Η Κική, ο Θανάσης Χρυσοχόου, ο Αλμπέρτος Ναρ, ένα δικαστήριο και τα φαντάσματα που στοιχειώνουν τον αστικό ιστό της Θεσσαλονίκης.
Σκηνή πρώτη: Πώς να ξέρει η Κική ότι ο Χρυσοχόου ήταν συνεργάτης των ναζί; Αυτή ένα καφενείο άνοιξε να µαζεύονται οι άντρες της γειτονιάς να πίνουν τον καφέ τους το πρωί, µπίρα ή τσίπουρο το απόγευµα, να βλέπουν το ποδόσφαιρο µε την άνεσή τους. Στη Χρυσοχόου βρήκε µαγαζί, στη Χρυσοχόου το έστησε. Πού να ξέρει η Κική τον βίο και την πολιτεία του στρατηγού στην Κατοχή; Και τι την ένοιαζε άλλωστε; Για να του δώσουν οι δήµαρχοι µια οδό να τον θυµόµαστε, καλός θα ήταν. Και άλλωστε όταν έγιναν αυτά ούτε η µάνα της δεν είχε γεννηθεί. Ας τα δούνε οι ιστορικοί, δουλειά τους είναι. Και αν τα δούνε και τα διπλοτσεκάρουν, ας αλλάξουν και το όνοµα του δρόµου.
∆ίκιο έχει η Κική. ∆ουλειά των ιστορικών είναι και των δηµάρχων. Και, περιέργως, την κάνανε. Λίγο αργά, µα την κάνανε. Πετάξανε τον Χρυσοχόου στο πηγάδι της απαξίωσης και µας συστήσανε τον Αλµπέρτο Ναρ, τον άνθρωπο των γραµµάτων που µας θύµιζε όσα απωθήσαµε και τώρα µας στοιχειώνουν: πώς σε αυτή την πόλη συγκατοικήσαµε για αιώνες µε τους Σεφαραδίτες, τους Εβραίους που µακέλεψε το ’43 ο διαβόητος Μέρτεν. Ο Μαξ Μέρτεν, ο δήµιος της Θεσσαλονίκης, που όταν το 1959 από ειρωνεία της τύχης βρέθηκε στο εδώλιο πρώτος ο Χρυσοχόου έτρεξε να τον υπερασπιστεί. Η Κική βέβαια δεν ξέρει πως όσοι σήµερα παλεύουν να απαλείψουν τις κληρονοµιές της χούντας από το σώµα της πόλης σύρονται σε δίκες από τους επιγόνους του στρατηγού που εµποδίζουν την ιστορική µνήµη, ενώ θα έπρεπε να αναστοχαστούν πάνω στο οικογενειακό τους παρελθόν χάριν της δικής τους αυτοσυνειδησίας. Η Κική δεν ξέρει και δεν χρειάζεται να ξέρει. Σε όσους όµως κάναµε δουλειά µας την ανασύνθεση του παρελθόντος δεν ταιριάζει να αποστρέφουµε το βλέµµα όταν η µνήµη της πόλης παίζεται στις αίθουσες των δικαστηρίων.
Σκηνή δεύτερη: Είµαι η Κική, γέννηµα θρέµµα της Θεσσαλονίκης. Η πόλη µε σηµάδεψε µε κάθε της στενό, µα για τα παλιά σπανίως µου µιλούσε. Πέρασαν χρόνια για να αφουγκραστώ τον µακρινό ψίθυρο, τον ταραγµένο της µονόλογο. Γυρνώντας καθηµερινά στο σπίτι µου διάλεγα πάντα το ίδιο πεζοδρόµιο, το απέναντι, µη µου πέσει στο κεφάλι το σαχνισί του ρηµαγµένου ορφανοτροφείου Αλλατίνι. Αργησα πολύ να µάθω για τα 50 εβραιόπουλα που ζούσαν εκεί και χάθηκαν στα κρεµατόρια του Αουσβιτς. Κάθε ∆ευτέρα τραβώντας για τη λαϊκή πέφτω πάνω στο Γενί Τζαµί, το τζαµί των ντονµέδων, µα µόλις πρόσφατα άκουσα γι’ αυτούς, τους εξισλαµισµένους Εβραίους, κι ας ζούσαν τρεις αιώνες εκεί όπου έπαιζα µικρή. Τότε ήταν που άρχισα να ψάχνω επίµονα, να ρωτάω και να διαβάζω και έµαθα ότι η πόλη µου είχε δώδεκα κεϊλότ, δώδεκα ενορίες, η καθεµιά µε κέντρο της µια συναγωγή, και όλα τούτα χάθηκαν, άλλα το 1917 µε τη µεγάλη πυρκαγιά, άλλα το ’31 µε το πογκρόµ του Κάµπελ, τα περισσότερα το ’43 µε το Ολοκαύτωµα, αλλά και αργότερα στο χάος της ανοικοδόµησης. Και ύστερα τα ίχνη τους σβήστηκαν επιµελώς και έµειναν λίγες µόνο λέξεις να αιωρούνται σαν εξωτικά φαντάσµατα στις καθηµερινές µας κουβέντες: Μπαρόν Χιρς, Ρεζί Βαρδάρ, Γιαχουντί Χαµάµ, Στοά Σαούλ…
Κάπου εκεί κατάλαβα γιατί η πόλη δεν µου µιλούσε· έκρυβε για χρόνια τα τραύµατά της στη σιωπή. Αλλά µε τη σιωπή τα τραύµατα δεν επουλώνονται, κακοφορµίζουν. Και τώρα κάνει πως δεν καταλαβαίνει. Για τούτο εµείς οι Κικές δεν θα περιµένουµε κανέναν ιστορικό, κανένα δήµαρχο, προπάντων κανένα δικαστή. Θα δώσουµε φωνή στην πόλη µας, να πάψει να είναι σιωπηλή, µια άγνωστη, µια ξένη. Εµείς οι Κικές θα γίνουµε η µνήµη της πόλης.
Υστερόγραφο: Ανάµεσα σε όσα µας κληροδότησε η χούντα των συνταγµαταρχών ήταν και οι µαύρες κηλίδες στα οδωνύµια. Η µεταπολίτευση καθάρισε αρκετές, µα κάµποσες ξέµειναν, από αδράνεια συχνά, από σκοπιµότητα κάποτε. Ανάµεσά τους η οδός Χρυσοχόου στη Θεσσαλονίκη. Χρειάστηκε η επίµονη δράση παλαιών του αντιδικτατορικού αγώνα, η συστηµατική δουλειά δυο τριών ιστορικών και µια πεφωτισµένη δηµαρχία για να επιτευχθεί το στοιχειώδες: να αφαιρεθεί από τον ιστό της πόλης ο κατοχικός φρούραρχος της Θεσσαλονίκης και στη θέση του να αναρτηθεί ένας Σεφαραδίτης ερευνητής και λογοτέχνης, ως ελάχιστη συγγνώµη της πόλης που δεν αντιστάθηκε στην ολοσχερή εξόντωση της εβραϊκής της κοινότητας. Η καλή απόφαση ελήφθη το 2018.
Εδώ και λίγες ηµέρες όµως το ∆ιοικητικό Εφετείο δικαίωσε τους επιγόνους του Χρυσοχόου και ακύρωσε τη µετονοµασία. Ισως µοιάζει ασήµαντο αλλά δεν είναι. Τα οδωνύµια λειτουργούν ως µνηµονικοί τόποι, αφηγούνται ιστορίες. Πιεσµένοι από τις χίλιες καθηµερινές ανάγκες προσπερνάµε βιαστικά, δεν τις ακούµε συνειδητά, αλλά µας ποτίζουν ασύνειδα. Κάποτε, όταν αντίπαλες αφηγήσεις διεκδικούν την κεντρική σκηνή, ξετυλίγονται µικροί συµβολικοί πόλεµοι που µας καλούν να διαλέξουµε πλευρά. Ποιος όµως δικαιούται να σηµαίνει τη µνήµη της πόλης; Οι δικαστές σίγουρα όχι. Οι ιστορικοί ασφαλώς, µα ως γνωµοδότες µόνο. Οι πολιτικοί οπωσδήποτε, αρκεί να συνοµιλούν µε τη συλλογική µνήµη. Και η συλλογική µνήµη ενσαρκώνεται στη στάση και τη δράση των πολιτών – έχει δίκιο η Κική.
Ο Χάρης Αθανασιάδςη είναι καθηγητής Δημόσιας Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο