Η απάντηση στην ερώτηση «τι είδους σχολική ιστορία θέλουμε;» απαντά επίσης και στο έρωτημα «τι είδους πολίτη θέλουμε;».
«Ναζισµός και ιουδαϊσµός πολεµούν την ορθοδοξία στην Ουκρανία…» – στο… συµπέρασµα αυτό καταλήγει ένα κείµενο που φιλοξενήθηκε στην εκκλησιαστική ιστοσελίδα «Ορθόδοξος Τύπος» εδώ και τρεις περίπου εβδοµάδες (19 Μαρτίου 2022). Πρόκειται για µια από τις συνήθεις «αναλύσεις» του ακροδεξιού φάσµατος που στην απέλπιδα προσπάθειά τους να κατανοήσουν σύνθετες πραγµατικότητες καταφεύγουν σε συνωµοσιολογικές και µυστηριακές αναγνώσεις του παρελθόντος. Θα ήταν ασφαλώς ανάξιο οποιουδήποτε σχολιασµού εάν ο συντάκτης του δεν ήταν εκπαιδευτικός, διευθυντής µάλιστα ενός πρότυπου λυκείου στον Πειραιά, ο οποίος συµµετείχε στην εκπόνηση των αναλυτικών προγραµµάτων µε βάση τα οποία πρόκειται να γραφούν τα νέα σχολικά βιβλία ιστορίας.
Τον προσανατολισµό αυτών των προγραµµάτων είχε ήδη χαράξει η υπουργός Παιδείας δυόµισι χρόνια νωρίτερα, στις 5 Σεπτεµβρίου 2019: «Για µας η ιστορία δεν πρέπει να έχει κοινωνιολογικό χαρακτήρα» δήλωσε, «πρέπει να έχει ένα χαρακτήρα διαµόρφωσης εθνικής συνείδησης». Αρκετοί µειδίασαν τότε καθώς η υπουργός φανέρωσε, ίσως άθελά της, το βαρύ συντηρητικό φορτίο που κουβαλάει ακόµη ο φιλελεύθερος χώρος. Κάποιοι ωστόσο υπενθύµισαν τις θεσµικές αποτυπώσεις αυτής της παραδοσιακής οπτικής: «Η ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης» των µαθητών παραµένει ένας από τους συνταγµατικά κατοχυρωµένους σκοπούς της εκπαίδευσης.
Είναι πράγµατι αλήθεια πως αρχικά –κατά τον 19ο αιώνα– η ιστορία συγκροτήθηκε ως επιστήµη ενόσω στρατεύτηκε στην υπηρεσία των αναδυόµενων τότε εθνών. Κάθε «εθνικός ιστοριογράφος» φιλοδοξούσε να συνθέσει µια βιογραφία του οικείου έθνους ικανή να συγκινεί και να εµπνέει, άρα ικανή να διαµορφώνει και να συσπειρώνει την κοινότητα των οµοεθνών του. Ακριβώς γι’ αυτό η έµφαση δόθηκε στους πολέµους ανάµεσα στα έθνη και τον τονισµό των πολιτισµικών τους διαφορών. Οταν µάλιστα κυριάρχησαν οι σκοτεινοί θεοί του εθνικισµού στις παραµονές του Α΄ Παγκόσµιου Πολέµου, η οπτική αυτή υιοθετήθηκε µε ζήλο και από τους συγγραφείς των σχολικών εγχειριδίων – στιγµατίζοντας τον εθνικό «άλλο» οριοθετούσαν, κολάκευαν, συσπείρωναν, συγκροτούσαν εντέλει τον εθνικό εαυτό.
Στη συνέχεια βέβαια, κατά τον 20ό αιώνα, η ιστορία συνοµιλώντας µε τις κοινωνικές επιστήµες ξεπέρασε τον εθνοκεντρισµό της και διεύρυνε τις µέριµνές της. Από βιογραφία του έθνους έγινε σφαιρική ανασύνθεση των κοινωνιών του παρελθόντος, θέλησε να κατανοήσει και να εξηγήσει τους τρόπους µε τους οποίους ζούσαν και δρούσαν οι άνθρωποι σε τόπο και χρόνο. Αυτή η νέα ιστορία ανέδειξε –ανάµεσα σε άλλα– τους λόγους για τους οποίους οι αξίες, οι νοοτροπίες και οι ταυτότητες των ανθρώπων αλλάζουν, άλλοτε ανεπαίσθητα (στον µακρύ χρόνο) και άλλοτε ταχέως (σε πυκνές συγκυρίες). Η ιστορία συνεπώς εξελίχθηκε στο µεταξύ τόσο ώστε η φράση της υπουργού να έχει σήµερα την επιστηµονική εγκυρότητα που θα είχαν αποφάνσεις όπως: «Για µας η φυσική δεν πρέπει να υιοθετεί την κοπερνίκειο οπτική, οφείλει να καλλιεργεί τη γεωκεντρική πρόσληψη του κόσµου» ή «για µας η βιολογία δεν πρέπει να προτάσσει τη δαρβινική ανάγνωση, οφείλει να προωθεί τη θεωρία του ευφυούς σχεδίου».
Ωστόσο, παρά την επιστηµονική της στόχευση, η ιστορία συνεχίζει να επιτελεί τον πολιτισµικό της ρόλο, συνεχίζει να διαµορφώνει ταυτότητες. Πιο σύνθετες, ασφαλώς πιο ρευστές και ανοιχτές, µα οι οιµωγές περιττεύουν: το έθνος δεν κινδυνεύει. ∆εν θα αγαπήσει λιγότερο την πατρίδα του όποιος γνωρίσει τους κοινωνικούς αγώνες, την πάλη των λαϊκών στρωµάτων να βελτιώσουν τους υλικούς όρους της ζωής τους. ∆εν θα χάσει την ελληνικότητά του όποιος µάθει για το ρεµπέτικο στις παραγκουπόλεις των προσφύγων, το πώς, πότε και γιατί ακούστηκε ο ήχος του µπουζουκιού που ακόµη δονεί την ψυχή του. Ούτε θα πάψει να νιώθει Ελληνας σαν µάθει πως σε τούτη εδώ τη χερσόνησο που µας έλαχε άνθρωποι διαφορετικών γλωσσών και θρησκειών ζούσαν για αιώνες ανακατεµένοι, µοιράζονταν τις ίδιες συνήθειες στο φαγητό, στην ενδυµασία, τη διασκέδαση και πως µπορούµε να διακρίνουµε ακόµη τα ίχνη αυτών των ωσµώσεων στους γείτονες λαούς. Το έθνος δεν κινδυνεύει από τον «κοινωνιολογικό» χαρακτήρα της ιστορίας, όπως φοβάται η υπουργός. Εκτός εάν επιζητά µια εθνική ταυτότητα συντηρητική, µισαλλόδοξη, περίκλειστη σαν στρείδι.
Παθιασµένους εθνικιστές; Αραγε τέτοιους Ελληνες χρειαζόµαστε σήµερα; Θα µας φόβιζε ο κριτικός, αναστοχαστικός πολίτης ο οποίος έχοντας εξοικειωθεί στα µαθητικά του χρόνια να ανατέµνει τις σύνθετες κοινωνίες του παρελθόντος, µπορεί και αναλύει την εξίσου σύνθετη και πολύπλοκη κοινωνία του παρόντος; Ο Ελληνας και η Ελληνίδα που ξέρουν να αντιπαραβάλλουν, να συγκρίνουν, να εξάγουν συµπεράσµατα, να διαχωρίζουν το ουσιώδες από το δευτερεύον, να διακρίνουν τις τοµές και τις συνέχειες στον χρόνο, να εξηγούν τις διεθνικές εντάσεις και τις κοινωνικές συγκρούσεις, να κατανοούν τις οπτικές των ανθρώπων και τα πάθη τους θα ήταν αλήθεια παραδείγµατα προς αποφυγή;
Το υπουργείο Παιδείας εξοβέλισε εντέλει τον συντάκτη της «εµβριθούς» ανάλυσης από την επιτροπή των αναλυτικών προγραµµάτων. Οχι όµως τόσο για την ποιότητα της ιστορικής του σκέψης όσο για τις αντισηµιτικές κορόνες του κειµένου του. Αλλά µήπως και αυτές δεν είναι σύµπτωµα µιας συνωµοσιολογικής ιστορικής κουλτούρας, µιας εθνικής ταυτότητας καχύποπτης, εσωστρεφούς και µίζερης;
Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής Δημόσιας Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.