Ο Χαΐνης Δ. Αποστολάκης μιλάει στην Αφροδίτη Ερμίδη και στον Παναγιώτη Φρούντζο ξεκινώντας από τον Πόλεμο των Χωρικών και τον Διαφωτισμό προτού καταλήξει σε παλιές ιστορίες από την Κρήτη των γονιών του.
∆εν ήταν το νέο άλµπουµ των Χαΐνηδων «Κοινώς βάρδα φουρνέλο» (Εκδόσεις Καστανιώτη) ούτε η συναυλία τους στις 29 Ιουνίου στην Τεχνόπολη η αφορµή για να συναντήσουµε τον Χαΐνη ∆. Αποστολάκη. Ο πραγµατικός λόγος είναι η κουβέντα µε τον «αρχηγό των ατάκτων και καθηγητή της ερήµου» αυτή καθαυτήν. Γιατί µέσα από τις κουβέντες, τις αφηγήσεις και τις διηγήσεις του Χαΐνη ξεδιπλώνονται ζωτικές κοσµοαντιλήψεις που στο κέντρο τους βρίσκεται ο πλανήτης, το σύµπαν – και η ανθρώπινη ζωή σε συµπαντική συναλληλία.
«Αυτό το έργο που έχετε στα χέρια σας είναι ένα χαρτάκι, ένα µήνυµα σε ένα µπουκάλι που το πέταξαν από τη σχεδία. Ισως κάποτε έπειτα από ζαµάνια να φανεί χρήσιµο σε κάποιο ναυαγό αυτού του τρικυµισµένου κόσµου» γράφει στην εισαγωγή του νέου τους CD-βιβλίου ο Χαΐνης κι εµείς επιβιβαζόµαστε στη σχεδία του µε προορισµό τη γνώση και τη φώτιση.
Στον δίσκο µιλάς για τον άνθρωπο που µε την αλαζονεία του ασέλγησε πάνω στη φύση, κάνεις επίθεση στον ∆ιαφωτισµό.
Επιτίθεµαι στη διαχείριση της διαφωτιστικής επανάστασης από τους µετέπειτα νεωτερικούς συνεχιστές. Κανένα κίνηµα δεν είναι από µόνο του πηγή προβληµάτων, αλλά το πώς το κατανοούµε. Να πω ένα παράδειγµα: ο ∆ιαφωτισµός προσπάθησε να απελευθερώσει –και καλώς– τον άνθρωπο από τη δεισιδαιµονία, από τον φόβο του αγνώστου, και φυσικά ήταν ιστορική αναγκαιότητα. Οµως ο ανθρωποκεντρισµός –απότοκος του ∆ιαφωτισµού–, που έφερε τον άνθρωπο στο κέντρο του σύµπαντος και ελεγκτή των διαδικασιών της φύσης, ήταν εσφαλµένη προσέγγιση που αντίκειται στη φυσική αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι µέρος της φύσης και εξελίσσεται µε τα υπόλοιπα µέρη. Οπότε είναι τελείως διαφορετικός ο «άνθρωπος-υποκείµενο, µέρος της φύσης» από τον «άνθρωπο-κυρίαρχο πάνω στη φύση». Η αλαζονεία της παντοδυναµίας δεν έχει αλλάξει ακόµη και τώρα στο φαντασιακό των ανθρώπων.
Η Μεταρρύθµιση σε συνάρτηση µε τη φιλελεύθερη αγγλική σκέψη προάγουν την αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι εξάρτηµα µιας µηχανής παραγωγής κέρδους.
Σωστό και να σηµειώσουµε ότι η Μεταρρύθµιση ξεκίνησε σαν µεγάλη κοινωνική επανάσταση που αντιτέθηκε στον σκοταδισµό και τον καισαροπαπισµό του καθολικισµού. Μην ξεχνάµε ότι η Μεταρρύθµιση και στην Αγγλία και στην Ολλανδία και στην κεντρική Ευρώπη έπαιξε επαναστατικό ρόλο, ασχέτως πώς χειραγωγήθηκε.
Ο πόλεµος των χωρικών είχε µεν θρησκευτικό χαρακτήρα, όµως η επίθεση στην πραγµατικότητα είχε κοινωνικό πρόσηµο. Γι’ άλλη µια φορά οι ισχυροί του πλούτου συνασπίστηκαν ενάντια στους φτωχοδιάβολους, ενάντια στην κοινότητα των εξεγερµένων. Κανένα από αυτά τα εξεγερσιακά κινήµατα από αυτές τις κοινότητες τελικά δεν έφτασε στο ιδεατό τέλος. Γιατί συµβαίνει αυτό;
Ακόµη κι αν δεν φτάνουν στο τέλος, ριζοσπαστικοποιούν την κατάσταση, οπότε στην ουσία µάς αφήνουν ένα πολύτιµο χνάρι. Ακόµη κι εάν είναι αποτυχηµένη η επανάσταση του 1789 ή η Παρισινή Κοµµούνα του 1871, είναι τα στολίδια της ψυχής µας. Είναι το γλέντι των ανθρώπων που χορεύουν προς τον θάνατο αµφισβητώντας τον εκβιασµό, τον φόβο και την εξουσία.
Εµείς είµαστε ο πολιτισµός των «αποτυχηµένων». Αλλά, προσέξτε, οι «επιτυχηµένοι» είναι αναγκασµένοι να γράφουν τις ιστορίες των «αποτυχηµένων». ∆εν έχουν ήρωες οι «επιτυχηµένοι» (γέλια). Οπότε θέλω να σου πω ότι ο κοινοτισµός είναι µια κατάσταση η οποία εάν δεν έχει πραγµατική συνέργεια ανά πάσα στιγµή, τότε εµφανίζει ζητήµατα. ∆ηλαδή η κοινότητα πάντα πρέπει να µη στηρίζεται στη φιλία και στον οµοϊδεατισµό, αλλά σε κάτι άλλο, πολύ δυνατότερο: στην παραγωγή και τη δηµιουργία έργων. Αυτό διαπιστώνω πολύ συχνά. Για παράδειγµα εγώ την πανδηµία τη νίκησα κοινοτικά και µε αυτή την κοινότητα δηµιουργούσαµε πράγµατα. Με τους Χαΐνηδες είχαµε ένα έργο και έπρεπε να νικήσουµε τον φόβο µας Οπότε αποκτήσαµε ένα επιπλέον αφήγηµα φέρνοντας σε πέρας αυτήν τη δύσκολη εργασία. Με τα παιδιά που ασκούµαστε µαζί τηρήσαµε τις αποστάσεις σε εξωτερικό χώρο χωρίς σωµατική επαφή, αλλά ασκηθήκαµε καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδηµίας δηµιουργώντας µια κοινότητα.
Από την εµπειρία µου λοιπόν σου λέω ότι είναι το κοινό έργο που µας αλλάζει και διαφυλάσσει την κοινότητα. Το αγώι ξυπνά των αγωγιάτη. Ακόµη κι αν φτιάξεις ένα κοτέτσι µε έναν φίλο σου, αυτό θα σου δώσει την ανάµνηση να χαρείς αυτό το αποτύπωµα στη φύση· το µικρό είναι αυτό που θα σε κάνει να ιδρώσεις και να πιεις µε χαρά τη ρακή σου. Οι κοινότητες πρέπει να κάνουν το όραµά τους καθηµερινή πράξη. Οπότε όχι πολλές συζητήσεις αλλά πράξεις.
Κάθε κοινότητα παράγει κοινωνικό έργο. Το ζήτηµα όµως είναι ποιος εκµεταλλεύεται αυτό το κοινωνικό έργο προς όφελός του.
Στην κοινωνία έχουµε απρόσωπες µονάδες που την απαρτίζουν και φυσικά υπάρχουν άνθρωποι που εκµεταλλεύονται το έργο της κοινωνίας προς όφελός τους. Στην κοινότητα όµως, που είναι περιορισµένα τα άτοµα, ξέρεις ποιος είναι ο καθένας. Εγώ να έχω δει έναν ή δύο πολιτικούς στη ζωή µου, δεν έχω κάνει παρέα µε αυτούς που διακινούν το δηµόσιο χρήµα ή µε τους καναλάρχες. Από αυτούς που στην Ελλάδα κατέχουν κοινωνικό ή οικονοµικό κεφάλαιο εγώ δεν ξέρω κανέναν. Οπότε πώς µου λέτε ότι αυτοί είναι κοινότητα; ∆εν είναι κοινότητα, είναι µια κοινωνία χωρίς αφήγηµα, ένα κρατικό µόρφωµα. Τα κράτη πια δεν έχουν την παραµικρή αυτοτέλεια – είναι στην ουσία τροχονόµοι συµφερόντων πολυεθνικών εταιρειών. Για ποια κοινωνία µιλούµε;
Η κοινότητα όµως προϋποθέτει…
∆εν προϋποθέτει τίποτε. Η κοινότητα αυτοοργανώνεται, δεν φτιάχνεται µε αποφάσεις. Αυτοοργανώνεται όπως αυτοοργανώνεται το χάος όταν υπάρχει ένας κατεργάρης.
Οµως η διαδικασία συγκρότησης της κοινότητας προϋποθέτει τη βιωµατική εµπειρία του σώµατος.
Βέβαια. Πολύ σηµαντικό ρόλο προς τη θετική κατεύθυνση µπορεί να παίξουν τα µίντια, αλλά, παιδιά, το να αγγίξεις, να αγκαλιάσεις τον άλλο, να δεις τους µικροµύς στο πρόσωπο που σου λένε µια άλλη γλώσσα, να δεις πώς πεταρίζει το µάτι του, να δεις τον µορφασµό από τον πόνο µιας µνήµης… αυτό το πράγµα δεν γίνεται µε κανέναν άλλο τρόπο παρά µόνο µε την επαφή µούρη µε µούρη. Αυτή την ψηφιακή δικτατορία που διαφαίνεται δεν την αντέχω. ∆εν έχω κάνει κανένα διαδικτυακό µάθηµα ούτε καµιά συναυλία – καλύτερα στα βουνά να βόσκω.
Πώς βλέπεις να εξελίσσεται αυτός ο νέος ψηφιακός κόσµος, ιδιαίτερα την εποχή που τα κράτη έχουν κάνει ένα µαζικό δοκιµαστικό ελέγχου του πληθυσµού;
Πότε ο άνθρωπος δεν ήταν τόσο ελεγχόµενος όσο στις µέρες µας. Ξέρετε πόσες εκατοντάδες χιλιάδες κάµερες έχουν στους δρόµους τους το Πεκίνο ή το Λονδίνο; Εκ προοιµίου ο άλλος είναι ύποπτος, καταργείται το τεκµήριο της αθώας ύπαρξης. Κατάλαβες; Καλλιεργείται ο φόβος, καλλιεργείται η υποψία εγκλήµατος. Εγώ τι έχω να κρύψω, τι να φοβηθώ; Ξέρουν όλοι ποιος είµαι και τι κάνω. ∆εν θέλω η επόµενη γενιά να ζήσει µε τον έλεγχο από τα γεννοφάσκια της.
Εάν όµως η επόµενη γενιά έχει εκπαιδευτεί ώστε να νιώθει άνετα και βολικά σε αυτό το πλαίσιο;
Λέει µια παροιµία στην Κρήτη: «Ο που ’µαθε τσι φυλακής, τσι φυλακής θυµάται». Εχουµε το φαινόµενο παιδιά που µεγαλώνουν τώρα και δεν ξέρουν την ελευθερία της έκφρασης και της ζωής, µεγαλώνουν µε τον εγκλεισµό στην καραντίνα.
Χαΐνης Δ. Αποστολάκης: «Οι σημερινοί άνθρωποι έχουνε μολυνθεί από το μικρόβιο του φόβου»
Αλλά δεν είναι µόνο η νέα γενιά. Εάν κάνεις µια έρευνα, θα δεις ότι η «κοινή γνώµη» επιλέγει την «ασφάλεια» από την ελευθερία.
Συµφωνώ. Θα προέτρεπα αυτούς που προτιµούν την ασφάλεια από την ελευθερία να µην ξαναπατήσουν ποτέ στους χώρους που λατρεύουν ελευθερωτές, αλλά στους χώρους που λατρεύουν ασφαλιστικούς πράκτορες. Μην ξαναπατήσεις στις εκκλησίες γιατί ο Χριστός προτίµησε την ελευθερία από την ασφάλειά του. Μην ξαναπατήσεις σε θέατρο γιατί παίζουνε τον Προµηθέα και την Αντιγόνη. Να πηγαίνουν µόνο στα εγκαίνια των τραπεζών και να κάνουν επιτέλους θρησκεία τη Wall Street. Αλλά ας είναι συνεπείς: να πουν «πιστεύουµε σε έναν κόσµο όπου όλα µετριούνται, όλα αγοράζονται, όλα εξαγοράζονται και όλα αποτιµούνται χρηµατικά» και ας εγκαταλείψουν οτιδήποτε άλλο. Καλά τα λέµε; Απλά και σκληρά.
Σκέφτοµαι τον αγρότη που παλεύει µε τη γη. Αυτός ο άνθρωπος έχει πειστεί ότι αυτό που βγάζει από τη γη µε τον δικό του µόχθο έχει µικρότερη αξία από το ευρώ ή από οποιοδήποτε άλλο νόµισµα. Γιατί έχει πειστεί;
Εγώ ζω αποµονωµένος από όλη την Ελλάδα τώρα και δεκαετίες και θα ζήσω έτσι γιατί δεν ανέχοµαι αυτή την ασχήµια. Εχουµε αυτή την αλλαγή του συµπεριφορικού κώδικα και αυτήν τη µετάλλαξη του ηθικού κώδικα. Θα σας πω ένα στιγµιότυπο που γινόταν σε όλες τις ελληνικές οικογένειες από την Κρήτη µέχρι τη Θράκη. Οταν µας έπεφτε ένα ψίχουλο κάτω, «Παναγία µου» λέγανε και τροµοκρατούνταν, έκαναν τον σταυρό τους και το µάζευαν από κάτω µην το πατήσουµε γιατί το ένα ψίχουλο αυτό ήθελε ο ένας να σπείρει το σιτάρι, ο άλλος να το θερίσει, να το αλέσει, να πλάσει το ψωµί, να το φουρνίσει. Πίσω από το ψίχουλο έβλεπαν τον ιδρώτα και τον κόπο πολλών ανθρώπων και πολλών γενεών. Σήµερα η χρηµατική αποτίµηση κάθε πράξης θεωρώ είναι πως είναι ό,τι πιο χυδαίο πέρασαν η βιοµηχανία της κουλτούρας και η διαφήµιση και η αγοραία έκβαση της ζωής µας. Από τη στιγµή που η αγορά ανέλαβε την πρωτοκαθεδρία από το όραµα πήρε τους θεούς από όλους τους θεσµούς. Από τα έθνη, από τις θρησκείες, από την πολιτική, από τη δικαιοσύνη, από την τέχνη. Αφού λοιπόν η αγορά πήρε όλους τους θεούς, τους αποτίµησε µε τη γλώσσα της.
Υπάρχει µια φυλή, η Xsosa στη νοτιοανατολική Αφρική, που στη γλώσσα της έχει τη λέξη «ubuntu», που σηµαίνει «είµαι γιατί είµαστε».
Να σου πω ένα αντίστοιχο συγκλονιστικό παράδειγµα στην Κρήτη. Πάει ένας στον πατέρα του και του λέει: «Κέρδισα ένα εκατοµµύριο στο χρηµατιστήριο». Εκείνος πέφτει σε βαριά περισυλλογή και του απαντάει: «Και ποιος, παιδί µου, τα ’χασε;». Η ανταλλαγή έχει πάντα µέσα της το στοιχείο της ανισότητας. Μην ακούτε τους αναρχικούς που λένε ότι οι παλιότερες κοινωνίες ήσαν ανταλλακτικές. Ησαν µητρογραµµικής συγκέντρωσης αγαθών. Οι γυναίκες είχαν τα αγαθά. Η ανταλλαγή έχει πάντα έναν κερδισµένο κι έναν χαµένο. Στις πατριαρχικές κοινωνίες έκαναν ανταλλαγές. Στις πρώτες κοινωνίες –πριν από την 4η χιλιετία πΧ– όπου δεν υπήρχαν πολεµικές συρράξεις το θηλυκό στοιχείο υπερείχε. Η ανεκτικότητα, η δεκτικότητα, η ενσυναίσθηση ήσαν πρωταρχικά στοιχεία.
Μπορείς να σκεφτείς την επόµενη µέρα του πλανήτη;
Όλοι οι επιστήµονες λένε ότι δεν έχει µείνει πολλή ζωή. Ο άνθρωπος δεν µπορεί να νικήσει τον πλανήτη, απλώς καταστρέφει το κοµµάτι που τον τρέφει. Ο άνθρωπος δεν καταλαβαίνει ότι αυτήν τη στιγµή έχουµε έναν πλανήτη όπου οι αλλαγές στο οικοσύστηµα είναι µάλλον µη αντιστρέψιµες. Εχει κυριαρχήσει µια τάση υπερµεγέθυνσης. Προκαλώ οποιονδήποτε έχει τη στοιχειώδη αδογµάτιστη σκέψη –δεξιό, αριστερό, απ’ όπου θέλει ας είναι– να του πω: «Εχουµε ένα σύστηµα στο οποίο το χάσµα πλουσίων – φτωχών µεγαλώνει διαρκώς. Το βλέπεις να πηγαίνει καλά;». Πότε θα καταλάβουµε την έκταση του προβλήµατος; Οταν δούµε εκατοµµύρια ανθρώπους να ξεσπιτώνονται, φονικές πυρκαγιές και πληµµύρες, νέους ιούς να αναδύονται; Υπάρχουν άλλοι 1.700.000 κορονοϊοί στον πλανήτη. Θα έλεγα µε έναν χονδροειδέστατο τρόπο ότι την πρώτιστη ευθύνη έχει το σύστηµα διαχείρισης των πλανητικών αγαθών, που είναι –κάνοντας τον λαϊκιστή– o µητροπολιτικός καπιταλισµός της Ευρώπης και της Αµερικής, ο κρατικός καπιταλισµός της Κίνας και ο ολιγαρχικός καπιταλισµός της Ρωσίας.
Πώς µπορεί να προκύψει λύση στο πρόβληµα που αφορά όλους;
∆εν ξέρω, ειλικρινά. Στον πλανήτη κανένας οικονοµολόγος ή φιλόσοφος δεν µπορεί να σου µιλήσει για την εξέλιξη του πλανήτη. Να ξέρετε πάντως ότι ο άνθρωπος καταπιέζεται πάρα πολύ στη σηµερινή εποχή ∆εν στεναχωράται απλά, αλλά στενοχρονάται. Και αυτό το πράγµα θέλω να σας πω, ρε παιδιά: δεν υπάρχουν έτοιµες λύσεις. Εγώ πιστεύω πάντα σε ριζοσπαστικές αλλαγές, τις εφαρµόζω, αλλά δεν προτείνω στους άλλους γιατί τις εφαρµόζω µόνο στον εαυτό µου.
Ποιες είναι αυτές;
Αυτή η ζωή δεν είναι πρόβα τζενεράλε· είναι η παράσταση. Εγώ εφαρµόζω λίγο σπαρτιατική ζωή για να µην έχω ανάγκη τίποτε. Μπορώ και να βόσκω. Μπορώ να ζήσω εγκαταλειµµένος, αποτυχηµένος, ξεχασµένος. ∆εν µπορώ να ζω µε ηθικό σύστηµα, δεν µπορώ να εκβιάζοµαι. Οι ανθρώποι να δούνε ποιος εκβιάζει το παιδί που έχουν µέσα τους. ∆εν µου αρέσει να εκβιάζοµαι από κανέναν – ούτε από ανθρώπους ούτε από κράτη ούτε από θρησκείες· ούτε από την πανδηµία εκβιάστηκα. Την πανδηµία τη νίκησα, δεν κατάλαβα ότι πέρασε. Άµα θέλω ζω, άµα θέλω ποθαίνω. Το θείο δώρο που σου έδωσε η ζωή, τη µοναδικότητα της ύπαρξής σου, πότε θα την τιµήσεις, ρε φίλε; Για το ιερό κοµµάτι του παιδικού εαυτού µας τα κάνουµε όλα.
Να περάσουµε στη σηµερινή διακυβέρνηση του τόπου. Επίθεση στα εργασιακά, τα ασφαλιστικά και εν γένει στα δικαιώµατα των πολιτών.
Όπως βλέπω τις κυβερνήσεις στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια παρατηρώ µια συνέχεια στην ιστορία. Από τον Παπανδρέου στον Μητσοτάκη, τον Σηµίτη, τον Καραµανλή, τον Παπανδρέου, τον Σαµαρά, τον Τσίπρα και τον Μητσοτάκη άµα δείτε υπάρχει ένας κυµατισµός: όραµα – τακτοποίηση, όραµα – τακτοποίηση, όραµα – τακτοποίηση. ∆εν κακίζω την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Κανέναν δεν καβακεύεις άµα δεν σκύψει.
Θα σας πω λοιπόν µια ωραία ιστορία πώς κάποιες φορές οι γονέοι µου γίνονταν εργοδότες και πώς αντιµετώπιζαν τους εργάτες (γέλια). Οταν γινόµασταν εµείς οι προλετάριοι εργοδότες πώς συµπεριφερόµασταν. Ο πατέρας µου κλέβει τη µάνα µου τη δεκαετία του ’50. Ο πατέρας µου χαµηλής κοινωνικής τάξης, τη µητέρα µου την αποκληρώνουν. Ο πατέρας µου φεύγει στρατό και έρχεται µετά δυο χρόνους και τον περιµένει η µάνα µου σε έναν στάβλο µε 150 πρόβατα. Νοικιάζουν σπίτι στο χωριό – ο πατέρας µου λούµπεν προλετάριος. Μεροκαµατιάρης στις οικοδοµές, στα χωράφια. Ο πατέρας µου δούλευε σαν σκυλί µαύρο διπλές βάρδιες στα ελαιοτριβεία τη νύχτα, τη µέρα στις οικοδοµές. Οταν γεννήθηκα εγώ τα βρήκε η µάνα µου µε την οικογένειά της και της δώκανε κάτι χωράφια, χωρίς φυτέµατα, έπρεπε να φυτέψει. Φύτεψε ελιές και µέχρι να µεγαλώσουν φυτεύει και αµπέλια.
Θέρος, τρύγος, πόλεµος στασιό δεν περιµένουν. Οπότε στα λιγοστά χτήµατα έπρεπε να παίρνουµε εργάτες. Η µάνα µου µε κάθε επισηµότητα ξενυχτούσε, το πρωί έρχονταν οι εργάτες και πίνανε καφέ, τρώγανε κουλουράκι και φρούτο. Στις 10.30 τους µάλωναν που δεν σταµάταγαν για κολατσιό. Στις 12.30 τους καλούσαν να σταµατήσουν για µεσηµεριανό που έφτιαχνε η µάνα µου. Κατά τις 3.30 τους σταµατούσε να πιούνε ένα αναψυκτικό, µια κανελάδα, να φάνε ένα κοµµάτι πίτα που είχε κάνει η µάνα µου. Στις 5 τους έδιωχναν να µην έχει δύσει και να πάνε οι ανθρώποι να βρούνε τσ’ αδικούς τους. Και κατευθείαν τα µεροκάµατα. Αυτή ήταν η συµπεριφορά στον εργάτη, παιδιά. Η µάνα µου –όταν ήρθαν από την Αλβανία και δούλευαν για τους γειτόνους– έδενε στην απλώστρα φαγητό που το ’παιρναν. Τη ρωτούσα «γιατί το κάνεις;». «Γιατί έχουν κι αυτοί µια µάνα που έχει το παιδί της στην ξενιτιά». Εάν µου ’λεγε κανείς ποια γνώµη έχεις για το εργασιακό του Χατζηδάκη, θα του ’λεγα αυτή την ιστορία. Οχι µόνο οι γονέοι µου, αλλά όσοι ανθρώποι είχαν σέβας στη ζωή έτσι αντιµετωπίζανε τον εργάτη, ήταν υπεύθυνοι όχι µόνο για το εάν πάρει λεφτά αλλά για το εάν περάσει καλά µαζί τους. Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά. Το καταλαβαίνετε αυτό;
Υποδύεσαι ρόλους για να λες ιστορίες.
Είναι εποχές φτωχές και αναγκάστηκα να κάνω και τον Καζαντζάκη και τον Ζορµπά. Τον Οµηρο και τον Οδυσσέα. Και τον ήρωα και τον αφηγητή. Επειδή η κοινωνία φτώχυνε κι έπρεπε εγώ στο παιδί σου να αφηγηθώ κάτι. Στον κόσµο έµεινε η νεύρωση της αγοράς και έφυγε η υπερβολή της ποίησης. Οπότε έπρεπε να κάνω και τον υπερβολικό κουζουλό που τα καταγράφει. ∆εν πειράζει – αυτός ο ρόλος µου ’λαχε, αυτόν κάνω.
Είναι ωραίος ρόλος. ∆εν βρίσκεις πια ωραίους ανθρώπους.
Βρίσκεις αλλά όλο και λιγένουν. Εµένα η προίκα µου είναι οι ανθρώποι που γνώρισα. Τώρα γνωρίζεις χίλιους ανθρώπους και λίγες κοσµοαντιλήψεις. Αυτό είναι φτώχεια.
Εσύ, ∆ηµήτρη, νιώθεις νικητής στη ζωή;
Εγώ, όπως ξέρεις, είµαι σαλταρισµένος µε τις πολεµικές τέχνες. Να σου πω πώς αντιλαµβάνεται ο καπιταλισµός τη νίκη και πώς εγώ. Είµαι µποξέρ. Ανεβαίνω στο ρινγκ µε ένα παιδί που είναι πάρα πολύ καλό, βέβαια πέντε κατηγορίες στα κιλά πάνω από µένα. Αλλά οι αγώνες είναι αµφίρροποι, γιατί είµαι πολύ γρήγορος, νευρόσπασµα. Και έρχεται η γυναίκα του µε το κοριτσάκι τους από κάτω και σκέφτηκα: «Τι κάνει ένας πραγµατικός πολεµιστής; Θα παίξω πιο συντηρητικά και ας τις φάω». Εφαγα πολύ ξύλο αλλά ήταν το ξύλο που χάρηκα πιο πολύ και από τη µεγαλύτερη νίκη. Οπότε η µεγαλύτερη νίκη στη ζωή µου ήταν η ήττα µου, γιατί ήταν χαρούµενο ένα κοριτσάκι. Θυµάµαι δυο φορές που έκανα δυο νίκες απανωτές και µε έδιωξε ο δάσκαλός µου γιατί είχα θυµό. Εντράπηκα τους συναθλητές µου, τον δάσκαλό µου. Γιατί είχα δικά µου εσωτερικά προβλήµατα τότε. Και µετά µου λέει ο καπιταλιστής να νικήσεις. Τι λες ρε!
INF0
Οι Χαΐνηδες γιορτάζουν τα 30 χρόνια δισκογραφικής τους παρουσίας με μια μεγάλη συναυλία την Τρίτη 29 Ιουνίου (21.00) στην Τεχνόπολη στο Γκάζι. Θα παρουσιάσουν παλιότερα τραγούδια τους και παράλληλα τραγούδια από τη νέα τους δισκογραφική εργασία που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, με τίτλο «Κοινώς βάρδα φουρνέλο». Η πώληση των εισιτηρίων γίνεται αποκλειστικά από το viva.gr