Χάρβαρντ και Πανεπιστήμιο Κρήτης: Η μεσογειακή – κρητική διατροφή αντίδοτο στην παιδική παχυσαρκία

Χάρβαρντ και Πανεπιστήμιο Κρήτης: Η μεσογειακή – κρητική διατροφή αντίδοτο στην παιδική παχυσαρκία

Μεγάλη διεθνής μελέτη με τη συμμετοχή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης και της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Harvard στις ΗΠΑ συνδέει την υψηλή αποδοχή του μοντέλου της Μεσογειακής Διατροφής στην εγκυμοσύνη με μειωμένο κίνδυνο για την ανάπτυξη παχυσαρκίας στην παιδική ηλικία.

Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης, η σωστή διατροφή στη διάρκεια της εγκυμοσύνης αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την ανάπτυξη του εμβρύου και του παιδιού. Σύμφωνα με μία από τις μεγαλύτερες επιδημιολογικές μελέτες που δημοσιεύεται αυτό το μήνα στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό “Pediatric Obesity”, η υιοθέτηση του μοντέλου της Μεσογειακής Διατροφής κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, σχετίζεται με χαμηλότερο δείκτη μάζας σώματος του παιδιού, χαμηλότερα επίπεδα αρτηριακής πίεσης και μικρότερο κίνδυνο παιδικής παχυσαρκίας. Στη μελέτη συμμετείχαν 997 έγκυες γυναίκες και τα παιδιά τους από την πολιτεία της Μασαχουσέτης των ΗΠΑ και 569 έγκυες γυναίκες με τα παιδιά τους από την Κρήτη. Την επιστημονική ευθύνη της μελέτης έχει ο Τομέας Κοινωνικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης υπό την επίβλεψη της Επίκουρης Καθηγήτριας Λήδας Χατζή.

Σύμφωνα με την εφημερίδα Χανιώτικα Νέα η μεσογειακή διατροφή και ειδικότερα η Κρητική διατροφή είναι ευρέως αποδεκτή ως ένα υγιεινό και ισορροπημένο διατροφικό πρότυπο, που η υιοθέτησή του μπορεί να συμβάλλει στη μείωση της εμφάνισης χρόνιων νοσημάτων ήδη από τα πρώτα στάδια της ζωής. Οι πιο πρόσφατες μελέτες όμως δείχνουν ότι οι διατροφικές συνήθειες αλλά και ο τρόπος ζωής κυρίως των παιδιών της Κρήτης έχουν αλλάξει, απομακρύνονται από την Μεσογειακή διατροφή και μειώνουν τα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας με αποτέλεσμα να αυξάνεται συνεχώς ο επιπολασμός της παχυσαρκίας και των χρόνιων νοσημάτων. Η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση διεθνώς στης παιδικής παχυσαρκίας (πάνω από το 40% των παιδιών ηλικίας 5-17 ετών είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα), ενώ οι επιπτώσεις της τόσο στην σωματική όσο και στην ψυχική υγεία του παιδιού είναι σοβαρές και σε πολλές περιπτώσεις μη αναστρέψιμες. Στην Κρήτη, τα δεδομένα από την μελέτη Μητέρας-Παιδιού Κρήτης (Μελέτη ΡΕΑ) δείχνουν ότι στην ηλικία των 4 ετών, το 21,5% των αγοριών και το 22,6% των κοριτσιών ηλικίας ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα. Τα ποσοστά κεντρικής παχυσαρκίας ήταν 12,8% και 11,2%, αντίστοιχα.

Η συγκεκριμένη μελέτη αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προοπτικές μελέτες μητέρας- παιδιού που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα για τη διερεύνηση της σχέσης της Μεσογειακής Διατροφής στην εγκυμοσύνη με τη σωματική ανάπτυξη του παιδιού από τη γέννηση μέχρι την παιδική ηλικία. Οι ερευνητές συνδύασαν δύο διαφορετικούς πληθυσμούς από την Κρήτη και τις ΗΠΑ και μέτρησαν την αποδοχή του μοντέλου της Μεσογειακής Διατροφής στις έγκυες μητέρες με σταθμισμένα ερωτηματολόγια. Στη συνέχεια παρακολούθησαν την σωματική ανάπτυξη του παιδιού (βάρος, ύψος, ποσοστό λίπους), τα επίπεδα αρτηριακής πίεσης, λιπιδιών και ορμονών μέχρι την ηλικία των 8 ετών. Διαπίστωσαν ότι αύξηση του σκόρ της Μεσογειακής Διατροφής κατά 3 μονάδες στην εγκυμοσύνη σχετίζεται με μειωμένο δείκτη μάζας σώματος, κοιλιακή περίμετρο (ένα σημαντικό παράγοντα κινδύνου για μετέπειτα καρδιομεταβολικά νοσήματα), ποσοστό υποδόριου λίπους καθώς επίσης και μειωμένα επίπεδα αρτηριακής πίεσης στην παιδική ηλικία. Τα αποτελέσματα αυτά ήταν παρόμοια στους 2 πληθυσμούς και παρέμειναν σταθερά μετά από ελέγχο διαφόρων άλλων παραγόντων όπως είναι η παχυσαρκία της μητέρας, η πρόσληψη βάρους στην εγκυμοσύνη, ο θηλασμός, η διατροφή και η φυσική άσκηση του παιδιού.

Σύμφωνα με τη συντονίστρια της μελέτης, κ. Λήδα Χατζή: “Η μελέτη επισημαίνει τη σημασία της Μεσογειακής διατροφής, στα πρώτα στάδια της ζωής και ιδιαίτερα στην εγκυμοσύνη για την σωστή ανάπτυξη και υγεία του παιδιού. Η καθηγήτρια διατροφικής επιδημιολογίας Emily Oken (Harvard Medical School) επισημαίνει: “Το γεγονός ότι τα αποτελέσματα της μελέτης είναι παρόμοια σε δύο πληθυσμούς (ΗΠΑ και Κρήτη) με τελείως διαφορετικά κοινωνικά χαρακτηριστικά και διατροφικές συνήθειες καταδεικνύει τη σταθερότητα και ομοιογένεια των ευρημάτων της μελέτης”.

 

Documento Newsletter