Από το πνεύμα του Διαφωτισμού σε αυτό του βυζαντινού κληρικαλισμού: το ελέω θεού έθνος ή μια ιστορική τερατολογία.
Το 1911 πάνω σε ένα φτηνό χαρτόνι ο Θεόφιλος, ο λαϊκός µας ζωγράφος, ζωντάνευε τον Ρήγα µε τον Κοραή να ανασηκώνουν την Ελλάδα που έµενε ξέπνοη αιώνες ανάµεσα στους τσακισµένους κίονες των αρχαίων ναών. Αν και εξουθενωµένη, µε το κορµί της γεµάτο από τα δήγµατα των τυράννων, η Ελλάδα θα ανανήψει µε τη βοήθειά τους και θα αναπτερωθεί όπως ο φοίνικας από τις στάχτες του. Αλλωστε πλάι στα λευκά ερείπια έστεκε ακόµη όρθιο το άγαλµα της Αθηνάς, της θεάς που συνδύαζε τη στοχαστικότητα µε τη µαχητικότητα.
Αυτά τα λέει η ζωγραφιά, όχι ο ζωγράφος. Ο Θεόφιλος ανέστησε ασύνειδα, µε τον δικό του ναΐφ τρόπο, µια παλαιά, του 1840, λιθογραφία άγνωστου καλλιτέχνη όταν το πνεύµα του ∆ιαφωτισµού ήταν ακόµη ζωντανό. Μιλάει εκεί ο επαναστάτης Ρήγας που παλεύει να ξεσηκώσει «Βούλγαρους κι Αρβανίτες, Αρµένιους και Ρωµιούς» ενάντια σε «βεζύρηδες και δραγουµάνους» – να αντιτάξει στη δεσποτεία και την αυθαιρεσία των «λύκων» την ελευθερία του λαού και τη νοµαρχία της κοινωνίας (την κατίσχυση της αρχής των νόµων). Μιλάει ο µετριοπαθής Κοραής, που καταγίνεται να φωτίσει τους υπόδουλους του σουλτάνου, να σπάσει τα δεσµά της άγνοιας, να θυµίσει τη δόξα των αρχαίων, να µετατρέψει το υπόδουλο γένος των χριστιανών σε έθνος των Ελλήνων.
Παρά τις διαφορές τους, Ρήγας και Κοραής µοιράζονται τον ίδιο πυρήνα περί του τι (αξίζει να) είναι ένα ελληνικό έθνος: το συνειδητό σύνολο των υπόδουλων που διεκδικεί συντεταγµένα την πολιτική του αυτονοµία. Σε αυτό χωράνε όλοι όσοι στρατεύονται στον Αγώνα, ανεξάρτητα από καταγωγή, γλώσσα και εθνότητα. Γι’ αυτό πλάι στους ελληνόφωνους Ρωµιούς θα σταθούν ισότιµα οι αλβανόφωνοι Αρβανίτες και οι λατινόφωνοι Βλάχοι. Το έθνος της επανάστασης ήταν έθνος της συµπερίληψης – έθνος που συγκροτούνταν ενόσω κυλούσε στις ράγες που το ίδιο κατασκεύαζε µε υλικά αντληµένα από τα φώτα της Εσπερίας και από την αρχαία κληρονοµιά. «Οι Ελληνες ριζοσπάστες διανοούµενοι» έγραφε στα 1999 ο Αγγλος θεωρητικός του εθνικισµού Αντονι Σµιθ «υιοθέτησαν τα φιλελεύθερα ιδεώδη της κλασικής Αθήνας για να αντικρούσουν τους ισχυρισµούς τoυ ορθόδοξου κλήρου που είχαν τη βάση τους στο Βυζάντιο. Οι πιο επαναστάτες από αυτούς, όπως ο Ρήγας Φεραίος και ο Κοραής, αναζήτησαν τα ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης και του ∆ιαφωτισµού σε ό,τι θεωρούσαν ως κοινή τους διανοητική αφετηρία – τη φιλοσοφική και καλλιτεχνική κληρονοµιά της αρχαίας Ελλάδας».
Στην έξοδο του Αγώνα όµως δεν καρτερούσαν η δηµοκρατία και η νοµαρχία (η αρχή των νόµων)· καραδοκούσαν η απολυταρχία και η αυθαιρεσία – η µοναρχία του Οθωνα. Ο κάποτε ακµαίος ∆ιαφωτισµός ολοένα στέρευε ενόσω κατέκλυζε την Ευρώπη ο ροµαντισµός, το διανοητικό ρεύµα που λάτρευε τις µη λογικές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Στις νέες πολιτικές και διανοητικές συντεταγµένες το ελληνικό έθνος θα χάσει γρήγορα τις χειραφετικές του διαστάσεις. Στην πιο γνωστή από τις ελαιογραφίες του Θεόδωρου Βρυζάκη, αυτή που άφησε βαθύ το αποτύπωµά της στη συλλογική µας µνήµη, ο Παλαιών Πατρών Γερµανός ευλογεί το λάβαρο και τα όπλα των αγωνιστών στην Αγία Λαύρα µπροστά στην ωραία πύλη του ναού της Θεοτόκου. Η ροµαντική εκείνη αναπαράσταση του 1865 δεν εικονογραφεί την επανάσταση – νοηµατοδοτεί εκ νέου το έθνος βυθίζοντάς το στην υπερβατική αχλύ. Το έθνος γίνεται θρησκεία την ίδια ώρα που η θρησκεία εθνικοποιείται.
Και ο Κοραής; Ο Ρήγας; Εως τη δεκαετία του 1860 στο πανεπιστήµιο αντηχούσε ακόµη η ηχώ των Φώτων. Καθηγητές και φοιτητές πρωταγωνίστησαν στην έξωση του Οθωνα το 1862, ενώ η σύγκλητος αποφάσισε να ανεγερθούν ένθεν κακείθεν της πύλης οι ανδριάντες των δύο αντρών της ελευθερίας και των γραµµάτων. Η ανάθεση καθυστερούσε, η γλυπτική ήταν ακριβή τέχνη, µα τελικά βρέθηκε χρηµατοδότης: ο Γεώργιος Αβέρωφ, ζάπλουτος έµπορος και τραπεζίτης του έξω ελληνισµού. Συµφώνησε για τον Ρήγα, µα αντί του Κοραή πρότεινε τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, ώστε «να αντιπροσωπευθεί και η θρησκεία, ήτις διέσωσε τα ελληνικά γράµµατα και παρηγόρει το έθνος εν ταις ηµέραις της πικράς δουλείας». Η σύγκλητος συγκατένευσε – η ηχώ των Φώτων ξεµάκραινε γοργά. Οι ανδριάντες στήθηκαν στα πενηντάχρονα της επανάστασης και έκτοτε οι παλαιοί αντίπαλοι, που στην εποχή τους ευαγγελίζονταν διαµετρικά αντίθετους κόσµους, δείχνουν πλέον στην ίδια κατεύθυνση – συµφιλιώθηκαν στο τοπίο της πόλης, µαζί και στο φαντασιακό του έθνους.
Στις αρχές του 2021 η επιτροπή του κράτους για τα διακοσάχρονα της επανάστασης κυκλοφόρησε ως προποµπό των εκδηλώσεων που σχεδίαζε ένα µετάλλιο µε ανάγλυφη την παλαιά εκείνη ζωγραφιά, µε την Ελλάδα να ζωντανεύει στα χέρια των φλογερών του ∆ιαφωτισµού. Φάνταζε ασφαλώς ελπιδοφόρο ξεκίνηµα. Στο τέλος του 2021 ο πρωθυπουργός (µαζί και η υπουργός Παιδείας) έσπευσαν να µετάσχουν (σε πρώτη από γενέσεως κράτους) στις εργασίες της Ιεράς Συνόδου και ύστερα να φωτογραφηθούν περιχαρείς εν µέσω ιεραρχών. Μεσολάβησε, θα πούνε, η πανδηµία που αναδιέταξε τις προτεραιότητες. Αδοξο όµως στ’ αλήθεια τέλος. ∆ιόλου επαναστατικό, ήκιστα φιλελεύθερο.
Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.