Ένας δεκαετής πόλεμος υπήρξε η θρυαλλίδα που απελευθέρωσε αντιλήψεις και χειραφέτησε τις συνειδήσεις των ακτημόνων.
Κιλελέρ, 6 Μαρτίου 1910. Ενας τόπος µνήµης που τείνει να ξεχαστεί. Η «πυρκαγιά στη Θεσσαλία», που πυρπολούσε τη συλλογική µνήµη της µεταπολίτευσης, αφέθηκε να σβήσει στα τρυφηλά 90s. Οι συγκρούσεις που ξέσπασαν τότε ανάµεσα στους εξεγερµένους αγρότες και τον στρατό στη Λάρισα και στα γύρω χωριά άφησαν πίσω τους τέσσερις νεκρούς και δεκάδες τραυµατίες. Οι κολίγοι κέρδισαν τη συµπάθεια της κοινής γνώµης, µα γη και ελευθερία δεν κέρδισαν.
Πριν από τη δεκαετία των πολέµων (1912-22) η ζωή στον κάµπο ήταν προκαθορισµένη, σχεδόν ακίνητη. Στα τσιφλίκια οι κολίγοι καλλιεργούσαν δηµητριακά µε απαρχαιωµένες µεθόδους και παρήγαν λιγοστά: όσα απαιτούσαν οι επιστάτες για τον τσιφλικά (το ένα τρίτο ή το µισό της παραγωγής) και όσα χρειάζονταν οι ίδιοι για να συντηρούν την πικρή, θαµµένη στο χώµα ζωή τους. Αυτά µε τους Τούρκους από την εποχή του Αλή πασά έως το 1881, τα ίδια και χειρότερα µε τους Ελληνες που ήρθαν κατόπιν ως νέα αφεντικά. Από τα συνολικά 658 θεσσαλικά χωριά, τα 460 –µε τα σπίτια, τα κτήµατα, τα δέντρα και τα ζώα τους– λογίζονταν ιδιοκτησίες µιας χούφτας ατόµων µε ηχηρά ονόµατα: Ζάππας, Στεφάνοβικ, Ζαρίφης, Ζωγράφος… Τα πράγµατα ήρθαν έτσι διότι η Θεσσαλία δεν ελευθερώθηκε µε επανάσταση ώστε η γη να περάσει στο κράτος και να µοιραστεί ύστερα στους ακτήµονες, όπως έγινε στην παλαιά Ελλάδα. Προσαρτήθηκε µε συνθήκη που διασφάλιζε τα έγγεια δικαιώµατα των Τούρκων, οι οποίοι τα ρευστοποίησαν πουλώντας σε Ρωµιούς εµπόρους και τραπεζίτες της Πόλης.
Φυλλοµετρώντας µελέτες για το αγροτικό ζήτηµα το µάτι µου σκάλωσε σε µια υποσηµείωση: «Εν τοις χωρίοις Γριζάνω, Νεοχωρίω και ιδίως εν Ζάρκω, η εκεί επιστασία του Χρηστάκη Ζωγράφου µετετράπη εις αληθές κράτος εν κράτει». Στις 5 Μαρτίου του 1883 αγορεύει ο βουλευτής Τρικάλων Νικόλαος Τορµπάζης και περιγράφει πώς 100 φυγόδικοι Αλβανοί ληστές, µισθοφόροι του Ζωγράφου, εισβάλλουν στα χωριά «εν φοβερά πανοπλία» και µε απειλές, ξυλοδαρµούς, ακόµη και φόνους αρπάζουν τη σοδειά και πιέζουν τους κολίγους να υπογράψουν µισθωτήρια, να αποδεχθούν δηλαδή ότι οι γη δεν τους ανήκε, πως είναι απλοί νοικάρηδες κι ας την καλλιεργούσαν πάππου προς πάππου.
Σε ένα από αυτά τα χωριά, στο Γριζάνο, γεννήθηκα και µεγάλωσα. Στα διπλανά, στο Νεοχώρι και το Ζάρκο, είχα φίλους πολλούς και τα πρώτα µου φλερτ. Αίφνης η ατοµική ιστορία συνάντησε τη µεγάλη, απέκτησε βάθος. Εψαξα περισσότερο: τα τρία χωριά τα είχε αγοράσει ο Χρηστάκης Ζωγράφος από τους απόγονους του Αλή πασά το 1874, επτά χρόνια πριν από την προσάρτηση. Καθώς ήταν «ιµλιάκια» και όχι τσιφλίκια, απολάµβαναν δηλαδή σχετική ελευθερία, αντέδρασαν σθεναρά στην πλήρη υποταγή τους, άντεξαν στις πιέσεις και δεν υπέγραψαν µισθωτήρια. Οµως στις περισσότερες εξεγέρσεις «το δίκαιον κατεπνίγη απέναντι της παντοδυναµίας του χρυσού και ήδη αι στρατιωτικαί λόγχαι αντικατέστησαν το γιαταγάνι των µισθοφόρων του Ζωγράφου», όπως παραστατικά έγραφε η τρικαλινή εφηµερίδα «Οι Εργάται» (31 Μαρτίου 1884). Ετσι ήταν στα περισσότερα χωριά τον περισσότερο καιρό: οι περισσότεροι αγρότες έσκυβαν το κεφάλι, έσκαβαν τη γη, προσεύχονταν και περίµεναν καλύτερες µέρες. Ηταν κολίγοι – αυτός ήταν ο κόσµος τους.
Κι ύστερα ήρθαν οι πόλεµοι. Το 1912, όταν ξεκίνησαν για τη Μακεδονία, οι νέοι του κάµπου ελάχιστα διέφεραν από τους παππούδες τους. Οσοι µήνες µετά (κάποιοι χρόνια) επέστρεψαν ήταν πολύ διαφορετικοί από εκείνους. Συνάντησαν συνοµηλίκους τους από µέρη µακρινά που σκέφτονταν διαφορετικά και οι ορίζοντες άνοιξαν· µάθανε να πολεµούν και όποιος ελευθέρωσε άλλους τόπους δεν θα έµενε σκλάβος στον δικό του. Αυτή την αλλαγή του κολίγα είδε ο Βενιζέλος, ο πιο διορατικός πολιτικός της εποχής. Το 1917, µες στους πολέµους, αγνόησε τις αντιδράσεις και ψήφισε επιτέλους την αγροτική µεταρρύθµιση που σερνόταν για τέσσερις δεκαετίες. Μέχρι το 1924 περί το 70% της θεσσαλικής γης απαλλοτριώθηκε και µοιράστηκε στους ακτήµονες.
Συµβαίνει κάποτε άνθρωποι φυλακισµένοι σε υλικές και διανοητικές δοµές που φαντάζουν ανίκητες να σπάνε τα δεσµά µέσα από διαδροµές απρόβλεπτες. Η εξέγερση των αγροτών στο Κιλελέρ, η πιο αιµατηρή στιγµή στην αγροτική διαµαρτυρία των αρχών του 20ού αιώνα, δεν είχε ούτε τη µαζικότητα ούτε τη διάρκεια για να επιβληθεί. Κράτησε όµως ζωντανό το αίτηµα για γη και ελευθερία, ωσότου ήρθαν οι πόλεµοι. Αυτοί µεταµόρφωσαν τελικώς τους δούλους σε πολίτες, τους κολίγους σε ιδιοκτήτες.
Ως Θεσσαλοί συνεπώς, και όχι µόνο, οφείλουµε κάµποσα στους παππούδες µας, όσους πολέµησαν στις πεδιάδες του βορρά και στα βουνά της ανατολής. Στο ηρώο της πλατείας στη γενέτειρά µου µέτρησα 20 ονόµατα. Σε ένα χωριό 1.200 κατοίκων, τότε, 20 δεν επέστρεψαν. ∆εν δούλεψαν τα χωράφια που θα αποκτούσαν, δεν παντρεύτηκαν τα κορίτσια που ονειρεύτηκαν, δεν πρόλαβαν παιδιά και εγγόνια να τους θυµούνται. Μα δεν τους πρέπει η συµπόνια· να τους φανταστούµε πρέπει σε µια πλαγιά της Μακεδονίας να στρίβουν τσιγάρο σε µια ανάπαυλα της µάχης – και να νιώθουν ελεύθεροι.
Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής Δημόσιας Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.