Η εργατική τάξη βρίσκεται σε διαδικασία ανασυγκρότησης· κάποιοι πρέπει να αρχίσουν να ανησυχούν.
«Καληµέρα, εργάτες! Ο διευθυντής σάς εύχεται καλή βάρδια. Να αγαπάτε τη µηχανή, να την προσέχετε. Σεβαστείτε τις ανάγκες της µηχανής. Αν είναι σε καλή κατάσταση, θα είναι και παραγωγική. Καλή βάρδια».
Στο µεγαλύτερο µέρος της η ταινία «Η εργατική τάξη πάει στον παράδεισο» –ιταλική του 1971– είναι γυρισµένη στο εσωτερικό ενός εργοστασίου. Ανθεκτικός και γρήγορος, ο τριανταπεντάρης Λούλου παράγει περισσότερα ανταλλακτικά απ’ όλους και κερδίζει περισσότερα απ’ όλους. Εάν όµως ο Λούλου µπορεί να φτάνει τα 300 κοµµάτια, γιατί τότε η βάση, η ελάχιστη ποσότητα πάνω από την οποία µετράει το µπόνους, να παραµένει µόλις στα 120; Ο διευθυντής δεν αργεί να προτάξει την κερδοφόρα αναπροσαρµογή, πράγµα που επιταχύνει τον ρυθµό εργασίας όλων, αυξάνει την κούραση όλων και µειώνει το εισόδηµα όλων.
Ο Λούλου αποµονώνεται από τους συναδέλφους του εργάτες, µα λίγο νοιάζεται. Για να ισοφαρίσει τη χασούρα παλεύει να αυξήσει κι άλλο την παραγωγή. Και αφού η αντοχή και η ταχύτητα πια δεν αρκούν, γίνεται όλο και πιο ριψοκίνδυνος: αρπάζει το εξάρτηµα στον αέρα προτού η µηχανή ολοκληρώσει την κίνησή της. Αν το ρίσκο προσωρινά αποδίδει, στον µακρύ χρόνο είναι καταδίκη. Μια στιγµή απροσεξίας και το δάχτυλο του Λούλου συνθλίβεται ανάµεσα στα µέταλλα.
Όµοια µε τον διευθυντή του ιταλικού εργοστασίου, η ψηφιακή πλατφόρµα efood (της εταιρείας Delivery Hero) µε ένα ηλεκτρονικό µήνυµα –σε δήθεν στιλάτα, µα κάκιστα ελληνοαγγλικά– παρότρυνε τους διανοµείς να αξιοποιήσουν την παραγωγικότητά τους, να γίνουν από µισθωτοί «freelancers», ώστε να διαµορφώσουν τις ώρες εργασίες τους «ευέλικτα» (δηλαδή να τις αυξήσουν) και ανάλογα να αυξήσουν τα κέρδη τους. Καθώς όµως ούτε οι ίδιοι οι συντάκτες του µηνύµατος δεν πίστευαν στην πειστικότητα του λόγου τους, πέρασαν από τη βαθιά υποκρισία στον απύθµενο κυνισµό: εάν δεν το αποδεχτείτε, δεν θα ανανεωθεί η σύµβασή σας.
Ήταν κοινό µυστικό, µα πλέον καταγράφεται ανάγλυφα και στις κοινωνικές έρευνες: κατά τη δεκαετία της κρίσης και τη διετία της πανδηµίας η επισφαλής εργασία των νέων διπλασιάστηκε – από περίπου 10% άγγιξε σχεδόν το 20%. Η επισφαλής εργασία σε εποχή εκρηκτικής ανεργίας ασφαλώς δεν προοιωνίζεται ανεκτές συνθήκες εργασίας ούτε αξιοπρεπείς αποδοχές. Επισφαλής εργασία σηµαίνει αβεβαιότητα για το αύριο, κατάρρευση οποιουδήποτε σχεδίου ζωής – σηµαίνει υποταγή στον ισχυρό και σιωπηρή ανοχή στις διαρκείς παραβιάσεις της εργατικής νοµοθεσίας.
Ω ναι… η δύσκολη καθηµερινότητα δεν είναι σέξι. Να µετράς αν φτάνουν για το νοίκι, το ρεύµα και τα κοινόχρηστα δεν είναι σέξι. Να σκίζεις τον άνεµο πάνω σε χιλιάρα στην εθνική ίσως είναι σέξι· να λούζεσαι λασποβροχή πάνω σε παπί σίγουρα δεν είναι σέξι. Με όση γυαλιστερή σλανγκ κι αν τα τυλίξεις, θλιβερά θα παραµείνουν. «Είµαι σαν τη µηχανή. Είµαι η µηχανή. Είµαι ένα παξιµάδι, µια βίδα, ένας ιµάντας, είµαι µια αντλία» µονολογεί ο Λούλου όταν πια κοιτάζει κατάµατα τη δουλειά και τη ζωή του. Η παραδοχή αυτή, η συνείδηση πως δεν τον περιµένει καµιά κόλαση διότι η κόλαση είναι ήδη εδώ, η διαπίστωση πως οι ατοµικοί δρόµοι διαφυγής έχουν σφραγιστεί µε νόµους και αστυνόµους αφήνουν µόνο δύο επιλογές. Μοιρολατρία, η αναµενόµενη· συλλογική δράση, η απρόσµενη.
Πώς έγινε και οι διανοµείς διάλεξαν το απρόσµενο; Πώς έσπασε ο νόµος της σιωπής; Πώς σε µόλις µία εβδοµάδα πέτυχαν το απροσδόκητο: να υποχωρήσει πανικόβλητος ένας οικονοµικός γίγαντας, να συναινέσει σε συµβάσεις αορίστου χρόνου; Ηταν ασφαλώς η συνεισφορά των πολλών στα κοινωνικά δίκτυα. Η τόσο απλή συνεισφορά (µόλις τρία λεπτά, όσα αρκούν για την απεγκατάσταση µιας εφαρµογής στο κινητό), µα τόσο αποτελεσµατική στον αντινοµικό ψηφιακό κόσµο µας. Ηταν επίσης οι ανταγωνιστές των ισχυρών που έσπευσαν να αξιοποιήσουν το στραβοπάτηµά του. Ηταν όµως και όλα εκείνα τα παλαιοµοδίτικα: να συναντιέσαι µε τους άλλους πρόσωπο µε πρόσωπο· να συνοµιλείς µε όσους µοιράζεσαι κοινή µοίρα, να σχεδιάζεις µαζί, να στήνεις σωµατείο – να δίνεις νέα σηµασία σε αυτήν τη λέξη, την τσαλακωµένη από την ιστορία της.
Η θριαµβευτική µοτοπορεία, η στιγµή που χιλιάδες κόκκινα γιλέκα γέµισαν τους δρόµους της Αθήνας, αυτή ήταν αναµφίβολα µια σέξι στιγµή. Οχι µόνο επειδή ήταν η στιγµή της νίκης, µα κυρίως επειδή ήταν στιγµή πληθυντική, δική τους και δική µας. Κέρδισαν τη συλλογικότητα, κερδίσαµε την αλληλεγγύη. Φαίνεται πως στη µεταβιοµηχανική εποχή µας η εργατική τάξη συγκροτείται ξανά. Με νέους τρόπους βέβαια, µε νέους όρους. Συγκροτείται και αναζητά τον δικό της παράδεισο. Ο Λούλου γελάει σίγουρα στον παράδεισο των κινηµατογραφικών ηρώων, µε αβίαστο πια το τρανταχτό του γέλιο.
Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων