Μια συζήτηση με τον καθηγητή Δημόσιας Ιστορίας με αφορμή το βιβλίο του «Η μνήμη και η πόλις» με 40+1 δημόσιες ιστορίες
Γιατί οι συλλογικές μας μνήμες συγκροτούνται εντός της πόλης; Με ποιον τρόπο μικρά συμβάντα της επικαιρότητας που απασχολούν τα ΜΜΕ αποτελούν ερεθίσματα για τη σύνθεση «δημόσιων» ιστοριών; Το βιβλίο «Η μνήμη και η πόλις» του καθηγητή Δημόσιας Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Χάρη Αθανασιάδη αποτελείται από ιστορίες που συνομιλούν με την τέχνη και επιχειρούν να αναδείξουν την ηχώ των περασμένων με το βλέμμα στραμμένο στα διακυβεύματα του παρόντος. Προτού εκδοθούν σε βιβλίο, τα κείμενα είχαν δημοσιευτεί στο Documento – στη στήλη με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Δημόσιος λόγος» του Docville.
Το βιβλίο σας τιτλοφορείται «Η μνήμη και η πόλις» και περιλαμβάνει 41 ιστορίες τις οποίες ονομάζετε «δημόσιες». Τι νόημα δίνετε σε καθεμία απ’ αυτές τις λέξεις και πώς σχετίζονται μεταξύ τους;
Λέγοντας «μνήμη» εννοώ τις συλλογικές μας μνήμες. Αυτές που μοιραζόμαστε επειδή καθίσαμε στα ίδια θρανία και περπατήσαμε στους ίδιους δρόμους. Οι συλλογικές μας μνήμες έχουν την αφετηρία τους στο παρελθόν, σε κάποιο κρίσιμο γεγονός, αλλά μορφοποιούνται στη συνέχεια από τους τρόπους που ερμηνεύουμε εκείνο το αρχικό γεγονός. Οι ερμηνείες αναπτύσσονται εντός της «πόλεως», στο πλαίσιο δηλαδή μιας κοινότητας πολιτών που διαλέγονται ή συγκρούονται για τα τωρινά και τα περασμένα προκειμένου να ορίσουν τα μελλούμενα. Ετσι, για κάθε κρίσιμο επεισόδιο του παρελθόντος έχουμε σχεδόν πάντοτε περισσότερες από μία αφηγήσεις που ανταγωνίζονται για το ποια θα κυριαρχήσει στη δημόσια σφαίρα. Πρόκειται για εικόνες και ιστορίες διάστικτες με επιχειρήματα και συναισθήματα. Ακριβώς γι’ αυτό, επειδή είναι λόγος και θυμικό μαζί, οι μνημονικές αφηγήσεις συγκροτούν τις ταυτότητές μας, επηρεάζουν τις επιλογές και τις δράσεις μας, άρα καθορίζουν την πορεία της «πόλεως».
Πώς γίνεται ενώ οι ατομικές μας πορείες είναι μοναδικές και ανεπανάληπτες να συγκροτούνται τελικά οι συλλογικές μνήμες και ως τέτοιες να μετουσιώνονται σε ιστορίες;
Οι μνήμες μας είναι συλλογικές ακόμα και όταν τις νιώθουμε μοναδικές, αποκλειστικά δικές μας αναμνήσεις. Πρώτα πρώτα διότι οι ατομικές μας πορείες, παρότι διακριτές, δεν παύουν να ξετυλίγονται σε κανάλια που χαράχτηκαν προτού εμείς εισέλθουμε στη σκηνή και από σύγχρονά μας γεγονότα, που όμως μας υπερέβαιναν και καθόριζαν τις ζωές μας. Επίσης διότι οι αναμνήσεις μας φιλτράρονται και χρωματίζονται από τις αξίες της εποχής μας. Οσο και αν είναι ιδιαίτερος ο τρόπος που ο καθένας κατανοεί και ερμηνεύει όσα του συμβαίνουν (και όσα γύρω του συμβαίνουν), δεν παύει να συνομιλεί με τους τρόπους των άλλων – όλοι τούς διανοητικούς ανέμους του καιρού μας ανασαίνουμε. Τέλος, όλοι και όλες κουβαλάμε τις πολιτισμικές μνήμες, όσα δηλαδή από το παρελθόν αποτυπώθηκαν στα έργα του λόγου και της τέχνης και έφθασαν ως εμάς μέσα από σχολεία και εκκλησίες, από θεσμούς, ιδρύματα και δημόσιες τελετουργίες – από τα «θρανία» που λέγαμε.
Οι ιστορίες σας αναφέρονται σε ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα όπως το Εικοσιένα και η Κατοχή, ο Βελουχιώτης και ο Κολοκοτρώνης, αλλά και σε σύγχρονα γεγονότα και αναζητήσεις όπως η συμφωνία των Πρεσπών και οι έμφυλες ταυτότητες.
Τα 41 κείμενα του βιβλίου είναι όπως είπαμε ιστορίες, δηλαδή μιλάνε για το παρελθόν. Σχεδόν όλες τους όμως ξεκινάνε από το παρόν και ξαναγυρνάνε στο παρόν. Παίρνουν αφορμή από αντιπαραθέσεις που αναπτύσσονται καθημερινά στην κοινωνία και αποτυπώνονται στις εφημερίδες, στην τηλεόραση, στα κοινωνικά δίκτυα, στη Βουλή, στους δρόμους, σε ό,τι ονομάζουμε δημόσια σφαίρα. Υστερα όμως πάνε πίσω στο παρελθόν, ανασύρουν ομόλογα φαινόμενα και πρόσωπα, κυρίως όσα άφησαν βαθιά ίχνη στη συλλογική μας μνήμη και άρα επηρεάζουν τους τρόπους που κατανοούμε τον κόσμο και τους τρόπους με τους οποίους προσανατολιζόμαστε σήμερα. Οι ιστορίες του βιβλίου προσπαθούν να αναδείξουν την ηχώ των περασμένων με τον τρόπο του ιστορικού που όμως έχει συνείδηση πως είναι επίσης πολίτης, άρα έχει ευθύνη για την πορεία των πραγμάτων. Οι ιστορίες μου είναι δημόσιες διότι αναλύουν τις κοινωνικές και μνημονικές συγκρούσεις μετέχοντας ταυτόχρονα σε αυτές.
Εκτός από τα γεγονότα του παρελθόντος υπάρχουν αναφορές σε λογοτεχνικά βιβλία, σε τραγούδια, πίνακες και κινηματογραφικές ταινίες. Τι προσφέρουν στη σύνθεση της κάθε ιστορίας;
Οι ιστορίες του βιβλίου δεν επιμένουν τόσο στο ιστορικό γεγονός όσο στις αναπαραστάσεις του – ιδιαίτερα στις αναπαραστάσεις που ασκούν επίδραση στους πολλούς. Οι τέχνες έχουν τις δικές τους συμβολές στη διαδικασία αυτή. Αναπαριστώντας το παρελθόν ερμηνεύουν το παρελθόν, προτείνουν γωνίες θέασης που συχνά μας ξαφνιάζουν, παράγουν εμβληματικές εικόνες που χαράσσονται στη συλλογική μας μνήμη. Οι ιστορίες είναι δημόσιες και διότι συνομιλούν με τους τρόπους της τέχνης και διότι αξιοποιούν κάποιους από τους τρόπους της τέχνης – κυρίως την τέχνη του λόγου. Οσο πειστικά και αν ανασυνθέτουν το παρελθόν, αν είναι στριφνές και βαρετές, οι ιστορίες μας δεν θα συναντήσουν το ευρύ κοινό. Ο δημόσιος ιστορικός οφείλει να παίρνει στα σοβαρά την παράκληση του Σεφέρη: «Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη».
Προτού συγκεντρωθούν στο βιβλίο, τα κείμενα δημοσιεύτηκαν στο Docville. Tι αποκομίσατε από την επαφή σας με τον κόσμο του Τύπου και της δημοσιογραφίας, ειδικά σε μια εποχή που η αξιοπιστία της έχει δεχτεί πολύ μεγάλο πλήγμα;
Ναι, για ένα χρόνο και κάτι το Docville μου παραχώρησε γενναιόδωρα την τελευταία σελίδα του υπό τον ταιριαστό με τα κείμενα τίτλο «Δημόσιος Λόγος». Ασφαλώς θα είχα εγκαταλείψει την προσπάθεια από τους πρώτους κιόλας μήνες εάν οι ακαταπόνητοι αρχισυντάκτες Θανάσης Καραμπάτσος και Παναγιώτης Φρούντζος δεν φρόντιζαν κάθε εβδομάδα να μου υπενθυμίζουν πιεστικά την αρχική, αστόχαστη δέσμευσή μου. Από την οπτική του ιστορικού οι ταχύτητες των δημοσιογράφων είναι τρομακτικές. Εάν επιπλέον σκεφτούμε τις πολλαπλές και ισχυρές πιέσεις που δέχονται και τους πειρασμούς στους οποίους εκτίθενται (σε συνδυασμό με τις χαμηλές τους πλέον αμοιβές) είναι ν’ απορείς πώς υπάρχουν ακόμη δημοσιογράφοι που τιμούν τον ρόλο τους, που συνδυάζουν δηλαδή το έγκυρο ρεπορτάζ με τη στοχαστική ανάλυση και την καλή γραφή. Λίγοι, ασφαλώς, αλλά πάντοτε οι λίγοι δεν έσωζαν την τιμή όλων μας σε αυτόν τον τόπο;