Χάρης Αθανασιάδης: Κυνήγι μαγισσών

Χάρης Αθανασιάδης: Κυνήγι μαγισσών
Αντρές Σεράνο, «Ατιτλο X-1, X-3, X-2 (Βασανιστήριο)», 2015

Ο Γεωργιανός μετανάστης, το «Malleus maleficarum», οι Έλληνες κομμουνιστές στη Μακρόνησο… Η βία της εξουσίας αποκαλύπτεται.

«Τέσσερις µέρες µε είχαν δεµένο σε µια καρέκλα. Με χτυπούσαν […] κι όταν κουραζόταν ο ένας, συνέχιζε ο άλλος […] Έλεγαν να οµολογήσω ότι σκότωσα την κοπέλα. ∆εν ήξερα για ποια κοπέλα µιλούσαν…».

Επιδίδονται ακόµη οι αστυνοµικοί σε βασανισµούς υπόπτων; Αν ναι, γιατί χαρίστηκαν στον βασικό ύποπτο, τον σύζυγο, αυτόν που τελικά παραδέχτηκε τον φόνο; Αντεξε ο Γκιόργκι Χαρτζεϊσβίλι, ο παράνοµος µετανάστης από τη Γεωργία. Τι θα γινόταν αν υπέκυπτε, αν οµολογούσε ένα έγκληµα που δεν είχε διαπράξει; Πόσο έγκυρη είναι η οµολογία που αποσπάται µε βασανιστήρια;

Τον 15ο και 16ο αιώνα, ενόσω η Αναγέννηση διέλυε τα σκοτάδια του Μεσαίωνα, το κυνήγι µαγισσών εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη. Ολα τα δεινά και οι φόβοι των ανθρώπων –οι σιτοδείες, οι λιµοί, οι πόλεµοι– αποδίδονταν σε µαγγανείες, σε µυστικές συνάξεις και δαιµονικές τελετουργίες. Χιλιάδες γυναίκες σύρθηκαν στην πυρά και την αγχόνη, στη συντριπτική τους πλειονότητα φτωχές χωρικές· οι άντρες ήταν λιγότερο επιρρεπείς στις παγίδες του σατανά και οι γυναίκες της αριστοκρατίας ανθεκτικές στα κελεύσµατά του.

Το 1487 τυπώθηκε στη Γερµανία το «Malleus maleficarum» (Το σφυρί των µαγισσών), ένα εγχειρίδιο που υποδείκνυε τη µαγεία ως ηθικό κίνδυνο και περιέγραφε λεπτοµερώς τους τρόπους εντοπισµού και καταδίκης των µαγισσών. Οι αδιάσειστες αποδείξεις δεν ήταν αναγκαίες, αρκούσαν οι οµολογίες των κατηγορουµένων. Ο ιεροεξεταστής όφειλε να µεταχειριστεί µεθοδικά τα σύνεργά του, να φέρει το σώµα και την ψυχή των µαγισσών στα όρια ώστε να αφαιρεθούν τα πέπλα του ψεύδους, να υπερνικηθούν οι αντιστάσεις που πρόβαλλαν οι εντός τους δαίµονες.

Φρανσίσκο Γκόγια, «Πτήση μαγισσών», 1797-98

 

Αν οι οµολογίες κατόπιν βασανισµού θεωρηθούν έγκυρες, τότε τουλάχιστον 60.000 γυναίκες πράγµατι θα είχαν συνευρεθεί ερωτικά µε τον διάβολο στην Ευρώπη της πρώιµης νεωτερικότητας. Ο Γιάκοµπ Σπρένγκερ, ένας από τους συγγραφείς του «Malleus maleficarum», φαίνεται να το πίστευε βαθιά. Τον απασχολούσε µάλιστα σοβαρά η πιθανότητα να γεννηθούν παιδιά από αυτές τις νοσηρές συνευρέσεις.

Πιο κοντά στα καθ’ ηµάς, σε χρόνο και τόπο, τα βασανιστήρια απέκτησαν το δικό τους όνοµα: Μακρόνησος. Στη διάρκεια του Εµφυλίου και λίγο µετά, κυρίως ανάµεσα στο 1947 και το 1950, πέρασαν από εκεί περίπου 40.000 στρατιώτες ύποπτοι για τα πολιτικά τους φρονήµατα. Ανάµεσά τους κάποιοι φερέλπιδες καλλιτέχνες και διανοούµενοι, γόνοι της λόγιας µεσαίας, κάποτε της µεγαλοαστικής τάξης: ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος, ο συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος. ΕΠΟΝίτες στην Κατοχή µε δράση ταιριαστή στην ηλικία τους (τρικάκια, χωνί, συνθήµατα σε τοίχους), ασυγχώρητη για τους νικητές των ∆εκεµβριανών. Οι πολλοί ωστόσο ήταν χωρικοί, παιδιά αγροτών και κτηνοτρόφων, που προµήθευαν τους αντάρτες µε γάλα και τυρί ή απλώς είχαν πατέρα, αδερφό, ξάδερφο στο ΕΑΜ, άρα εξ ορισµού ύποπτοι.

Φανταστείτε τους να κλυδωνίζονται στο καΐκι – κάποιοι δεν είχαν ξαναδεί θάλασσα. Προτού ακόµη πιάσει στην προβλήτα, άρχιζαν τα ουρλιαχτά, οι απειλές, ένα πλήθος να ορµάει καταπάνω τους – οι ανανήψαντες. Υστερα προτροπές και προπηλακισµοί, υποσχέσεις και ξυλοδαρµοί, προπαγάνδα και εξουθενωτικές πορείες στο άνυδρο τοπίο. Αποκορύφωµα οι εικονικοί πνιγµοί και οι εικονικές εκτελέσεις. Ο Φουκώ θα άξιζε να ασχοληθεί µε τους βασανιστές της Μακρονήσου. Ξεδίπλωναν ευφάνταστες πρακτικές σωµατικής πειθάρχησης και ψυχικής αποδόµησης. Τελικός στόχος η «ανάνηψη», η αποδοχή της οπτικής του αντιπάλου: «[…] παρασυρθείς επί Κατοχής από τα ψευδή συνθήµατα των κοµµουνιστών κατετάχθην στον ΕΛΑΣ […] αποδοκιµάζω την κοµµουνιστικήν ιδεολογίαν ως και τας οργανώσεις αυτών ΕΑΜ-ΕΠΟΝ […] είµαι πρόθυµος να χύσω το αίµα µου για την σωτηρίαν και το µεγαλείον της Ελλάδος µας».

Αν κανείς πάει στη Μακρόνησο σήµερα, θα ξεχωρίσει στα ερείπια τον αγωνιστή που δεν λύγισε – έργο του γλύπτη Γρηγόρη Ριζόπουλου. Αταίριαστα ευθυτενής, λες και η πέτρα στον ώµο τον ανύψωνε, µε χέρι που σπάει τα δεσµά, υψώνεται σε γροθιά, φωνάζει την ακατάβλητη πίστη του. Οµως το ξέρουµε: οι εννέα στους δέκα λύγισαν. Αρκετοί από αυτούς έγιναν χειρότεροι από τους χειρότερους, η ανάνηψη συντελέστηκε όπως ο µηχανισµός τη θέλησε. Οι περισσότεροι όµως λύγισαν για τον λόγο που λυγίζουν οι άνθρωποι: για να σταµατήσει ο πόνος. Και µε τον τρόπο που λυγίζουν οι άνθρωποι: προσχηµατικά. Στις εκλογές του 1950 οι Μακρονησιώτες, παρά τις πολλαπλές πιέσεις, ψήφισαν κατά 60% ενάντια στους δυνάστες τους.

Τηρουµένων των αναλογιών οι σύγχρονοι πρόσφυγες και µετανάστες είναι οι Γερµανίδες µάγισσες του 16ου αιώνα, είναι οι Έλληνες κοµµουνιστές του 20ού αιώνα. Παρά τις πολλαπλές και χαώδεις διαφορές, υπάρχει ένας κοινός παρονοµαστής: η εξουσία ορίζει το πρόβληµα, δείχνει τον υπαίτιο, «αποδεικνύει» την ενοχή του, συσπειρώνει την κοινότητα, νοµιµοποιεί τον εαυτό της. Λειτουργεί σχεδόν πάντα. Αρκεί µια κρίσιµη προϋπόθεση: να φοβηθούν οι θεατές· να πειστούν οι θεατές. Ολα γίνονται για τους θεατές. Οι θεατές είµαστε εµείς.

Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Documento Newsletter