Χάρης Αθανασιάδης: Εμφυλες μαθητικές στολές

Μαθητές της Ζωσιμαίας Σχολής στα Γιάννενα φωτογραφίζονται με τον καθηγητή τους Σπυρίδωνα Καρακίτσο μετά το τέλος της παρέλασης της 25ης Μαρτίου 1956 (πηγή: zosimaia.gr/)

Από τις ποδιές και το πηλήκιο στη διεκδίκηση του δικαιώματος στις ενδυματολογικές επιλογές μαθητριών και μαθητών.

Την Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2022 στο Μουσικό Σχολείο Ιλίου ένας µαθητής της Α΄ γυµνασίου µπήκε στην τάξη φορώντας φούστα. Ο καθηγητής αντέδρασε προσβλητικά, τον αποκάλεσε «ντροπή της κοινωνίας», αλλά µαθητές και µαθήτριες στάθηκαν στο πλευρό του: προσήλθαν την εποµένη µε εµφάνιση ανεστραµµένη: τα αγόρια µε φούστες, τα κορίτσια µε κοστούµια και γραβάτες. Το επεισόδιο έληξε, αλλά εκ των πραγµάτων άνοιξε ένα τρίτο κεφάλαιο στο παλαιό ζήτηµα της σχολικής ενδυµασίας.

Το πρώτο κεφάλαιο αφορούσε αποκλειστικά τα αγόρια και ξεκίνησε παλιά, τον µακρινό 19ο αιώνα. Στις 8 Μαΐου του 1876 ο Γεώργιος Μιλήσης, υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Κουµουνδούρου, θέσπισε την εισαγωγή της µαθητικής στολής στα λιγοστά τότε γυµνάσια και τα λεγόµενα ελληνικά σχολεία. Ως φαίνεται από την περιγραφή, κύριος στόχος ήταν η οικείωση των µαθητών µε το στρατιωτικό πνεύµα: την οµοιοµορφία, την πειθαρχία, την αποδοχή του ελέγχου σε όλες τις εκφάνσεις του βίου. ∆ιόλου αταίριαστα όλα αυτά µε την εποχή εκείνη· βρισκόµαστε στις απαρχές της ταχείας ανόδου του ελληνικού εθνικισµού που θα κορυφωθεί µε τον «ατυχή» ελληνοτουρκικό πόλεµο του 1897.

Οι έφηβοι µαθητές όφειλαν να φορούν εντός και εκτός σχολείου µια στολή που προσιδίαζε σε εκείνη των σπουδαστών της Σχολής Ευελπίδων, των µελλοντικών αξιωµατικών του στρατού: γκρι παντελόνι µε χρυσή ταινία κατά µήκος των εξωτερικών ραφών· πάνω σκούρο µπλε «ιµάτιον» µε χρυσές επωµίδες και ορειχάλκινα κουµπιά. Την εικόνα συµπλήρωνε ο «πίλος», ένα κασκέτο «όµοιον τω στρατιωτικώ», αλλά µε γλαύκα στη θέση του στέµµατος. Απ’ όσο γνωρίζουµε, η στολή στην πλήρη εκδοχή της δεν πολυφορέθηκε. Σε βάθος χρόνου επιβίωσε και γενικεύτηκε µονάχα ο «πίλος», το περιβόητο πηλήκιο, που έγινε το σήµα κατατεθέν των γυµνασιοπαίδων για σχεδόν έναν αιώνα. Στη δεκαετία του 1960, όµως, νέες σειρήνες γοήτευαν τη µαθητιώσα νεολαία, κυρίως εκείνη των πόλεων. Το ολοένα και πιο χαλαρό στιλ των κινηµατογραφικών ειδώλων θα εκβάλει σε µια ροκ και χίπικη αισθητική καταµεσής της χούντας. Ετσι, όταν η αυστηρότητα της σχολικής ζωής χαλάρωσε κι αυτή –µε την εκπαιδευτική µεταρρύθµιση Παπανούτσου (1964-65)–, το µαθητικό πηλήκιο αφέθηκε οριστικά στη ναφθαλίνη.

Μαθήτριες με ποδιά με τον τρόπο του Βασίλη Γιοκουσκουμτζόγλου

Το δεύτερο κεφάλαιο, πιο γνωστό, αφορούσε µόνο τα κορίτσια. Οσες είναι σήµερα γύρω στα 55 τους χρόνια σίγουρα δεν έχουν ξεχάσει τη χαρά, ανακατεµένη µε αγωνία, που ένιωθαν όταν 15άχρονες, τη ∆ευτέρα 8 Φεβρουαρίου του 1982, ξεκίνησαν για το σχολείο πολύχρωµες για πρώτη φορά. Κάποιες πιο διστακτικές συνέχισαν να φορούν για µερικές ακόµη ηµέρες την µπλε «ποδιά» µε τον λευκό γιακά, συχνά κορδέλα στα µαλλιά και σοσόνια ή ψηλές έως το γόνατο λευκές κάλτσες. Η καταθλιπτική εκείνη οµοιοµορφία κρατούσε γερά, αν και οι µοδάτες ποδιές της µεταπολίτευσης (το όνειρο των κοριτσιών άκουγε στο όνοµα «Τσεκλένης») απείχαν πολύ από τις άχαρες µαύρες ποδιές της δεκαετίας του ’50. Οι µέριµνες στην περίπτωση των κοριτσιών δεν ήταν ασφαλώς εθνικές αλλά ηθικές. Η σεµνότης ήταν το ζητούµενο· κορασίδες ενδεδυµένες µε αιδώ και σωφροσύνη. Από εκεί και ο ηθικός πανικός κάθε χρόνο λίγο πριν από τις γυµναστικές επιδείξεις των µαθητριών. Η αθλητική τους περιβολή, οι προπολεµικές «φουφούλες» µε λαστιχάκια που έσφιγγαν κάτω από τα γόνατα, κόντυναν επικίνδυνα µεταπολεµικά, αναγκάζοντας το 1953 τον Κωνσταντίνο Καλλία, υπουργό Παιδείας στην κυβέρνηση Παπάγου, να πάρει το υποδεκάµετρο: το όριο ανοχής τέθηκε στα δέκα εκατοστά πάνω από το γόνατο. Το πρώτο βήµα προς τη χειραφέτηση, ο εκσυγχρονισµός της µαθητικής ποδιάς, ήρθε τελικώς εκ των άνω: το 1965 ο Παπανούτσος αντικατέστησε το µοναστηριακό µαύρο µε το µπλε της θάλασσας, έµµεση αναφορά στην ελληνικότητα της γενιάς του ’30. Αντίθετα, η πλήρης αποτίναξη της ποδιάς ήρθε από τα κάτω, έφερε τη σφραγίδα του φεµινιστικού κινήµατος της µεταπολίτευσης και υπήρξε προάγγελος όσων ακολούθησαν: ισοτιµία αντρών και γυναικών, κατάργηση της προίκας, αποποινικοποίηση της µοιχείας και νοµιµοποίηση των αµβλώσεων.

Ας ξαναγυρίσουµε στο επεισόδιο του µουσικού σχολείου. Το επίδικο είναι ξανά η µαθητική ένδυση, µα δεν τίθεται ζήτηµα στολής· δεν είναι η σφυρηλάτηση κάποιας συλλογικής ταυτότητας το ζητούµενο. Συµβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η διεκδίκηση κατατείνει σε µεγαλύτερο άνοιγµα της βεντάλιας ώστε να χωρέσουν οι έµφυλοι αυτοπροσδιορισµοί. Κάποιοι επισήµαναν το γεγονός πως το υπουργείο Παιδείας, το ίδιο που υπονοµεύει ποικιλότροπα τη δηµόσια εκπαίδευση, στην περίπτωση αυτή τάχτηκε ανεπιφύλακτα υπέρ του µαθητή. Πρόκειται άραγε για ανώδυνη εξέγερση, βολική για την εξουσία, διότι µεταθέτει την προσοχή από τα ουσιώδη στα δευτερεύοντα; Μήπως η πρόταξη της ατοµικής ταυτότητας, ακόµη και της πιο ρηξικέλευθης, είναι περισσότερο συµβατή µε τη νεοφιλελεύθερη κουλτούρα από όσο υποθέταµε; Από την άλλη, οι µαθητές συγκροτήθηκαν σε συλλογικό υποκείµενο µε αφορµή αυτό το γεγονός και όχι για τις υποδοµές του σχολείου – για την ταυτότητα και όχι για την αναδιανοµή. Συνέβη άραγε επειδή είναι τρέντι το «je suis…»; Και τι θα γίνει αν αντίπαλες σκοτεινές ταυτότητες διεκδικήσουν χώρο στο όνοµα των δικαιωµάτων; Νέες εποχές, νέα πεδία σύγκρουσης και διαπραγµάτευσης.

Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής Δημόσιας Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.