάτες των κατακτητών, τους διαβόητους «πλουτίσαντες επί Κατοχής».

Θα απαντούσε ίσως –εάν είχε ρωτηθεί– και θα εξηγούνταν έτσι η ακατανόητη αλλιώς αντίφαση ανάµεσα στην οικονοµική ανάπτυξη και τη χιονοστιβάδα της µετανάστευσης. Ανάµεσα στο 1950 και το 1974, ως εάν η χώρα να βρισκόταν σε πόλεµο, περί τις 800 χιλιάδες Ελληνες, το 10% του πληθυσµού, έφυγαν µετανάστες στη Γερµανία και σε άλλες χώρες της βορειοδυτικής Ευρώπης, αλλά επίσης στη µακρινή Αυστραλία, στις ΗΠΑ και στον Καναδά. Ολοι τους νέοι, άντρες κυρίως µα και γυναίκες, στην πιο δυναµική και δηµιουργική φάση της ζωής τους. Η εµπειρία της ξενιτιάς χάραξε τη ζωή τους, αποτυπώθηκε στα τραγούδια, στη λογοτεχνία, στα γράµµατα και τα κλάµατα, έγινε διέξοδος µαζί και πόνος, µαζί και µαράζι όσων έµειναν πίσω.

Ποιο είναι όµως το απόλυτο ταµπού του ντοκιµαντέρ; Οι συλλογικότητες, ασφαλώς. Η κοινωνία αναπαρίσταται κερµατισµένη, ως άτοµα που διαφεύγουν από κοινότητες και κατακτούν φιλελεύθερα πολιτισµικά χαρακτηριστικά. Είναι επαρχιώτες που καταφτάνουν στην Αθήνα κυνηγώντας το µικροαστικό όνειρο (η λέξη «αντιπαροχή» ακούγεται τουλάχιστον έξι φορές), είναι «αντικοµφορµιστές» που αναζητούν τον ευδαιµονισµό «ενάντια στην κουλτούρα της εργασίας, του αγώνα, της θυσίας, του έθνους, της εργατικής τάξης» (Παναγής Παναγιωτόπουλος). Πάντως δεν είναι συλλογικά υποκείµενα που διά της δράσης παράγουν ιστορία. Τα κινήµατα: αυτά είναι το απόλυτο ταµπού στην περίτεχνη αφήγηση του Στάθη Καλύβα.

Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής Δημόσιας Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Documento Newsletter