Η κυνική ομολογία νεο-φιλελεύθερων ρυθμίσεων για το κράτος-δεκανέα της αέναης ταξικής πάλης που απαξίωσε τις θεσμικές κατακτήσεις δύο αιώνων και κλόνισε την πολιτική θεωρία τεσσάρων αιώνων.
«Η κυβέρνηση θα κάνει ό,τι πει η Ενωση Ελλήνων Εφοπλιστών»! Περισσότερο από τις χυδαίες φράσεις µε τις οποίες ο εφοπλιστής Παναγιώτης Λασκαρίδης έλουσε την ελληνική κυβέρνηση και τον ίδιο τον πρωθυπουργό αξίζει νοµίζω να σταθούµε σε αυτήν του τη δήλωση στους δύο δηµοσιογράφους του δικτύου EIC. Με δέκα λεξούλες απαξίωσε τις θεσµικές κατακτήσεις δύο αιώνων και κλόνισε την πολιτική θεωρία τεσσάρων αιώνων.
Οι άνθρωποι, έγραφε το 1651 ο Αγγλος φιλόσοφος Τόµας Χοµπς, ρέπουν εκ φύσεως προς την ιδιοτέλεια, ο καθένας παλεύει διαρκώς για τα συµφέροντά του ενάντια σε όλους τους άλλους. Καθώς όµως νιώθουν πως οι σκληρές και αέναες συγκρούσεις σπρώχνουν όλους στον γκρεµό, εκχωρούν τελικά ολοένα περισσότερες εξουσίες σε µια οντότητα που τους υπερβαίνει, δηµιουργούν έναν Λεβιάθαν, ένα πελώριο και πανίσχυρο κήτος που επικάθεται στην κοινωνία, καθυποτάσσει τους εγωισµούς και διασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη. ∆ηµιουργούν το κράτος.
Τι γίνεται όµως όταν ο Λεβιάθαν αυτονοµείται πλήρως, όταν αξιοποιεί την ισχύ του αυθαίρετα και δυναστεύει την κοινωνία; Η εξουσία είναι ένα καταπίστευµα, θα ισχυριστεί ο Τζον Λοκ στη «∆εύτερη πραγµατεία» του (1690), ένα απόθεµα εµπιστοσύνης που τα µεµονωµένα άτοµα εναποθέτουν στο κράτος, το συλλογικό τους σώµα, υπό τον όρο να αξιοποιηθεί προς όφελος όλων. Αν το κράτος καταχραστεί το καταπίστευµα, αν γίνει δεσποτικό και παράλογο, τότε το άρρητο συµβόλαιο σπάει και ο λαός δικαιούται να επαναστατήσει.
Σε αντίθεση µε τον Χοµπς, η οπτική του οποίου νοµιµοποιούσε την απόλυτη µοναρχία, έστω προς χάριν της ασφάλειας, οι Λοκ και Μοντεσκιέ υπήρξαν οι πρώτοι πραγµατικά φιλελεύθεροι στοχαστές. Πάνω στις δικές τους απόψεις βασίστηκαν τα ρητά συµβόλαια που επινοήθηκαν στη συνέχεια, τα συντάγµατα των νεωτερικών επαναστάσεων, τα οποία διαµέλισαν τον Λεβιάθαν, έσπασαν την εξουσία του στα τρία (νοµοθετική, εκτελεστική, δικαστική) και έθεσαν σαφή όρια σε καθεµιά από αυτές. Και οι τρεις ωστόσο µοιράζονταν την πεποίθηση πως το κράτος µπορεί πράγµατι να αρθεί πάνω από τα αντικρουόµενα συµφέροντα, ότι µπορεί, έστω υπό προϋποθέσεις, να υπηρετήσει το κοινό καλό.
Κι ύστερα ήρθε ο Κάρολος Μαρξ, στα µέσα του 19ου αιώνα, να θεµελιώσει µια άλλη µεγάλη παράδοση. ∆εν είναι τα άτοµα που ανταγωνίζονται µεταξύ τους, είπε, αλλά οι κοινωνικές τάξεις στις οποίες αυτά εντάσσονται ενόσω εµπλέκονται στην παραγωγική διαδικασία. Και η ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτή η µεταξύ τους διαπάλη, η πάλη των τάξεων, η οποία διεξάγεται καθηµερινά, αδιόρατα, αλλά οξύνεται σε περιόδους κρίσης και πολώνεται ανάµεσα στις δύο θεµελιώδεις: την κυρίαρχη αστική τάξη και την κυριαρχούµενη εργατική. Σε αυτήν τη σκληρή διαπάλη το κράτος ούτε ουδέτερο µένει ούτε δίκαιος διαιτητής γίνεται. Μεροληπτεί συστηµατικά υπέρ της αστικής τάξης, διότι αυτή κατέχει τα µέσα της παραγωγής, αυτή διαθέτει την οικονοµική ισχύ και µέσω της οικονοµικής κατακτά και εποικίζει την πολιτική. Το κράτος γίνεται τελικώς το εκτελεστικό της όργανο, το πιο αποτελεσµατικό από τα εργαλεία της κυριαρχίας της.
Ασφαλώς κάθε σηµαντικός στοχαστής των τελευταίων αιώνων θεωρητικοποιούσε την πολιτική εµπειρία της εποχής του, φώτιζε κρίσιµες κοινωνικές όψεις του κόσµου του. Αν η εξαθλίωση που παρήγε ο ευρωπαϊκός καπιταλισµός έως τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο δικαιολογούσε τις κάπως σχηµατικές αναπαραστάσεις των µαρξιστών, η σοσιαλδηµοκρατία της µεταπολεµικής Ευρώπης και η ανάδυση των κοινωνικών κινηµάτων απαιτούσαν πιο σύνθετες αναλύσεις.
Ο Νίκος Πουλαντζάς ήταν ένας απ’ όσους τότε συνεισέφεραν κάµποσα: το κράτος, υποστήριξε στην τελευταία από τις µελέτες του (1978), πρέπει να ιδωθεί ως δυναµική σχέση και όχι ως αναλλοίωτη οντότητα. ∆ιότι αποτελεί συµπύκνωση των αντιτιθέµενων δυνάµεων της κοινωνίας, άρα µεταµορφώνεται ενόσω αλλάζει ο συσχετισµός ισχύος εντός της, ανάµεσα στις τάξεις ή τις επιµέρους µερίδες των τάξεων που την συναποτελούν. Ακριβώς γι’ αυτό, τόσο το κράτος στην ολότητά του όσο και ειδικότερα η πολιτική εξουσία αποκτούν µια κάποια αυτονοµία απέναντι στην άρχουσα τάξη. Σχετική αυτονοµία. Φροντίζουν ασφαλώς για τα µακροπρόθεσµα συµφέροντά της, αλλά δεν ενδίδουν στις ευκαιριακές απαιτήσεις των διάφορων ατόµων και οµάδων της. ∆ιότι σηµασία έχει η οµαλή αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήµατος, άρα η απορρόφηση των κρίσεών του και των επαναστατικών κραδασµών που αυτές επιφέρουν. Το κράτος είναι στρατηγός, όχι δεκανέας.
Ξανά στο ρεπορτάζ των δηµοσιογράφων του EIC: αν κρίνουµε απ’ τη δουλική αµηχανία του υπουργού Ναυτιλίας κι από την αιδήµονα σιωπή του πρωθυπουργού, οι σύνθετες αναλύσεις του Νίκου Πουλαντζά δεν µας χρειάζονται πλέον. Ο παλιοµοδίτικος χοντροκοµµένος µαρξισµός περί κρατικοµονοπωλιακού καπιταλισµού κουµπώνει δίχως αναταράξεις στον άξεστο κυνισµό των Ελλήνων εφοπλιστών.
«Μα τι ακριβώς συνέβη στον ύστερο καπιταλισµό;» θ’ αναρωτηθεί σ’ ένα τελευταίο βιβλίο του ο Αµερικανός ανθρωπολόγος Μάρσαλ Σάλινς. «Εγινε νεοφιλελευθερισµός» θ’ απαντήσει µονολεκτικά. Κι ίσως αυτή η αποφατική εξήγηση να είναι σε τελευταία ανάλυση αρκετή. Γιατί, όπως µας ενηµερώνει εξίσου κυνικά ένας από τους κορυφαίους νεοφιλελεύθερους στοχαστές, ο Μίλτον Φρίντµαν, το κράτος είναι ο µηχανισµός «που επιτρέπει σε εµάς να τροποποιούµε τους κανόνες».
Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων