Μπορεί ο Θεός να είναι παντοδύναμος, αλλά η Παναγία είναι αυτή που τον νικά κατά κράτος τόσο στην αποτύπωσή της με τον χρωστήρα όσο και με τον λόγο.
Μέσα από βυζαντινά τροπάρια, δημοτικά τραγούδια, ποίηση και πεζογραφία οι πιστοί υμνούν την Κυρία των Αγγέλων, προσεύχονται στην Αγία Κόρη. Από την εποχή του Ακάθιστου Υμνου μέχρι τις μέρες μας όλοι σχεδόν οι λογοτέχνες, με εξαίρεση τον Σεφέρη, έχουν εμπνευστεί από το πρόσωπό της. Ο καθένας μέσα από τους στίχους ή την αφήγηση προβάλλει τη δική του κοσμοθεωρία. Τον υπαρξιακό λυρισμό ο Σολωμός: «Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου». Την ανθρώπινη και τραγική διάσταση μιας μάνας που έχασε τον μοναχογιό της ο Βάρναλης: «Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;». Τη θεραπευτική της δύναμη ο Καρούζος: «Αγγίζει τους ραχιτικούς και θεραπεύει την αρθρίτιδα, μαλάζει τους πρησμένους αστραγάλους, αφήνει τρυφερά την αλήθεια πάνω σ’ όλες τις αρρώστιες και κείνες χάνονται καθώς τα ευδιάλυτα νέφη». Ειρωνικός ως προς την εκμετάλλευση της λατρείας της ο Κ. Μόντης: «Τώρα έχουμε Παναγιοτάτους, Παναγία μου. Τώρα έχουμε υπερθετικούς βαθμούς. Κι εσένα σ’ αφήσαμε στο θετικό βαθμό!».
Για τον Σ. Μυριβήλη «η Παναγιά η γοργόνα» είναι αυτή που θα βοηθήσει τους Μικρασιάτες πρόσφυγες να εγκατασταθούν στη Λέσβο. Η φαντασία του καπετάνιου που τη ζωγράφισε μισή γυναίκα και μισή ψάρι συνδύασε όλο το νόημα της φυλής που αγωνίζεται με τα στοιχειά και τις φουρτούνες να επιβιώσει.
Στο διήγημα του Γ. Ιωάννου «Η Παναγιά η Ρευματοκρατόρισσα» ο πρωταγωνιστής, βασανισμένος από τις ιδιοτροπίες της ιστορίας, προσκυνά το εικόνισμα όχι ως θρησκευτικό σύμβολο αλλά από την ανάγκη για μια παρηγορητική στήριξη που παρέχουν οι ρίζες και η παράδοση. Στον Παπαδιαμάντη η προσέγγιση είναι βιωματική και εξομολογητική. Η Παναγία χάνει την υπερβατική μορφή της και αποκτά ιδιότητες αναλγητικού στον χειμαζόμενο βίο. Σώζει ναυτικούς, μεταποιεί το κακό και αξιώνει τον ίδιο να ψάλει την «Πεποικιλμένη».
Με τα πεπρωμένα της ρωμιοσύνης τη συνδέει o Οδυσσέας Ελύτης. Ειδικά στο «Αξιον εστί» με αναγωγές στη μυθολογία και στους Χαιρετισμούς τής αποδίδει αποκλειστική ελληνική ιθαγένεια. «Χαίρε του παραδείσου των βυθών η Αγρία/ Χαίρε της ερημίας των νησιών η Αγία/ Χαίρε η Ονειροτόκος, χαίρε η Πελαγινή/ Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη».
Τις γλωσσοπλαστικές ικανότητες όμως του Ελύτη ανταγωνίζεται η επινοητικότητα των πιστών στα επίθετα που της αποδίδουν. Ταξινομούνται με βάση τη σχέση της με τον Χριστό (Βρεφοκρατούσα), την αρχιτεκτονική του ναού της (Εκατονταπυλιανή), τα θαύματα (Μυροβλύτισσα), τον τρόπο ανεύρεσης της εικόνας (Μυρτιδιώτισσα), τον τόπο προέλευσης (Χοζοβιώτισσα) κ.λπ.
Στην εικονογραφία της Κοίμησης θα ξεχωρίζαμε δύο έργα διαμετρικά αντίθετα, που μαρτυρούν και τις διαφορές μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Ο Δ. Θεοτοκόπουλος τηρεί τα βυζαντινά πρότυπα και την παριστάνει πάνω στο νεκροκρέβατο με τον Χριστό όρθιο να κρατά την ψυχή της σαν φασκιωμένο βρέφος καθώς η ίδια ανέρχεται στον ουρανό.
Αντίθετα, στον Καραβάτζιο στη θέση της Παναγίας βρίσκεται μια νεαρή πόρνη που είχε πνιγεί εκείνη την εποχή στον Τίβερη. Με πρόσωπο μελανιασμένο, κοιλιά πρησμένη και πόδια να εξέχουν από το κρεβάτι, τίποτε δεν θυμίζει αγιότητα παρά έναν σκληρό ρεαλισμό.
H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης