Μια προσωπική ιστορία από τον ελληνικό εμφύλιο. Μια από τις χιλιάδες ιστορίες που περνάνε από γενιά σε γενιά και κρατούν φλεγόμενη τη μνήμη.
Ο ελληνικός εµφύλιος τέλειωσε στις 29 Αυγούστου 1949, αλλά η ελληνική κοινωνία πορεύτηκε στα απόνερά του έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Στη συνέχεια, στην ελαφρότητα του ’90, η σκιά του φάνηκε να σβήνει, µα σαν ήρθε η ώρα των ιστορικών, στις αρχές του αιώνα µας, το σκοτωµένο αίµα δίχασε ξανά. Τώρα πια το ξέρουµε: η σκιά βρίσκεται µέσα µας, συντηρείται από λειψές γνώσεις που πατάνε σε σκόρπιες µνήµες, σε τραυµατικές οικογενειακές ιστορίες. Τέτοια είναι και τούτη, φτιαγµένη µε όσα λιγοστά ξέµειναν από τις αφηγήσεις της γιαγιάς µου Ελένης – αισθήσεις µάλλον παρά γεγονότα, µα γι’ αυτό ίσως πιο δραστικές.
«“Τι λένε στο χωριό, µάνα;”. “Σ’ έχουν γραµµένο µε κόκκινα γράµµατα, γιε µου”. Οταν χτύπησε το τζάµι κατάλαβα αµέσως. Τρεις µήνες δεν είχα νέα του και οι γειτόνισσες “άδικα τον περιµένεις” έλεγαν, “θα τον έχει φάει το χώµα τώρα”. Οταν βγήκε από τη φυλακή δεν µπορούσε να σταθεί. Τα πόδια του πρησµένα, κακό χάλι, του έκαναν φάλαγγα. Τρεις βδοµάδες στο κρεβάτι, του άλλαζα κάθε µέρα στουµπισµένο κρεµµύδι, ένα σεντόνι έσκισα να το τυλίγω, πού να πρωτοβάλω… Εναν µήνα µέσα τράβηξε τα µύρια όσα. “Με ποιον συνεννοείσαι, κάθε πότε κατεβαίνουν, αρνιά, γάλα, τι τους έδινες;”. Τους το είπε χίλιες φορές. “∆εν τους έδινα, µόνοι τους τα παίρνανε· µπορούσα εγώ να τους σταµατήσω; ∆εν ξέρω κανέναν, δεν είναι απ’ το χωριό µας”. Ψέµατα έλεγε. Ψέµατα κι αλήθεια µαζί. ∆εν γύρεψε ο Κώστας να τους βρει, αυτό είναι αλήθεια. Ούτε είχε σχέση µε τον αξιωµατικό που σκότωσαν, µου το ’πε, πήγαν κι αυτό να του το φορτώσουν. Μα σαν κατέβηκαν µια µέρα στην Αγια-Παρασκευή είδε ανάµεσό τους τον Ηλία, απ’ τον κάτω µαχαλά, λίγο µεγαλύτερος αυτός – πήγε τότε ο Κώστας τα χαιρετίσµατα στη Γιαννούλα, τη µάνα του.
Πόσο έµεινε µέσα; Μήνας θα ’ταν. “Θα µου το φάνε το παιδί” έλεγα. Κι ήρθε µια µέρα ο Χρήστος –Χρήστος, άχρηστος· κάθαρµα, παιδάκι µου, κάθαρµα! – “Πήγαινε να τον πάρεις” είπε, “στα Τρίκαλα τον έχουν, στη χωροφυλακή. Και να προσέχει από δω και µπρος”… Να τον πάρω; Πώς να τον πάρω; ∆υο τον έσερναν για να τον βγάλουν. Απ’ τον θεό να το βρείτε, λωποδύτες!
Εφυγε µόλις µπόρεσε να σταθεί στα πόδια του. Το ’47 ήταν, ανήµερα του Αϊ-∆ηµήτρη. “Θα πάω σήµερα µε τον µικρό στη στάνη” είπε – ο µικρός ήταν ο πατέρας σου. ∆εν ξαναγύρισε. Μια βδοµάδα µετά κατέβηκαν οι αντάρτες στο χωριό και πήραν καµιά εικοσαριά ακόµα. Επιστράτεψη. Είπαν πως τους έδωσε ο Κώστας. Μπορεί και να τους έδωσε. Του άρεσαν οι αντάρτες· µε τα όπλα, τα φισεκλίκια… και νωρίτερα το σκεφτόταν να φύγει, µα δεν τολµούσε. Με το ξύλο που έφαγε στη φυλακή, έγειρε τελειωτικά κατά κει…
Σκοτώθηκε έξω απ’ το Νιχώρι. Οχι σε µάχη, όχι. Ούτε ξέρω αν ήξερε να πολεµάει. Το ’46 πήραν φαντάρους απ’ το χωριό, αυτόν δεν τον πήραν· αφού πέθανε ο άντρας µου, ο παππούς σου ο Θεοχάρης, αυτός ήταν ο προστάτης, γι’ αυτό δεν τον πήραν. Από όπλα δεν ήξερε. Αλλά µπορεί και να έµαθε εκεί, στα όρη. Τότε όµως, Μάης ήταν του ’48, κατέβηκαν στα µαντριά έξω απ’ το Νιχώρι να µαζέψουν πρόβατα – λίγα απ’ τον καθένα, έτσι µάζευαν, να ’χουν να τρών’, αχ! πώς περνούσαν στα βουνά, ένας θεός το ξέρει… Το µάθαµε έξι µήνες µετά. Από αδέσποτη, είπαν. Τι αδέσποτη, από ποιον; Μπορεί και συναµεταξύ τους. Είχε τσακωθεί είπαν µια µέρα µ’ έναν άλλο για ένα ζευγάρι αρβύλες. Μη και τον σκότωσε αυτός; Πού να ξέρω; Τον έθαψαν όπως όπως εκεί. Πήγε ο πατέρας σου χρόνια αργότερα να βρει το µέρος, δεν βρήκε τίποτε.
Απ’ όταν έφυγε µια φορά τον ξαναείδα. Χτύπησε νύχτα το τζάµι. Ηταν µ’ έναν άλλο. Χριστούγεννα του ’47, είχαµε σφάξει το γουρούνι, τους έφτιαξα τηγανιά. “Τι λένε στο χωριό, µάνα; Αν γυρίσω, θα γλιτώσω;”. “Σ’ έχουν γραµµένο µε κόκκινα γράµµατα, γιε µου”. Τι το ’θελα και το ’πα. Αν έµενε, θα ζούσε. Ο Γιώργος της Μαρίκας πήγε µόνος του, παραδόθηκε, δυο χρόνια έµεινε µέσα. Γύρισε, σώπασε, παντρεύτηκε, τώρα έχει δεκαεφτά χρονώ παιδί. Αχ! η κακούργα, εγώ τον σκότωσα. “Σ’ έχουν γραµµένο µε κόκκινα γράµµατα” του είπα… “E τότε, πάω πίσω” είπε, “ως το τέλος”».
Κώστας Αθανασιάδης, ο µεγάλος αδερφός του πατέρα µου. Εντάχτηκε στον ∆ηµοκρατικό Στρατό τον Οκτώβριο του 1947, σκοτώθηκε στις 5 Μαΐου 1948 –είκοσι τριών χρόνων– στους λόφους έξω από το Νεοχώρι Τρικάλων. Χρόνια έλεγα να κάνω µια βόλτα κατά κει, µα µε κρατούσαν τα λόγια του ποιητή: «Μην περπατήσεις/ τούτα τα βουνά/ η µάνα λέει/ δεν κάνει να πατάµε/ τους πεθαµένους».
Φέτος πήγα. ∆εν ωφελεί να ξορκίζεις τους πεθαµένους…