Στον τόπο όπου υλοποιήθηκε η μνημειακή αρχιτεκτονική αντίληψη της εμπορευματικής τάξης.
Στις 22 Σεπτεµβρίου του 1907 η πλατεία της Ερµούπολης είχε γεµίσει ασφυκτικά. Στην παλιά φωτογραφία µπορεί κανείς να διακρίνει ανάµεσα στο πλήθος αρκετά καπέλα bowler, χαρακτηριστικά της µεσαίας επιχειρηµατικής τάξης, κάµποσα ηµίψηλα και άλλες τόσες τραγιάσκες, σύµβολα των δύο άκρων της κοινωνικής κλίµακας, αλλά και πολλά θερινά ψαθάκια που φορέθηκαν τότε πολύ υπονοµεύοντας κάπως τις παγιωµένες ενδυµατολογικές οχυρώσεις. Οι γυναίκες, λιγότερες από τους άντρες µα όχι λιγοστές, διακρίνονται από τα στολισµένα πλατύγυρα ή τις οµπρέλες-κρινολίνα. Ασφαλώς, η πλατεία γέµιζε κάθε Κυριακή, ήταν ο βασικός χώρος εξόδου, κοινωνικής διάδρασης, πολιτικών αντιπαραθέσεων και διακριτικού φλερτ.
Τούτη την Κυριακή όµως υπήρχε ένας επιπλέον λόγος: τα εγκαίνια της νέας Μουσικής Εξέδρας που αντικατέστησε την παλαιά ξύλινη και πολυκαιρισµένη. Η νέα εξέδρα ήταν αναµφίβολα αντάξια της πόλης. Υπερυψωµένη περί τα δύο µέτρα από το επίπεδο της πλατείας, κατασκευασµένη ολόκληρη από πεντελικό µάρµαρο, σχηµάτιζε ένα κανονικό δεκάγωνο µε µπρούντζινο φανοστάτη σε κάθε κορυφή του – περιµετρικά τις πλευρές του κοσµούσαν ωραία ανάγλυφα του Απόλλωνα και των εννέα Μουσών. Σύντοµα η Ορχήστρα των Φιλόµουσων πήρε τη θέση της, ξεκίνησε µε τον «Υµνο εις την ελευθερίαν» και ύστερα γέµισε την ατµόσφαιρα µε νότες από τη «Νόρµα» του Μπελίνι και τον «Τανχόιζερ» του Βάγκνερ.
Οι φιλαρµονικές ήταν µια από τις ορατές πινελιές του αστικού τρόπου ζωής και η Ερµούπολη του 19ου αιώνα, µια ανθηρή εµπορική πόλη, µπορούσε να περηφανευτεί πως δοµήθηκε πάνω και γύρω από έναν σκληρό πυρήνα αστικών αξιών. Στη µεγάλη λιθόστρωτη πλατεία της δεσπόζει επιβλητικό το ∆ηµαρχείο, το σύµβολο της κοσµικής εξουσίας, η πηγή της πολιτικής νοµιµοποίησης. Για τον σχεδιασµό του κλήθηκε το 1876 ο Τσίλλερ, την εποχή που είχε φτάσει στη δηµιουργική και θεσµική του κορύφωση – ήδη είχε διοριστεί καθηγητής στην αρχιτεκτονική σχολή. Για την εκτέλεση του σχεδίου χρειάστηκαν 26 χρόνια, µα το αποτέλεσµα δικαίωσε την επιµονή του πανίσχυρου δηµάρχου της, του µεγαλέµπορου και τραπεζίτη ∆ηµητρίου Βαφιαδάκη: µια µνηµειακή κατασκευή που όµοιά της δεν κοσµούσε άλλη ελληνική πόλη.
Το ∆ηµαρχείο πλαισιώνεται µε τα αναγκαία στηρίγµατα της (κάθε) εξουσίας: δεξιά το έξοχο κτίριο που στέγαζε τη Λέσχη Ελλάς, τη βασική έκφραση αυτού που σήµερα ονοµάζουµε κοινωνία των πολιτών. Αριστερά, λιτή και δωρική η έδρα της χωροφυλακής – η αστική τάξη κατείχε το έννοµο µονοπώλιο της βίας και αυτό έπρεπε να είναι ορατό και αυτονόητο (τώρα στεγάζεται εκεί το Ιστορικό Αρχείο). Στις καθέτους της πλατείας, τα τοπόσηµα της οικονοµίας και της διανόησης, της ύλης και του πνεύµατος: αριστερά το ∆ηµοτικόν Παντοπωλείον, µια περίκλειστη αγορά, και δεξιά το Λύκειο Ευαγγελίδη, φυτώριο πολλών επιφανών όπως ο ∆ηµήτριος Βικέλας και ο Εµµανουήλ Ροΐδης. Παρόµοια το Γυµνάσιο –πίσω αριστερά από το ∆ηµαρχείο– που ιδρύθηκε από τον δήµο το 1834 προτού ακόµη θεσµοθετηθεί το κρατικό εκπαιδευτικό σύστηµα. Κλήθηκε µάλιστα να το διευθύνει ο πρωτοπόρος παιδαγωγός Νεόφυτος Βάµβας, ενώ ανάµεσα στους αποφοίτους του θα βρούµε τον Χαλεπά, τον Βολανάκη, τον Αριστοµένη Προβελέγγιο και τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Αντιστικτικά µε το Γυµνάσιο (πίσω δεξιά από το ∆ηµαρχείο) υψώνεται το Θέατρο Απόλλων (1864). Με την περίτεχνη σύνθεση σκηνής, θεωρείων και υπερώου θα ικανοποιήσει τη διψασµένη για αίγλη πόλη του Ερµή – πρόκειται για «µικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνου» επαίρονται ακόµη οι ντόπιοι.
Ολες αυτές οι δυτικότροπες επιλογές απαιτούσαν ασφαλώς µια εµβληµατική µορφή που θα υπογράµµιζε την οµαλή ελληνική τους δεξίωση. Και αδιαµφισβήτητη ελληνικότητα παρείχαν τότε µόνον οι ήρωες του Εικοσιένα. Η Αθήνα θα επιλέξει τον «γέρο του Μοριά», τον πατέρα του έθνους· ο Πειραιάς τον αρµατολό της Ρούµελης, τον πιο ατίθασο του Αγώνα. Η Ερµούπολη διεκδίκησε αυτόν που πολύ της ταίριαζε: τον έµπορο των µεγάλων θαλάσσιων δρόµων και ναύαρχο του επαναστατικού στόλου. Στις 23 Απριλίου του 1889 ο Ανδρέας Μιαούλης στήθηκε µε τιµές στον κάθετο άξονα της πλατείας, στραµµένος προς τη θάλασσα. Κρατώντας στιβαρά µε το αριστερό του χέρι το πηδάλιο και στο δεξί του το ναυτικό κιάλι, ατενίζει ήρεµα τον ορίζοντα, υπενθυµίζοντας την εξωστρέφεια της πόλης.
Τι είναι άραγε αυτό που ανέδειξε την Ερµούπολη του 19ου αιώνα σε πρότυπη αστική πόλη; Πολλά ασφαλώς, µε πρώτες τη γεωγραφική θέση και την ιστορική συγκυρία, µα εδώ θα ήθελα να αναδείξω κάτι που υπήρξε νοµίζω καταλυτικό. Το γεγονός ότι δοµήθηκε εξαρχής ως πόλη προσφύγων και παρέµεινε για καιρό ανοιχτή στους πρόσφυγες και στις προκλήσεις δίχως τις καθηλώσεις που δηµιουργούν οι παγιωµένες δοµές και παραδόσεις. Ακόµη και σήµερα ο επισκέπτης του καλοκαιριού εύκολα διακρίνει µια ασυνήθιστη ζωτικότητα και καλλιέργεια να αναβλύζουν από τους πόρους της πόλης. Με λίγη προσοχή ίσως διαπιστώσει πως και σήµερα οφείλει πολλά στους επήλυδες: σε καλλιτέχνες, επιστήµονες και επιχειρηµατίες που έλκονται από την ιστορία της και επενδύουν σε αυτήν χρήµα, χρόνο και στοχασµό. Ναι, αγαπητέ αναγνώστη, οµολογώ! Βρίσκοµαι διακοπές στην Ερµούπολη.