Η ύποπτη αφέλεια της γραμμικής ανάγνωσης της ιστορίας, η εξέγερση του Πολυτεχνείου που αφαίρεσε το οξυγόνο από τη χούντα και η οξυδέρκεια της εγχώριας φιλελεύθερης διανόησης.
«Η κατάληψη-εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν έριξε τη χούντα. […] Η βίαιη καταστολή του Πολυτεχνείου ήταν η αρχή μόνον ενός πράγματος: της χούντας του Ιωαννίδη, που ήταν πολύ χειρότερη από του Παπαδόπουλου. […] Το Πολυτεχνείο έφερε σε μεγάλο βαθμό τον Ιωαννίδη, ο Ιωαννίδης το πραξικόπημα στην Κύπρο και αυτό ήταν η αιτία που δημιούργησε τον Αττίλα. […] χωρίς το Πολυτεχνείο και την αλυσίδα γεγονότων που ξεκίνησε, κατά πάσα πιθανότητα […] η τραγωδία της Κύπρου δεν θα είχε συμβεί».
Παρόμοιοι συλλογισμοί (που ξεδιπλώνονται κατά καιρούς από διανοούμενους του φιλελεύθερου χώρου) μοιάζουν συμβατοί με τα ιστορικά γεγονότα, μα δύσκολα αντέχουν σε προσεκτική εξέταση. Ο συγγραφέας του αποσπάσματος, ισχυρίζεται αρχικά πως το Πολυτεχνείο δεν προκάλεσε την πτώση της δικτατορίας, αλλ’ αντιθέτως τη σκλήρυνσή της – αυτή ήταν η μόνη συνεισφορά του. Στη συνέχεια όμως κατασκευάζει μια αλυσίδα γεγονότων που συνδέει αιτιακά την εξέγερση των φοιτητών με την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο – άρα αποδέχεται τις μακροπρόθεσμες συνέπειές της. Αλλά τότε ο επόμενος κρίκος είναι ασφαλώς η κατάρρευση της χούντας – αυτόν τον ξεχνάει. Με άλλα λόγια, αν ήθελε να είναι συνεπής στον συλλογισμό του, θα έπρεπε να δεχθεί πως το Πολυτεχνείο αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα μιας σειράς γεγονότων που απέληξε στην πτώση της χούντας, έστω και αν αυτή η σειρά περιλάμβανε επίσης την κυπριακή τραγωδία. Φαίνεται όμως πως μόνη του έγνοια ήταν να συνδέσει το Πολυτεχνείο με τις αρνητικές εξελίξεις (τον Ιωαννίδη και την τραγωδία της Κύπρου), αλλά όχι με τη θετική κατάληξη (την κατάρρευση της χούντας).
Οι συλλογισμοί αυτού του τύπου πάσχουν, ωστόσο, από κάτι βαθύτερο: κατανοούν την ιστορία γραμμικά, ως ντόμινο όπου το κάθε γεγονός προκύπτει ευθύγραμμα, αυτόματα και αδιαμεσολάβητα από το αμέσως προηγούμενό του. Έτσι μοιάζει λογικό η εισβολή του Αττίλα να προκαλέσει αυτομάτως την κατάρρευση της xούντας, ως εάν οι αδίστακτοι βασανιστές της ΕΣΑ, αυτοί που έστειλαν χιλιάδες πολίτες σε φυλακές και εξορίες, να ένιωσαν αίφνης αβάσταχτες τύψεις για το αποτέλεσμα της δράσης τους στην Κύπρο και αυτοθέλητα παραδόθηκαν στη δημοκρατία – μάλιστα δίχως όρους, άρα με ισχυρή την πιθανότητα να πληρώσουν τα επίχειρα.
Η παράλυσή τους όμως ήρθε μονάχα όταν απέτυχε παταγωδώς η γενική επιστράτευση την οποία είχαν κηρύξει, όταν δηλαδή η επίκληση του εξωτερικού κινδύνου αντί για λαϊκή συσπείρωση, αποδιάρθρωσε και αυτόν τον σκληρό πυρήνα του καθεστώτος, τον στρατό: «Η ίδια η εμφάνιση [των επίστρατων] ήταν ντε φάκτο άρνηση της στρατιωτικής πειθαρχίας. Οι προσπάθειες της ιεραρχίας να αλλάξει αυτή την εμφάνιση συνάντησε αποτελεσματική αντίσταση. Κανένας δεν έκοψε τα μαλλιά ή το μούσι του. Η πατριωτική προπαγάνδα τους άφηνε αδιάφορους. Δεν έβρισκαν κανένα νόημα στον πόλεμο. […] Ήταν φανερό ότι σε περίπτωση σύρραξης, οι λιποταξίες καθώς και οι εκτελέσεις αξιωματικών θα έπαιρναν μεγάλες διαστάσεις» (Στέργιος Κατσαρός, Εγώ ο προβοκάτορας…, εκδ. Ισνάφι, Ιωάννινα 2008).
Αυτή ακριβώς υπήρξε η ουσιώδης συνεισφορά του Πολυτεχνείου: αφαίρεσε το οξυγόνο που συντηρούσε στη ζωή τη δικτατορία, διέλυσε τα τελευταία ίχνη νομιμοποίησης. Προς στιγμήν μάλιστα λειτούργησε ως καταλύτης για την έξοδο των πολλών από τον φόβο. Παρότι μαχητική στήριξη δεν υπήρξε, οι καμπάνες στις συνοικίες χτυπούσαν, οι ερασιτέχνες των ερτζιανών αναμετέδιδαν το σταθμό των ελεύθερων αγωνιζόμενων και κάμποσες χιλιάδες Αθηναίοι τόλμησαν ένα πέρασμα από την Πατησίων. Ακόμη και η λογοκρισία του Τύπου προς στιγμήν αναιρέθηκε: «Στις κρίσιμες αυτές ώρες, υποδηλώνεται πόσον ασύμφορη είναι η εμμονή σε αυταρχικά καθεστώτα. Ο ελληνικός λαός στο σύνολό του, καθώς και οι πραγματικοί του φίλοι στην Ευρώπη, επιθυμούν την πολιτική γαλήνη για τον τόπο μας [την] δημοκρατικήν ομαλότητα που θα ετερμάτιζε μιαν αποδεδειγμένα μη βιώσιμη κατάσταση» («Το δίδαγμα», Το Βήμα, 17 Νοεμβρίου 1973). Στις επόμενες ημέρες βέβαια ο φόβος επέστρεψε, η όποια ανοχή όμως διά παντός εξαχνώθηκε.
Εκείνο συνεπώς που παραβλέπουν οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι είναι ο κρίσιμος ρόλος των κοινωνικών κινημάτων. Όχι ο άμεσα λειτουργικός, ο εργαλειακός ρόλος τους – αυτός συχνά είναι μικρός. Η λειτουργία των κινημάτων είναι ευρύτερη και μακροπρόθεσμη: μεταβάλλουν τις κυρίαρχες προσλήψεις του κόσμου, αναδιατάσσουν τις παγιωμένες ιεραρχήσεις, αναμορφώνουν τις αξίες που προσανατολίζουν τους πολλούς. Όλα αυτά δουλεύουν πάντοτε σε δεύτερο χρόνο, μέσα από διαδρομές τεθλασμένες – οι κοινωνίες δεν αντιδρούν αυτόματα και προβλέψιμα σαν τον σκύλο του Παβλώφ. Το Πολυτεχνείο επηρέασε τις εξελίξεις ακόμα και μέσω των ελίτ, ορίζοντας τους όρους και τα όρια των κινήσεών τους – ο Καραμανλής του 1974 δύσκολα θα μπορούσε να αγνοήσει τα πλήθη που κραύγαζαν «Δώστε τη χούντα στο λαό».
Δεν έχουμε λόγους να αμφισβητούμε την οξυδέρκεια της εγχώριας φιλελεύθερης διανόησης. Ακριβώς όμως γι’ αυτό έχουμε λόγους να αμφισβητούμε την έγνοια της για μια έγκυρη περιγραφή και εξήγηση του Πολυτεχνείου. Ίσως η στάση των εραστών της τυπικής νομιμότητας να απορρέει τελικά από τον σύγχρονο στόχο τους: απομειώνουν τα κινήματα του παρελθόντος, διότι επιθυμούν ένα μέλλον δίχως αυτά.
Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.