Χάρης Αθανασιάδης: Περικεφαλαίες και ντουλαμάδες

Χάρης Αθανασιάδης: Περικεφαλαίες και ντουλαμάδες

Ο Εγγονόπουλος και ο Παπαρρηγόπουλος, η «γενιά του ’30» και ο Τσαρούχης, η χαλκευμένη συνέχεια της ελληνικότητας και η εθνικιστική μας παράκρουση.

Το 1977, στα ύστερά του, ο υπερρεαλιστής ποιητής και ζωγράφος Νίκος Εγγονόπουλος φιλοτέχνησε µια ελαιογραφία µε τίτλο: «Οι δύο Μακεδόνες. Μέγας Αλέξανδρος και Παύλος Μελάς». Ο Αλέξανδρος, σύµβολο ρώµης µάλλον παρά ιστορικό πρόσωπο, στέκεται αριστερά, ελαφρά στραµµένος προς τη φορά του χρόνου – βρίσκεται στο παρελθόν. Με τη σιγουριά του βετεράνου, απλώνει το χέρι του επαινετικά συστήνοντας τον Παύλο Μελά ως φέρελπι διάδοχό του. Με στολή Μακεδονοµάχου –που φόρεσε στο φωτογραφείο µα ουδέποτε στο πεδίο– ο Μελάς στέκεται κατά µέτωπο – βρίσκεται στο παρόν. Το αριστερό του πόδι ίσα που προβάλλει, σαν τον µαθητή που σφιγµένος υπόσχεται στον δάσκαλο και σ’ εµάς (στο εθνικό κοινό) πως θα παλέψει να ανταποκριθεί στον ρόλο που του αναθέσαµε.

Η διαφορά µεγέθους των δύο αντρών υποδηλώνεται µονάχα σε αυτήν τη σχέση και τη στάση τους. Κατά τα άλλα, ποιητική αδεία, αναπαρίστανται ισόρροπα: θεόρατα ισοϋψείς και αφύσικα ρωµαλέοι. Η αρχέγονη δύναµη που αποπνέει ο χάλκινος θώρακας ισοσταθµίζεται µε το κόκκινο κέντηµα του µαύρου ντουλαµά, οι περικνηµίδες µε τις φούντες, το δόρυ υψώνεται κατοπτρικά µε το τουφέκι, τα φύλλα της φουστανέλας όσα οι πτυχώσεις του αρχαίου χιτώνα. Το ζωσµένο πιστόλι του Μελά –που διακρίνεται στην πασίγνωστη φωτογραφία του– αντικαθίσταται µε ένα µαχαίρι, πίσω αριστερά, ταιριαστά µε το κοντόσπαθο του Αλέξανδρου. Αφαιρούνται –και εδώ– τα χαρακτηριστικά του προσώπου, ώστε η µορφή, παρά την προφανή αναφορά της σε ιστορικό πρόσωπο, να αναχθεί τελικά σε υπεριστορικό σύµβολο. ∆ιατηρείται όµως το τσιγκελωτό µουστάκι, αναγκαία πινελιά που µαζί µε το γερµένο φέσι αποπνέουν κάτι από τη στιβαρή αρρενωπότητα της αρχαίας περικεφαλαίας.

Νίκος Εγγονόπουλος, «Οι δύο Μακεδόνες. Μέγας Αλέξανδρος και Παύλος Μελάς», 1977

Στον φόντο του πίνακα δεν υπάρχουν κτίρια, βουνά, δέντρα, πουλιά, οτιδήποτε θα πρόδιδε χώρο και χρόνο. Σύννεφα µονάχα σε ακίνητους, δίχως βάθος κυµατισµούς: ένα τοπίο γυµνό, υπερρεαλιστικό, αχρονικό. Ολα είναι εδώ, σαν να µας λέει ο ποιητής, παρόντα πάντοτε σε µια σκηνή θεάτρου, τη σκηνή του εθνικού µας θεάτρου.

Η ελαιογραφία του Εγγονόπουλου αποτελεί µια από τις πολλές και πολλαπλές αισθητικές µετουσιώσεις της διαχρονίας του ελληνικού έθνους, στις οποίες µας έχει συνηθίσει η πολυθρύλητη «γενιά του ’30». Ο «ελληνισµός» του 19ου αιώνα και η «ελληνικότητα» του 20ού µαζί µε τις φωτεινές όψεις τους κουβαλάνε και σκοτεινές: µια υπεροπτική και ανελαστική ιστορική κουλτούρα που διαποτίζει το βλέµµα και κανοναρχεί τις πρακτικές πολλών από εµάς, ανεξάρτητα συχνά από κοινωνική τάξη ή µορφωτικό επίπεδο. Μια κουλτούρα που έγινε ηγεµονική επειδή καλλιεργήθηκε συστηµατικά και δοµήθηκε σε συνεκτικό και ελκυστικό αφήγηµα από ιστορικούς ολκής όπως ο Παπαρρηγόπουλος, πρωτοπόρους λαογράφους όπως ο Πολίτης, κορυφαίους ποιητές όπως ο Παλαµάς (και ο Ελύτης), από εξαίρετους τεχνίτες του καµβά όπως ο Τσαρούχης και άλλοι πολλοί.

Μέσα από αυτά τα µορφωτικά φίλτρα, που κατασκευάζονταν από την υψηλή διανόηση επί έναν τουλάχιστον αιώνα (από τα µέσα του 19ου έως τα τέλη της δεκαετίας του 1970), µάθαµε να βλέπουµε την ιστορία µας ως ένα αδιατάρακτο συνεχές, που αρχίζει από τη µυκηναϊκή περίοδο (και ακόµη νωρίτερα, από τη µινωική Κρήτη) και συνεχίζεται µέχρι τις µέρες µας. Ετσι, µας φαίνεται απολύτως λογικό σε ζητήµατα σαν το µακεδονικό να προτάσσουµε τα αρχαία µας διαπιστευτήρια, ως εάν να µη µεσολάβησαν δύο και πλέον χιλιετίες έκτοτε, στη διάρκεια των οποίων τρεις αιωνόβιες αυτοκρατορίες ήλθαν και παρήλθαν, ενώ αστικές και εθνικές επαναστάσεις παρήγαγαν έναν νέο, ριζικά διαφορετικό κόσµο. Καθιστώντας την ιστορία δοξαστική τελετουργία του αιώνιου αναλλοίωτου έθνους παραβλέπουµε πως οι µόνες σταθερές στο διάβα του χρόνου είναι η κίνηση και η αλλαγή. Το βαρύ µαρµάρινο κεφάλι που κουβαλάµε στους ώµους µας ατενίζει αυτάρεσκα τις µεγάλες συνέχειες της αρχαιότητας και του Βυζαντίου µα χάνει τις διακυµάνσεις του σύγχρονου κόσµου και υποτιµά τα παράθυρα της συγκυρίας: την κορύφωση των βαλκανικών εθνικισµών στις αρχές του 20ού αιώνα, την προσωρινή µεταπολεµική κρυστάλλωση, την επιστροφή των σκοτεινών θεών στη δεκαετία του 1990 και τη µεγάλη ευκαιρία του 2018.

Ξεσκόνισα αυτό το παλαιότερο σηµείωµά µου όταν διάβασα πως ο πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ, ένας από τους δυο της αριστοτεχνικής συµφωνίας των Πρεσπών, παραιτήθηκε διότι στα Σκόπια σήκωσαν ξανά κεφάλι οι εθνικιστές αντίπαλοί του. Παρόµοια στα καθ’ ηµάς, δυο χρόνια τώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη αναβάλλει την κύρωση των µνηµονίων συνεργασίας µε τη Βόρεια Μακεδονία (µια σειρά από ουσιώδεις ρυθµίσεις στο οικονοµικό, εκπαιδευτικό και στρατιωτικό επίπεδο), δέσµια των δικών της εθνικιστών. Ευθύνεται άραγε η διανοητική µας ελίτ για την κατάντια της πολιτικής; Η ιδεολογία, έλεγε ο Αλτουσέρ, εγκαλεί τα άτοµα ως υποκείµενα, καναλιζάρει τις πρακτικές τους. ∆εν µας είπε ωστόσο πως τα υποκείµενα φιλτράρουν µε τη σειρά τους την ιδεολογία µεταµορφώνοντάς την. Ο «ελληνισµός» και η «ελληνικότητα», τα προϊόντα της υψηλής διανόησης, κακοφόρµισαν στα φίλτρα της εγχώριας ∆εξιάς, εκλύοντας ισχυρές δόσεις τοξικού εθνικισµού, του αόρατου νέφους που ύπουλα µας δηλητηριάζει.

Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Documento Newsletter