Ξανά στο εδώλιο 36 κατηγορούμενοι για την υπόθεση με τις «φούσκες» του Χρηματιστηρίου

Στην τελική ευθεία η επανάληψη της δίκης για την υπόθεση με τις μετοχές -φούσκες του Χρηματιστηρίου εξαιτίας της οποίας εκατοντάδες μικροεπενδυτές έχασαν τότε δισεκατομμύρια ευρώ.

Την ενοχή και των 36 κατηγορουμένων που κάθονται εκ νέου στο εδώλιο, μετά από 18 χρόνια δικαστικών παλινωδιών, εισηγήθηκε κατά τη διάρκεια της πολύωρης αγόρευσής της η εισαγγελέας της έδρας, Αθηνά Θεοδωροπούλου.

Οι κατηγορούμενοι είχαν ξαναδικαστεί για τα αδικήματα, που αποδίδονται κατά περίπτωση, της απάτης και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αλλά τότε το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων της Αθήνας τους είχε κηρύξει ομόφωνα αθώους από το σύνολο των αξιοποίνων πράξεων .

Η υπόθεση έφτασε για δεύτερη φορά στο ακροατήριο ύστερα από αναίρεση που είχε ασκηθεί από τον Άρειο Πάγο, με το σκεπτικό ότι η αθωωτική απόφαση, που είχε προκαλέσει το κοινό περί δικαίου αίσθημα, δεν είχε πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

Σύμφωνα με το πρώτο δικαστήριο (Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων) «δεν στοιχειοθετήθηκε αντικειμενικώς το αδίκημα της απάτης, καθώς δεν προέκυψε ότι η τιμή πώλησης των επίδικων πακέτων μετοχών επηρέασε την τελική τους τιμή στο ταμπλό του ΧΑΑ τη συγκεκριμένη περίοδο».

Ακριβώς αντίθετη ήταν η εισαγγελική εισήγηση, που μιλούσε για «οργανωμένο σχέδιο παραπλάνησης του επενδυτικού κοινού, με εικονικές τιμές και πωλήσεις, αλλά και του προέδρου του Χρηματιστηρίου Αθηνών».

Μετά την αναίρεση όμως από τον Άρειο Πάγο, στη δίκη που είναι σήμερα σε εξέλιξη οι κατηγορούμενοι – χρηματιστές, επενδυτές και εφοπλιστές – ξανακρίνονται από μηδενική βάση.

Η εισαγγελέας της έδρας αποτιμώντας τα στοιχεία της διαδικασίας ζήτησε την ενοχή των κατηγορουμένων θεωρώντας –όπως είπε – ότι το δικαστήριο που τους αθώωσε εφήρμοσε εσφαλμένη αιτιολογία. Χαρακτήρισε μάλιστα την αναιρετική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως «μία σπουδαία απόφαση » .

Σύμφωνα με την εισαγγελική λειτουργό, το πρώτο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε ζημία.

Αντίθετα, όπως είπε, σκοπός των κατηγορουμένων ήταν η μακροπρόθεσμη δημιουργία πλασματικής εικόνας της αγοράς, η καλλιέργεια επενδυτικής ευημερίας και η μακροπρόθεσμη σταθεροποίησή της.

Ωστόσο, όπως επισήμανε, μετά καταποντίστηκε το σύστημα γιατί η διόγκωση των μετοχών ήταν τεχνητή».

Στόχος δε, των κατηγορουμένων, κατά την κ. Θεοδωροπούλου, που έκανε λόγο για μεθοδεύσεις εκ μέρους τους ήταν «η δημιουργία επίπλαστης αγοράς».

«Πλήξατε με τις μεθοδεύσεις το νόμο της ελεύθερης αγοράς με τη διόγκωση της τιμής των μετοχών που δεν θα διαμορφώνονταν σε αυτά τα επίπεδα».

Πρόσθεσε μάλιστα πως μέσω αυτής της οδού μπορούσαν να παραπλανηθούν οι επενδυτές.

«Η διαμορφωθείσα τιμή στο ταμπλό του ΧΑΑ δεν ήταν η «δίκαιη» τιμή, γιατί τη διαμόρφωσαν ψευδώς οι κατηγορούμενοι με τα πακέτα των μετοχών που έριξαν στην αγορά», τόνισε χωρίς να παραγνωρίζει τη δυσχέρεια που έχει υπόθεση καθώς έχουν παρέλθει σχεδόν 20 χρόνια από την αποκάλυψή της.

Η δαιδαλώδης έρευνα

Η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης χρονολογείται από το …1999. Η προκαταρκτική εξέταση ουσιαστικά ξεκίνησε κυριολεκτικά στα τυφλά, έχοντας ως μόνη «βάση δεδομένων» τις καταγγελίες των εφημερίδων εκείνης της περιόδου. Η έρευνα προχώρησε μέχρι την άνοιξη του 2000, όταν ασκήθηκαν κακουργηματικές ποινικές διώξεις κατά παντός υπευθύνου.

Η ανάκριση χρεώθηκε στην Κωνσταντίνα Μπουρμπούλια.

Ήταν τότε η 19η τακτική ανακρίτρια, που όμως σε σύντομο χρονικό διάστημα κατηγορήθηκε για εύνοια στο πρόσωπο κάποιων κατηγορουμένων. Τον Μάρτιο του 2003, η Κωνσταντίνα Μπουρμπούλια υπέβαλε την παραίτησή της από το δικαστικό σώμα. Λίγο αργότερα, έχοντας πλέον στην πλάτη της πειθαρχικές και ποινικές διώξεις, επέλεξε να εξαφανιστεί. Μόλις είχε ξεσπάσει το αποκαλούμενο παραδικαστικό σκάνδαλο νούμερο 1.

Χρόνια αργότερα, ακολούθησε σειρά καταδικαστικών αποφάσεων σε βάρος της Κων/νας Μπουρμπούλια. .

Στην πρώην δικαστική λειτουργό επιβλήθηκε και κάθειρξη δώδεκα ετών για την υπόθεση των μετοχών-φούσκα κατά τη διετία 1999-2000 καθώς κρίθηκε ένοχη για κατάχρηση εξουσίας και ξέπλυμα βρόμικου χρήματος. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, δωροδοκήθηκε προκειμένου να μην ασκήσει δίωξη σε βαθμό κακουργήματος εις βάρος των (νυν απαλλαγέντων) υπευθύνων της εταιρείας «Σ. Σιγάλας ΑΤΕ» που κατηγορούνταν για εξαπάτηση των επενδυτών του Χρηματιστηρίου.

Η επανεξέταση της υπόθεσης για τις μετοχές-φούσκες, που οδήγησε τελικά την υπόθεση στο ακροατήριο ήρθε το 2006, όταν επιτέλους ένας εισαγγελέας, ο Χαράλαμπος Λακαφώσης, ζήτησε τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων συγκεκριμένων προσώπων.

Ετικέτες