Χαν Γκανγκ: Το σθένος ως λογοτεχνία

Η Νοτιοκορεάτισσα συγγραφέας κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας γιατί αντιμετωπίζει ιστορικά τραύματα και εκθέτει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής»

Ε «κείνη ακόμα κοιτάζει το χλωμό πρόσωπο του καθηγητή των ελληνικών» διαβάζουμε στο τέλος του δέκατου κεφαλαίου ενός υποβλητικού, ευφυέστατου και λίαν ποιητικού μυθιστορήματος. «Οι λέξεις της μητρικής γλώσσας που είναι γραμμένες στον πίνακα συνθλίβονται σιωπηλά στη δεξιά γροθιά της, καθώς και στην ομαλή επιφάνεια του εξάγωνου μολυβιού που είναι ποτισμένο με ιδρώτα. Εκείνη ξέρει αυτές τις λέξεις, αλλά ταυτόχρονα δεν τις ξέρει. Την περιμένει ο ίλιγγος. Αισθάνεται ότι μπορεί να συσχετιστεί με εκείνες τις λέξεις, αλλά δεν μπορεί. Σκύβει το κεφάλι της. Εκπνέει προσεκτικά. Δεν θέλω να εισπνεύσω. Εισπνέει βαθιά».

Ο τίτλος του μυθιστορήματος είναι «Μάθημα ελληνικών» και η συγγραφέας ακούει στο όνομα Χαν Γκανγκ, γεννήθηκε στην Γκουάνγκ Τζου της Νότιας Κορέας το 1970 και απέσπασε το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ανήκει στα Νόμπελ που με χαροποίησαν προσωπικά, αλλά χαροποίησαν και κάμποσους μανιακούς της φιλαναγνωσίας. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η λογοτεχνία που διακονείται από γυναίκες είναι μάλλον πιο ισχυρή, βαθιά και πρωτότυπη από την αντίστοιχη των αντρών. Οι γυναικείες αντένες και τα γυναικεία ραντάρ ανιχνεύουν, ως φαίνεται, ακριβέστερα τα τεκταινόμενα της ζωής, τις ιλιγγιώδεις ψυχοκοινωνικές αλλαγές που επιφέρει η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη στο πώς αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας, πώς αντιμετωπίζουμε τους συνανθρώπους, πώς σχετιζόμαστε, πώς αγαπάμε, πώς ερωτευόμαστε.

Κι ακόμη οι γυναίκες μυθιστοριογράφοι και οι ποιήτριες δείχνουν να καταλαβαίνουν εναργέστερα τη διαλεκτική παρελθόν – παρόν – μέλλον, να αντλούν πολύτιμο υλικό από την Ιστορία και να οραματίζονται αυτό που επέρχεται, όπως έλεγε ο φιλόσοφος Κώστας Αξελός. Επίσης, δείχνουν να είναι πιο τολμηρές στην επινόηση νέων μορφών και την οξυδερκή διαχείριση των παλαιών. Με μια λέξη, οι γυναίκες που γράφουν διαθέτουν σθένος.

Η Χαν Γκανγκ είναι δημοφιλής στο αναγνωστικό κοινό της χώρας μας, καθώς τα δύο μυθιστορήματά της που κυκλοφορούν στα ελληνικά «Μάθημα ελληνικών» και «Η χορτοφάγος», μεταφρασμένα άρτια και μάλιστα από τα κορεατικά από την αξιέπαινη Αμαλία Τζιώτη για λογαριασμό των εκδόσεων Καστανιώτη, έχουν συζητηθεί πολύ στους κύκλους των βιβλιόφιλων. Εύλογο είναι, λοιπόν, ότι θα κυκλοφορήσουν κι άλλα από τα δεκαοχτώ έργα που έχει δημιουργήσει και που καταπιάνονται με όλο το φάσμα της γραφής: μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, δοκίμια, ποιήματα.

Η Χαν Γκανγκ εστιάζει στον ανθρώπινο πόνο και στη δημιουργική υπέρβασή του, στο πώς δυνάμεθα να αντιμετωπίσουμε το πάσχειν και πώς με τη βούλησή μας να εναντιωθούμε στον καταναγκασμό, στην πίεση, στη νόσο.

Στη «Χορτοφάγο» οι συνθλιπτικές γαμήλιες συμβάσεις και το άχθος της μονοτονίας των στερεοτύπων αρχίζουν να διαρρηγνύονται όταν η ηρωίδα, μια συνηθισμένη νοικοκυρά, αποφασίζει να προβάλει σχεδόν σουρεαλιστικές, φαινομενικά παράλογες, αντιστάσεις στην άχαρη καθημερινότητα. Στρέφεται αναπάντεχα, δίχως να εξηγήσει γιατί, στη χορτοφαγία. Με ένα είδος καφκικής slow motion αρχίζει νοερά και ψυχικά να μεταμορφώνεται σε φυτό.

«Το δέρμα της ήταν ξεθωριασμένο πράσινο» διαβάζουμε στη σελίδα 101. «Το σώμα της, σαν ένα φύλλο που μόλις είχε πέσει από το κλαδί και είχε αρχίσει να μαραίνεται, ήταν ξαπλωμένο μπρούμυτα μπροστά του. Η μογγολική κηλίδα στα οπίσθιά της είχε εξαφανιστεί, και αντιθέτως ολόκληρο το σώμα της ήταν καλυμμένο ομοιόμορφα με εκείνη την απόχρωση του πράσινου».

Στο «Μάθημα ελληνικών», όπως και στη «Χορτοφάγο», η σθεναρή στάση, η δύναμη της βούλησης, η θητεία στη δημιουργικότητα και πάλι αποτελούν τις εναντιώσεις στο πάσχειν, στη νόσο, στην πίεση. Η απώλεια της ικανότητας να ομιλεί ωθεί μια γυναίκα να μάθει αρχαία ελληνικά. Ο δάσκαλός της έχει προβλήματα όρασης, μια μνεία στον μέγιστο τυφλό θεό της λογοτεχνίας, τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες, με μια φράση του οποίου ανοίγει το βιβλίο: «Υπήρχε ένα ξίφος ανάμεσά μας» – αυτή ήταν η επιγραφή που είχε ζητήσει ο Μπόρχες να χαραχτεί στον τάφο του.

Ακόμη πιο τολμηρό μορφικά από τη «Χορτοφάγο» και πιο ποιητικό, το «Μάθημα ελληνικών» συντίθεται από κεφάλαια άλλοτε πολυσέλιδα και άλλοτε μόλις μερικών αράδων. Η εναλλαγή αυτή ωθεί δημιουργικά τον αναγνώστη να στοχαστεί πάνω στο νόημα των λέξεων, στην απόλυτη σημασία του σχετίζεσθαι και της αλληλοπεριχώρησης, στη βαθιά ανθρώπινη επικοινωνία.

Ιδού το 15ο κεφάλαιο, γραμμένο σαν ποίημα:

«Εκείνη γέρνει μπροστά τον κορμό της.

Σφίγγει το χέρι που κρατάει το μολύβι.

Χαμηλώνει κι άλλο το κεφάλι. Οι λέξεις δεν αγγίζονται από το χέρι της.

Οι λέξεις που έχουν χάσει τα χείλη, οι λέξεις που έχουν χάσει τις ρίζες των δοντιών και τη γλώσσα, οι λέξεις που έχουν χάσει τον λάρυγγα και την ανάσα δεν αγγίζονται. Σαν σώματα φαντάσματα, τα σχήματα δεν αγγίζονται».

Επίτευγμα της Χαν Γκανγκ είναι η λεκτική της δεινότητα, η σύνθεση φράσεων που θυμίζουν μικρές άριες και σονατίνες, πάντα σε συνδυασμό με τη φιλοσοφική, διόλου εγκεφαλική αλλά βαθύτατα συγκινητική εξερεύνηση των πιο κρυφών πτυχών της ψυχής και του νου.

Μην ξεχνάμε ότι από την ποίηση ξεκίνησε η συγγραφέας μας, εντυπωσιάζοντας ήδη από τα είκοσι τρία της χρόνια με την πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα. Εντυπωσίασε και με την πεζογραφία της, εκδίδοντας στα είκοσι πέντε της την πρώτη της συλλογή διηγημάτων, με τίτλο «Γιόσου», ενώ στα τριάντα εφτά της γνωρίζει διεθνή αναγνώριση με τη «Χορτοφάγο», που η αγγλική της μετάφραση τιμήθηκε με το έμπλεο κύρους Διεθνές Βραβείο Booker.

Εύγε, λοιπόν, στη Χαν Γκανγκ!