Μια συζήτηση για την παράσταση «Κομμώτριες / Μεταπολίτευση» σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού.
Ο Μιχαήλ Μαρµαρινός επιστρέφει στο θέατρο Θησείον µε το χρονικό µιας εποχής: της µεταπολίτευσης. Η συζήτηση µε τον Χάρη Φραγκούλη που πρωταγωνιστεί στην παράσταση ξεκίνησε από τη γενιά των πληγωµένων αριστερών, το ιστορικό τραύµα και τη µαταίωση που άφησε µέσα µας αυτή η εποχή και έφτασε µέχρι τον παράφορο Οθέλλο και τον Πανιώνιο, που παραµένει η µεγάλη του αγάπη.
«Κοµµώτριες / Μεταπολίτευση». Με ποιον τρόπο η παράσταση αποτελεί κοµµάτι της ατοµικής και συλλογικής εµπειρίας µιας εποχής;
Ο Μιχαήλ Μαρµαρινός επαναπροσδιόρισε τη σχέση του µε το θέατρο και επέστρεψε στη βάση του. Κάπως έτσι θέλησε να επαναπροσδιορίσει και τη σχέση του µε την Ιστορία. Είναι όµως οι ίδιες µας οι ζωές. Βρίσκεται και η δική µας γενιά εκεί µέσα. Ολο αυτό το αποκύηµα το έχουµε φάει στη µάπα. Ο τρόπος που δουλέψαµε είχε ντοκιµαντερίστικο και δηµοσιογραφικό χαρακτήρα. Κάθε αφήγηση εµπλέκει προσωπικά το υποκείµενο και δηµιουργεί µυθοπλασία. Το πρώτο υλικό αποτελείται από συνεντεύξεις ανθρώπων που έζησαν τη µεταπολίτευση πολύ έντονα. Πρόκειται για µια ολόκληρη γενιά πληγωµένων αριστερών. Ο Ακύλλας Καραζήσης, ο ∆ηµήτρης ∆ηµητριάδης, ο Γιώργος Βέλτσος, η Μαρία Φαραντούρη… Αρχισε να ξεδιπλώνεται µια αφήγηση που µας έφτασε µέχρι τον Ζενέ, τον Ταρκόφσκι και τον Ελβις Πρίσλεϊ.
Ποιο ήταν το συµπέρασµα από όλη αυτή την περιπέτεια;
Αυτοί οι άνθρωποι πίστεψαν. Γιατί δεν υπάρχει πίστη πια; Τι µαταιώθηκε; Ακόµη και το απολιτίκ στοιχείο της δικής µου γενιάς συνιστά πολιτική θέση. Μια ηθοποιός λέει στην αρχή της παράστασης «δεν µε ενδιαφέρει το παρελθόν, δεν έχω ζήσει τη χούντα και τον πόλεµο». Η ιστορία όµως, ένα τόσο µεγάλο τραύµα, µας αφορά όλους. Λέµε ότι θα αποδεσµευτούµε από τους γονείς µας και θα κάνουµε µια καινούργια αρχή. Με ποιανού τα µάτια και τα πόδια; Αφού κουβαλάµε τα µάτια της µάνας µας και τα πόδια του πατέρα µας. Το γεγονός ότι οι νέες γενιές δεν πιστεύουν στους θεσµούς συνδέεται µε τη µαταίωση των ανθρώπων που κάποτε πίστεψαν και έφεραν στο προσκήνιο µια υποτιθέµενη δηµοκρατία. Εµείς κληρονοµήσαµε αυτήν τη µαταίωση ως κάτι δεδοµένο. Θεωρούµε ότι είναι δική µας επιλογή η αυτάρκεια και η ελευθερία, αλλά τελικά σκατά. ∆εν µπορεί να είναι έτσι. Είµαστε συνδεδεµένοι µε την Ιστορία. Είµαστε οι άνθρωποι της ιστορικής στιγµής. Αυτή η προσωπική περιπέτεια, το περπάτηµα µέσα στην Ιστορία, οδηγεί σε µια τροµερή εσωτερική αναζήτηση.
Ποια είναι η δική σου σχέση µε τη µεταπολίτευση; Είναι «δαιµονοποιηµένη» εποχή;
Οι γονείς µου ήταν παραδοσιακοί αριστεροί. Μαλλιά, Πολυτεχνείο, συνελεύσεις. Ο πατέρας µου έχει τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια και έφερε στην Ελλάδα βιβλία του Τέοντορ Αντόρνο και του Βάλτερ Μπένγιαµιν. Πιστεύω ότι υπήρξαν αριστεροί που εξαργύρωσαν και αριστεροί που δεν το έκαναν. Οι δεύτεροι διακατέχονται από ένα τεράστιο πλήγωµα. Κάποτε υπήρχαν φως και ελπίδα, αλλά µετά άρχισαν οι εξαργυρώσεις. Οι επιδοτήσεις, οι αντιπαροχές, το ΠΑΣΟΚ, ο λαϊκισµός, τα τσιφτετέλια και τα σπασµένα πιάτα. Ως παιδί πρόλαβα τον απόηχο αυτής της εποχής. Μετά ήρθε και η απαξίωση των θεσµών. Για παράδειγµα, εγώ δεν ήµουν ποτέ χαρούµενος που θα πάω σχολείο. ∆εν υπάρχει περίπτωση να µου συµβεί κάτι και να πάρω την αστυνοµία. Φοβάµαι µη δείρει εµένα. Στη συνείδηση του µέσου Ελληνα δεν υπάρχει δηµοσιογράφος ή πολιτικός που να µην είναι λαµόγιο. ∆εν έχει σηµασία αν είναι ή δεν είναι έτσι. Ζήσαµε σε έναν κυνισµό και µια απαξίωση. Κατά τη γνώµη µου, είµαστε χώρα προσωπικοτήτων. Κριτικοί θεάτρου, σκηνοθέτες και πολιτικοί. Στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ στενή σχέση µε τους θεσµούς, µια κληρονοµιά που προέκυψε από την Τουρκοκρατία. Πάντα πιστεύαµε σε προσωπικότητες και περσόνες όπως η Μελίνα Μερκούρη, ο Μίκης Θεοδωράκης κ.λπ. ∆εν µπορεί να µη µικρύνει η ψυχή σου όµως αν δεν πιστεύεις σε κάτι µεγαλύτερο από σένα.
Η τέχνη είναι κάτι µεγαλύτερο;
Αν εγώ κάνω θέατρο και δεν λογοδοτώ στην τέχνη µου, που είναι κάτι µεγάλο, αλλά στη φασάρα µου, υπάρχει πρόβληµα. Μας αρέσει να τοποθετούµαστε εµείς ως µεγαλύτεροι από τα πράγµατα, πάνω από αυτά, ως προσωπικότητες που τα ξέρουν όλα. Αυτό οφείλεται στην προβληµατική σχέση µας µε τους θεσµούς και στον επαρχιωτισµό που µας διακρίνει.
Στο παρελθόν έχεις µιλήσει και για τις απαράδεκτες εργασιακές συνθήκες των ηθοποιών.
Το πρόβληµα είναι ότι δεν υπάρχει ένας ενδιάµεσος θεσµός ανάµεσα στον πολίτη και τον καλλιτέχνη που να διασφαλίζει ότι η τέχνη είναι καλή και ωφέλιµη για την ψυχή. Οσο υπάρχει ζωή, πάντα θα υπάρχει σύνδεση µε την τέχνη. Οι άνθρωποι συγκινούνται και κυνηγούν την εσωτερική περιπέτεια. Υπάρχει και το φως. Αλλά είναι σηµαντικό όλο αυτό να µαζευτεί σε κάτι θεσµικό. Επιτρέπεται να παίζω έντεκα χρόνια θέατρο και να παίρνω µηδέν ευρώ για τις πρόβες µου; Κάτι που κάνω µε την καλή µου την καρδιά. Και µετά θα µου πεις «δώσε δέκα συνεντεύξεις, πάρε είκοσι βραβεία και κάνε και µερικά εξώφυλλα για να ζήσεις». Ξέρουµε πολύ καλά ότι ο ηθοποιός είναι απαξιωµένος στην Ελλάδα. Αν πεις σε κάποιον ότι είσαι ηθοποιός, θα γελάσει. Και καλά θα κάνει όταν δουλεύουµε τόσους µήνες τζάµπα. Και µετά θα µε ρωτήσει κάποιος «είσαι καλός;». Και θα απαντήσω «ξέρω κι εγώ, γενικά κάπως καλός θεωρούµαι, είµαι από αυτούς που δουλεύουν». ∆εν είναι υποκρισία όλο αυτό; Επειδή δεν υπάρχει κάτι εξισορροπητικό, µετά έρχονται ο ναρκισσισµός και η θεοποίηση. Η κριτική που λέει είτε «είσαι θεός, τα λες ωραία» είτε «είσαι απαράδεκτος». Λείπει η αντίληψη ότι κάνουµε µια δουλειά, παίρνουµε έναν µισθό και δεν έγινε και τίποτε. ∆εν θέλω να περπατάω στα σύννεφα και να κοιτάω αφ’ υψηλού ως καλλιτέχνης µε µυστήρια βλέµµατα. Εγώ ποτέ δεν ξεκίνησα το θέατρο επειδή ήθελα να προσφέρω στον κόσµο. Πιστεύω ότι ζω πιο πλούσια τη ζωή µου ως ηθοποιός. Μέσα στα χρόνια µπορεί κάποιος να βοηθηθεί, να εµπνευστεί και να συγκινηθεί από µένα. Μέχρι εκεί.
Ποια είναι η σχέση σου µε τον «Οθέλλο» που σκηνοθετείς στο Θέατρο Τέχνης;
Ο «Οθέλλος» είναι µια περιπέτεια βαθιά, επείγουσα και σηµαντική. Το έργο είναι παράφορο. Ο Ουίλιαµ Σαίξπηρ είναι παράφορος. Σίγουρα θα αποτύχεις. ∆εν το χωράς αυτό το πράγµα. Σε καταπίνει. Οσο αντέχεις να σε πάρει και να σε σηκώσει το κάνεις. Αµα προσπαθήσεις να αντιµετωπίσεις το κείµενο φολκλορικά, µε τον κακό Ιάγο και τον καλό Οθέλλο, είναι κρίµα. Το κείµενο τραντάζει συθέµελα τη βεβαιότητά σου και σε ταράζει υπαρξιακά. Αν φτιάξεις έναν αθώο Οθέλλο που παγιδεύεται, κατά τη γνώµη µου θα κάνεις φόνο. Τα πρόσωπα χτυπάνε το κεφάλι τους στον τοίχο για να δουν αν το κεφάλι είναι δικό τους. Πενθούν τον εαυτό τους και αυτό είναι η ψυχή της πραγµατικής τραγωδίας. Το πιο συνταρακτικό είναι ότι ξέρεις πως θα πεθάνεις και ζεις. Οχι ότι ξαφνικά πεθαίνεις. Αυτό είναι η τραγωδία. Οσο πιο βαθιά γνώση του θανάτου υπάρχει τόσο πιο πλούσια είναι η ζωή.
Πας ακόµη στο γήπεδο;
Είµαι οργανωµένος στους Πάνθηρες του Πανιωνίου. Κι εσύ Πανιώνιος να λες ότι είσαι. Με γοητεύει το οπαδικό στοιχείο. Οι οπαδοί τραγουδάνε από την καρδιά, δεν υπάρχει ενοχή, ανταµοιβή ή διαµεσολάβηση. Ειδικά οι οπαδοί του Πανιωνίου, που έχουν πολιτική θέση και ανησυχίες και δεν περιµένουν κάθε χρόνο να πάρουν το πρωτάθληµα όπως οι Ολυµπιακοί.
Και η πολιτική;
∆εν έχω ψηφίσει ποτέ στη ζωή µου. ∆εν χρειάζεται να διαβάζει κανείς κάθε µέρα εφηµερίδα για να ενηµερώνεται. Το ίδιο το σώµα των ανθρώπων, οι κινήσεις και το βλέµµα τους αποτυπώνουν την πολιτική κατάσταση. ∆εν το λέω φολκλορικά, αλλά πραγµατικά. Είναι βίωµα, καθηµερινότητα, σχέσεις. Εδώ είµαστε και βλέπουµε.
INFΟ
Εως 29/3, Θησείον – Ενα θέατρο για τις τέχνες, Τουρναβίτου 7, Ψυρρή