Λόγος για τον «αφανή» στην εθνική μας αφήγηση πρώτο εκλεγμένο πρωθυπουργό Ιωάννη Κωλέττη.
Ολοκληρώνω τούτο το σηµείωµα στον Μαύρο Γάτο, ένα µικρό καφέ στον πεζόδροµο της Κωλέττη στα Εξάρχεια. Με αυτό τον δροµίσκο, µήκους µόλις τριών τετραγώνων, µνηµόνευσε η Αθήνα τον πρώτο εκλεγµένο πρωθυπουργό της χώρας. Παρόµοια ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη, ο Βόλος, το Ηράκλειο, η Λάρισα, σχεδόν κάθε ελληνική πόλη: αν και όταν περίσσευε κάποιο ασήµαντο στριµωγµένο σοκάκι ανέσυραν τον Ιωάννη Κωλέττη από τα αζήτητα της Ιστορίας. Είναι άραγε ο Κωλέττης ο µαύρος γάτος της συλλογικής µας µνήµης;
Σε µια πρόσφατη έρευνα του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών, ο Κωλέττης δεν εµφανίζεται διόλου στον κατάλογο των 20 πρωταγωνιστών της επανάστασης που αποτυπώθηκαν στη µνήµη των σηµερινών Ελλήνων. Και όταν, λίγο πιο κάτω, εισάγεται από τους σχεδιαστές της έρευνας προκειµένου να αποτιµηθεί η συµβολή του στον Αγώνα, έρχεται αναµενόµενα τελευταίος, ενώ στην κορυφή –επίσης αναµενόµενα– στέκεται αγέρωχος ο µεγάλος του αντίπαλος στα χρόνια των εµφυλίων (1823-25), ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Ασφαλώς ούτε στο αστικό τοπίο ευτύχησε ο Κωλέττης. Ενώ ο Κολοκοτρώνης µετράει δώδεκα ανδριάντες, εκ των οποίων οι τέσσερις έφιπποι, και δεκάδες προτοµές σχεδόν σε κάθε πόλη της Ελλάδας, ο Κωλέττης περιορίζεται σε δύο προτοµές και έναν ανδριάντα, όλα στην Ηπειρο, τον τόπο της καταγωγής του. Ετσι µόνο ως ειρωνεία µπορεί να εκληφθεί η φράση µε την οποία ο Κάρολος Παπούλιας έκλεισε το 2005 την οµιλία του στα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα στα Ιωάννινα: «Τον Κωλέττη θα µπορούσε κανείς να τον αγαπήσει ή να τον µισήσει, δεν θα µπορούσε όµως σε καµία περίπτωση να τον αγνοήσει».
Στο σχολείο και στα εγχειρίδια ιστορίας –στον πιο συγκροτητικό µηχανισµό της συλλογικής µνήµης– ο Κωλέττης είτε αγνοείται παντελώς είτε στιγµατίζεται ως αρχιερέας της διχόνοιας. Βέβαια, ως πρώτος εκλεγµένος πρωθυπουργός (1844-47) συνεισέφερε ουσιωδώς στη θεσµοθέτηση και εφαρµογή του κοινοβουλευτισµού και ευρύτερα τη νοηµατοδότηση του νέου ελληνισµού ως πολιτικού έθνους. Ταυτόχρονα, στην προσπάθειά του να περιορίσει τη διαµάχη αυτοχθόνων – ετεροχθόνων συνέλαβε και διατύπωσε τη Μεγάλη Ιδέα έτσι που –άθελά του ίσως– ενίσχυσε την πολιτισµική ανάγνωση του έθνους των Ελλήνων: ένα έθνος που εκτείνεται εκτός της κοινότητας των πολιτών, εκτός των συνόρων του κράτους και φλογίζει τα όνειρα ενός κόσµου απροσδιόριστου πληθυσµιακά και ασαφούς γεωγραφικά που αναµένει την απολύτρωσή του. Συνειδητά ή ασύνειδα, δουλεύοντας µε τους όρους και τους περιορισµούς της εποχής του, ο Κωλέττης ανήκει σε όσους σµίλεψαν τα πολιτικά και ιδεολογικά θεµέλια της σύγχρονης Ελλάδας.
Ολα αυτά όµως είναι αναλύσεις κατάλληλες για επιστηµονικά συνέδρια. Τα σχολικά εγχειρίδια σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα νοιάζονταν να ενσταλάξουν φρόνηµα εθνικό, που σήµαινε µαχητικό, ετοιµοπόλεµο. Η σχολική ιστορία ήταν µια ιστορία πολέµων, η επανάσταση µια σειρά από ένδοξες νίκες και τραυµατικές ήττες. Ωστόσο, η δράση του Κωλέττη στα πεδία των µαχών υπήρξε µικρή, ενώ η επιτελική συνεισφορά του ως µίνιστρος (υπουργός) Πολέµου ήταν δύσκολο να αποτιµηθεί – και σίγουρα όχι σε επίπεδο δηµοτικού.
Στο γυµνάσιο και το λύκειο µπορούσε κανείς, εάν επέµενε αρκετά, να βρει σύντοµες αναφορές στα συντάγµατα του Αγώνα, στο σύνταγµα του 1844 και στη Μεγάλη Ιδέα ως κυρίαρχη ιδεολογία, µα ο Κωλέττης δεν κατοικούσε εκεί – ο φυσικός του χώρος ήταν οι εµφύλιες διαµάχες. ∆ιότι οι ήρωες, ο Κολοκοτρώνης και ο Καραϊσκάκης, δεν θα ενέδιδαν ασφαλώς στη δολερή διχόνοια εάν έλειπε ο Κωλέττης, ένας «ανήρ λαϊκής πονηρίας, καιροσκόπος και νηφάλιος και αναµονητικός», ένας δολοπλόκος που υπέθαλπε τοπικισµούς και αντιζηλίες ώστε να εξουδετερώνει τους αντιπάλους του και να εδραιώνει την εξουσία του. Ετσι άλλωστε δεν εµφανιζόταν και στη «Μαντώ Μαυρογένους», τη µεγαλόστοµη ταινία του 1971, και στον «Μεγάλο ξεσηκωµό», το ξεχασµένο τώρα πια σίριαλ του 1977;
Λέγεται πως την ιστορία γράφουν οι νικητές. Ο Κωλέττης εξήλθε νικητής στους ανταγωνισµούς για τον έλεγχο και τον προσανατολισµό της επανάστασης, µα την ιστορία την έγραψε ο φυλακισµένος Κολοκοτρώνης. Κυριολεκτικά (διά του Τερτσέτη) και συµβολικά, διά της κυριαρχίας του στη συλλογική µας µνήµη. Ας τολµήσουµε ένα νοητικό πείραµα: τι θα γινόταν εάν στον δεύτερο εµφύλιο έβγαινε νικητής ο Κολοκοτρώνης; Πιθανότατα θα φυλάκιζε τους αντιπάλους του και θα εδραίωνε εκείνος την πολιτική του εξουσία. Οι συµπάθειες τότε ηµών των επιγόνων ίσως κατευθύνονταν στους διωκόµενους, ενώ η πεζή διαχείριση των υποθέσεων του κράτους θα αφαιρούσε από τους νικητές την αχλή του µύθου.
Σε αντίθεση µε τον Κολοκοτρώνη, ο Κωλέττης δεν έγραψε αποµνηµονεύµατα – θα ήταν µάταιο να πάλευε για την ατοµική του υστεροφηµία. Πάλεψε όµως για την καταξίωση του αντίπαλου δέους: του Καραϊσκάκη. Φιλοτεχνώντας τον µύθο του Ρουµελιώτη οπλαρχηγού αποζήτησε τη δική του πολιτική δικαίωση. ∆εν αστόχησε. Αποκαθαρµένος από τα καπάκια και τους εµφυλίους, ο Καραϊσκάκης χαράχτηκε στη συλλογική µας µνήµη σαν τον Αϊ-Γιώργη που, ελαύνων έφιππος προς την Ακρόπολιν, ποδοπατά τον δράκοντα Τούρκο. Από αυτή την άποψη ο ατρόµητος Γεώργιος Καραϊσκάκης µπορεί να ιδωθεί ως η µετωνυµία του υποχθόνιου Ιωάννη Κωλέττη.
Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.