Χάρης Αθανασιάδης: Γιορτάζοντας την αντίσταση

Χάρης Αθανασιάδης: Γιορτάζοντας την αντίσταση
Μαξ Ερνστ, «Η Ευρώπη μετά τη βροχή ΙΙ», 1940-42

Πώς μας ενώνει και πώς μας δονεί το πνεύμα της εξέγερσης και πώς μας «διαιρεί» και μας απωθεί η διαχείριση της νηνεμίας.

ΟΕλληνοϊταλικός Πόλεµος κράτησε περίπου έξι µήνες, από τον Οκτώβριο του 1940 έως τον Απρίλιο του 1941. Το αποτύπωµά του όµως στη συλλογική µας µνήµη υπήρξε βαθύ, αντέχει έως σήµερα. Εγραψα «αποτύπωµα», µα καλύτερα ταιριάζει ο πληθυντικός. ∆ιότι αν στις επίσηµες τελετουργίες (παρελάσεις, καταθέσεις στεφάνων, σχολικές γιορτές) επιβλήθηκε µνηµονική ενότητα, στην ευρύτερη δηµόσια σφαίρα ξεδιπλώνονται τουλάχιστον δύο αφηγήσεις που ενίοτε τέµνονται, µα συχνότερα αποκλίνουν. Η πρώτη εκκινεί από τη ∆εξιά, η δεύτερη από την Αριστερά. Και οι δυο αρθρώνονται ως απαντήσεις σε τρία κοµβικά ερωτήµατα.

Ποιος είπε το «όχι», ο Μεταξάς ή ο λαός; Η δεξιά αφήγηση επικεντρώνεται στον ρόλο της πολιτικής ελίτ: υπογραµµίζει τη γεωστρατηγική οξύνοια του Μεταξά, την εκτίµησή του πως εάν η Ελλάδα προσχωρήσει εκουσίως «εις την Νέαν Τάξιν», θα τριχοτοµηθεί· ενώ αν ταχθεί µε την πλευρά των Αγγλων, στο τέλος του πολέµου θα κερδίσει τα ∆ωδεκάνησα – διότι ο Τσόρτσιλ υποσχέθηκε: «Μαζί θα µοιρασθώµεν την νίκην». Η αριστερή αφήγηση αντιστρέφει το επιχείρηµα: η άρνηση του Χίτλερ να εγγυηθεί την ακεραιότητα της Ελλάδας δεν άφησε περιθώριο για τη φιλική προς τον Αξονα ουδετερότητα που θέλησε ο Μεταξάς. Η ενδόµυχη επιθυµία του να συντονιστεί µε τα ινδάλµατά του αναβλύζει ως παράπονο στις προσωπικές του εγγραφές: «Αν ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι αγωνίζονταν πραγµατικά για την ιδεολογία που υψώσανε για σηµαία, έπρεπε να υποστηρίζουν παντού την Ελλάδα µε όλη τους τη δύναµη», διότι «η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικοµµουνιστικό […] αντικοινοβουλευτικό […] ολοκληρωτικό». Σύρθηκε λοιπόν ο δικτάτορας απρόθυµα σε µια σύγκρουση µε τη βεβαιότητα της ήττας. Η απρόσµενη νίκη δεν ανήκε λοιπόν σε αυτόν· ανήκε στους φαντάρους που πολέµησαν µε αυταπάρνηση και στον λαό που στήριξε υλικά και ηθικά τον αγώνα τους.

Παρά τις διαφορετικές αφετηρίες, η κάθε πλευρά δεν αρνείται συνολικά την αντίπαλή της. ∆εν ήταν λίγες οι φορές που η Αριστερά, απαντώντας σε επικρίσεις εθναµυντόρων, θύµιζε το πρώτο γράµµα του Ζαχαριάδη, που παρότι φυλακισµένος καλούσε «ο κάθε βράχος, η κάθε ρεµατιά, το κάθε χωριό […] να γίνει φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα». Στο ίδιο γράµµα όµως αναγνώριζε τον εκ των πραγµάτων καθοριστικό ρόλο του δικτάτορα: «Στον πόλεµο αυτό που διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά όλοι µας πρέπει να δώσουµε όλες µας τις δυνάµεις, δίχως επιφύλαξη». Από την άλλη, η ∆εξιά δεν αρνείται τον ρόλο του λαού, απλώς ενώνει φτώχεια, ευηµερία και ελίτ υπό τη σκέπη του έθνους και τονίζει τη στρατιωτική εκδοχή του αγώνα: του ∆αβάκη τα ξεφτέρια.

Ηταν πόλεµος µονάχα εθνικός ή και πόλεµος αντιφασιστικός; Εδώ η Αριστερά πλεονεκτεί, εφόσον µετά την εισβολή των Γερµανών αυτή κυρίως οργάνωσε την αντίσταση και συνέχισε τον αγώνα. Στον αντίποδα της περιόδου Μεταξά, όταν εθνικό ήταν το φασιστικό, η εποποιία του ΕΑΜ νοηµατοδότησε το εθνικό ως αντιφασιστικό. Αντιθέτως, η ∆εξιά περιέπεσε στο αµάρτηµα που έκτοτε την ακολουθεί ως ενοχή αφόρητη, καθότι ατιµώρητη και ακόµη ανοµολόγητη: συνεργάστηκε µε τις δυνάµεις της Κατοχής. ∆εν συνεργάστηκαν βέβαια όλοι οι δεξιοί µε τους κατακτητές· µα όσοι συνεργάστηκαν ήταν µόνο δεξιοί. Ακριβώς γι’ αυτό η µεταπολεµική ∆εξιά επινόησε την πιο µισαλλόδοξη εκδοχή του ελληνικού έθνους, εξοβελίζοντας µαζί µε τους εθνοτικά άλλους και τους πολιτικούς της αντίπαλους: εθνικό είναι πλέον το αντικοµµουνιστικό. Την κατοχική ενοχή και τη µεταπολεµική εθνικοφροσύνη µπορεί κανείς να τις διακρίνει ακόµη στα ρητά και τα άρρητα ορισµένων επετειακών διαγγελµάτων: το 1940 οι Ελληνες αντιτάχθηκαν στις δυνάµεις του µίσους και της βίας – γενικώς και αορίστως.

Γιατί τελικά γιορτάζουµε την έναρξη του πολέµου και όχι το τέλος του; Εάν µεταπολεµικά η χώρα ακολουθούσε τη µοίρα των άλλων ευρωπαϊκών κρατών, η απελευθέρωση της Αθήνας (12 Οκτωβρίου 1944) θα ήταν ίσως εθνική επέτειος, ηµέρα γιορτής αυτή και όχι η έναρξη του πολέµου. Στην Ελλάδα όµως ξέσπασε το θερµό επεισόδιο που προανήγγειλε τον Ψυχρό Πόλεµο. Ο Εµφύλιος σήµανε την πολιτική ήττα της Αριστεράς µα ταυτόχρονα και τον ιδεολογικό εκφυλισµό της ∆εξιάς – επιτεύγµατα που λιγοστοί νοσταλγούν.

Αντίθετα, στην αρχή του πολέµου η στράτευση υπήρξε οµόθυµη, η αντίσταση ηρωική και η έκβαση νικηφόρα – η πρώτη νικηφόρα ενάντια στις δυνάµεις του Αξονα σε ολόκληρη την Ευρώπη. ∆εν είναι µικρό, δεν είναι λίγο. Υπάρχει όµως κάτι βαθύτερο, ένα µοτίβο που ξεπερνά τη συγκυρία. Αρκεί να σκεφτούµε πως και οι τρεις επίσηµες επέτειοι επικεντρώνονται στην εναρκτήρια σεκάνς και όχι στο χάπι εντ. Γιορτάζουµε την Επανάσταση του ’21, όχι την ίδρυση του ελληνικού κράτους· το έπος του ’40, όχι την απελευθέρωση του ’44· το Πολυτεχνείο του ’73, όχι τη δηµοκρατία του ’74. Και από τις παλαιές ξεχασµένες την 3η Σεπτεµβρίου του 1843, όχι το σύνταγµα του 1844. Ισως, από µια αρκετά λοξή µατιά, να είχε κάποιο δίκιο ο Σβορώνος. Η ανάταση της εξέγερσης µας συνεπαίρνει περισσότερο από τη διαχείριση της νηνεµίας.

Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

Documento Newsletter