Στην υλοποίηση 90 από τα 113 συνολικά προαπαιτούμενα που μένουν έως το τέλος του προγράμματος θα στοχεύσει η κυβέρνηση κατά την τρίτη αξιολόγηση, η οποία θα αρχίσει μετά από τις γερμανικές εκλογές τον Σεπτέμβριο και αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος του Δεκεμβρίου εφέτος.
Τα κυβερνητικά στελέχη θεωρούν πως ο στόχος είναι εφικτός, παρά το γεγονός ότι, όπως αναφέρουν, στην επικείμενη αξιολόγηση υπάρχουν τα «αγκάθια» των κοινωνικών επιδομάτων και της υλοποίησης των ήδη ψηφισθέντων διατάξεων για το Δημόσιο (αξιολόγηση- κινητικότητα κ.λπ.). Αντίθετα, για το 2018 αναμένεται να «οδεύσει» ο φάκελος με τις ιδιωτικοποιήσεις.
Η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα και οι εκπρόσωποι των θεσμών αναμένεται να έχουν μια πρώτη επαφή στο τέλος Αυγούστου ή στις αρχές Σεπτεμβρίου για τον καθορισμό του χρονοδιαγράμματος της νέας αξιολόγησης και την κατάρτιση του προσχεδίου του νέου προϋπολογισμού. Η επαφή αυτή θα πραγματοποιηθεί είτε μέσω τηλεδιάσκεψης είτε, το πιθανότερο, στις Βρυξέλλες, όπου, άλλωστε, στις 4 Σεπτεμβρίου συνεδριάζει το Euro Working Group.
Στόχος της ελληνικής πλευράς είναι να ολοκληρωθεί η νέα επισκόπηση με συνοπτικές διαδικασίες έως τα μέσα του Δεκεμβρίου, παρά τον αστάθμητο παράγοντα των γερμανικών εκλογών που σε κάθε περίπτωση θα επηρεάσει τον χρόνο έναρξης των διαπραγματεύσεων. «Δεν ξέρω πώς μπλέκεται με τις γερμανικές εκλογές να πω την αλήθεια, δεν είμαι σίγουρος εάν πρέπει (η έναρξη της αξιολόγησης) να γίνει πριν ή μετά. Και πόσο καιρό θα πάρει να σχηματιστεί εκεί κυβέρνηση. Βλέπεις στην Ολλανδία, έξι μήνες και ακόμη δεν έχουν κυβέρνηση», δηλώνει χαρακτηριστικά κυβερνητικός παράγοντας.
Φυσικά, το πόσο γρήγορα θα κλείσει η γ’ αξιολόγηση δεν εξαρτάται μόνον από τον χρόνο εκκίνησης των διαβουλεύσεων, αλλά και από τη στάση που θα κρατήσει το ΔΝΤ. Εν προκειμένω, στην κυβέρνηση πιστεύουν πως το ΔΝΤ δεν θα δώσει τώρα «μάχη» για το (κατά το Ταμείο) δημοσιονομικό κενό για το 2018. Αντίθετα, υπάρχει η ανησυχία μήπως τον επόμενο Απρίλιο ή τον Μάιο ζητήσει την εφαρμογή κατά ένα έτος νωρίτερα της μείωσης του αφορολόγητου (σ.σ. το 2019 αντί του 2020) ή τη μη ενεργοποίηση των αντίμετρων, «και εφόσον φυσικά θα παραμένει μέσα το Ταμείο έως τότε» όπως ανέφεραν κυβερνητικές πηγές.
Εκτιμάται ότι μετά από τη νέα αξιολόγηση θα υπάρξουν ακόμη δύο- ήτοι τρεις συνολικά- έως το τέλος του προγράμματος. Στο μεσοδιάστημα, η κυβέρνηση θα επιχειρήσει και άλλες εξόδους στις αγορές, τόσο για άντληση ρευστότητας, όσο και για βελτίωση της καμπύλης των επιτοκίων. ‘Αλλωστε, τα επιτόκια δανεισμού της χώρας θα αποτελέσουν έναν από τους βασικούς παράγοντες για το εάν η «επόμενη ημέρα» μετά το πρόγραμμα θα αποτελεί «καθαρή έξοδο» ή θα «συνοδεύεται» από μιας μορφής στήριξη από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕSM) με πιστωτική γραμμή (την ενισχυμένη ECCL ή την απλή PCCL). Η Αθήνα θεωρεί ότι η απόφαση του Eurogroup τον Ιούνιο προϊδεάζει για «καθαρή έξοδο», αλλά αυτό πρέπει να συμφωνηθεί ρητά με τους πιστωτές. Εκ του λόγου αυτού, στο υπουργείο Οικονομικών κρατούν κλειστά τα χαρτιά τους, κάτι που εν πολλοίς θεωρείται αναμενόμενο. «Σε όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις οι υπουργοί Οικονομικών πρέπει να είναι πάντα πιο συντηρητικοί (και από τους πρωθυπουργούς ακόμη) έως τέλους», ενώ παράλληλα «δουλειά τους είναι να σπάζουν τα νεύρα των άλλων υπουργών για να συντονίζονται και να υλοποιούνται ο προϋπολογισμοί», αναφέρουν κυβερνητικοί παράγοντες.
Σημειώνεται, τέλος, ότι μετά από τη νέα χαλάρωση πρόσφατα των capital controls, κυβερνητικά στελέχη που ρωτήθηκαν πότε θα αρθούν τα εμπόδια όσον αφορά στο άνοιγμα νέων καταθετικών λογαριασμών, δηλώνουν πως στο συγκεκριμένο ζήτημα- και σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σχετικά με το μνημόνιο- η ΕΚΤ είναι πιο «σκληρή» από το ΔΝΤ, φοβούμενη «έξοδο κεφαλαίων». Κατά τους κυβερνητικούς παράγοντες «είναι ένα “στοίχημα” τι θα γίνει εάν το επιτρέψουμε, θα φύγουν τα λεφτά ή όχι; Το πρόβλημα (για την ΕΚΤ) είναι ότι εάν ανοίξουν και άλλοι λογαριασμοί ή μπουν συνδικαιούχοι, θα βγαίνουν τα λεφτά από τη χώρα γιατί θα έχεις μεγαλύτερο όριο αναλήψεων».