Ώρες ευθύνης, ώρες συναίνεσης

Ώρες ευθύνης, ώρες συναίνεσης

Στην εξωτερική πολιτική τείνει να γίνει δόγμα η βιωματική παραδοχή ότι κάθε προτεινόμενη λύση (που εμπεριέχει τον λιγότερο ή περισσότερο επώδυνο συμβιβασμό) είναι χειρότερη από την προηγούμενη και καλύτερη από την επόμενη.

Εφαρμόστηκε στην πράξη με τις εμφανιζόμενες κατά καιρούς προτάσεις επίλυσης του κυπριακού αλλά και του σκοπιανού. Ιδιαίτερα για το τελευταίο είναι σαφές ότι ακόμη και όσοι αντιδρούσαν στο λεγόμενο «πακέτο Πινέιρο» σήμερα, με αυτοκριτική διάθεση, το νοσταλγούν μπροστά στον συμβιβασμό της συμφωνίας των Πρεσπών, που όμως κι αυτή είναι προτιμότερη από τη διαιώνιση του προβλήματος, όπως σιωπηρά συνομολογήθηκε από όλες τις πλευρές μετά το αδιέξοδο στην ενταξιακή πορεία των Σκοπίων. Το παραπάνω δόγμα δικαιώνει όσους ισχυρίζονται ότι στην αντιμετώπιση των δύσκολων εθνικών θεμάτων η επίλυση, ο αναγκαίος συμβιβασμός είναι προτιμότερος από τη διαιώνισή τους.

Μήπως όμως χρειάζεται να επαναπροσδιορίσουμε το πρόσημο του συμβιβασμού στην εξωτερική πολιτική;

Ιδιαίτερα στις ημέρες μας, όπου: Η τουρκική προκλητικότητα, οι εντεινόμενες αξιώσεις της, η κλιμακούμενη διάθεση για έρευνες και γεωτρήσεις στην ανατολική Μεσόγειο και όχι μόνο ενισχύουν τις υπόνοιες ότι η γείτονα επιθυμεί την πρόκληση νέων τετελεσμένων στο Αιγαίο μέσω ενός θερμού επεισοδίου.

Αυτό συνάδει με τις κινήσεις της, αλλά και η συγκυρία, δυστυχώς, συνηγορεί σ’ αυτό. Η Τουρκία εμφανίζεται να μην επιθυμεί ν’ αφήσει την Ελλάδα ανενόχλητη στην πολιτική του «μονοφαγά», όπως έλεγε και ο Ν. Κοτζιάς. Εμφανίζεται αποφασισμένη να επιβάλει λύσεις «συνεκμετάλλευσης», όπως κάποτε πρότεινε ο Μ. Θεοδωράκης.

Και εδώ τίθεται το κρίσιμο ερώτημα: τι μπορεί να πράξει η Ελλάδα;

Αν δεχτούμε ότι η Ελλάδα δεν επιθυμεί ή είναι ανέτοιμη για μετωπική σύγκρουση, τότε η αποκλιμάκωση περνά από διάλογο. Από διαπραγμάτευση. Και σε μια διαπραγμάτευση όταν ο ένας εκ των δύο παικτών διεκδικεί ενώ ο άλλος αμύνεται ή περιορίζεται στη «νομιμότητα», τότε αυτή θα καταλήξει σε συμβιβασμό. Επώδυνο ίσως. Γιατί ο διεκδικών θα λάβει ενώ ο άλλος έχει μόνο να δώσει. Τι και πόσο έχει να κάνει με τη διεθνή συγκυρία, τον τρόπο με τον οποίο οι δύο πλευρές οδηγήθηκαν στη διαπραγμάτευση, με τις ικανότητες των δυο πλευρών.

Συνεπώς η πολιτική του δόγματος «δεν διεκδικούμε και δεν αξιώνουμε τίποτα» θα καταλήγει σε απώλειες. Αργά ή γρήγορα. Υπάρχει άλλη επιλογή;

Εδώ η άμεση προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δίνει τη δυνατότητα μερικής άρσης του αδιεξόδου. Η επιλογή αυτή εμφανίζεται σήμερα να έχει περισσότερα πλεονεκτήματα από τις παραπάνω επιλογές. Και αυτό γιατί ακόμη κι αν η Τουρκία αρνηθεί τον διάλογο, θα απομονωθεί διπλωματικά.

Η χώρα μας εμφανίζεται έτσι ως παράγοντας σταθερότητας διότι επιδιώκει ειρηνικές λύσεις μέσω διαλόγου και θέτει αυτή το περιεχόμενο των πρωτοβουλιών. Επιπρόσθετα απομειώνει την ένταση και αποτρέπει θερμό επεισόδιο που θα δημιουργούσε τετελεσμένο. Υπάρχει, βέβαια, πάντα ο κίνδυνος η Τουρκία να αποδεχτεί την προσφυγή. Αυτό σημαίνει ότι θα είμαστε εθνικά έτοιμοι, εάν και εφόσον επισυμβεί, να αποδεχτούμε την όποια απόφαση του δικαστηρίου. Μια απόφαση που ίσως δεν είναι η ιδανικά επιθυμητή.

Αυτό σημαίνει, όμως, ότι την ευθύνη αυτή καμία κυβέρνηση, ιδιαίτερα μονοκομματική, δεν μπορεί να την επωμιστεί εξολοκλήρου. Γιατί δυστυχώς ο λαϊκισμός διατηρεί έντονα νωπή την απειλή του λεγόμενου πολιτικού κόστους. Χρειάζεται εθνική συνεννόηση. Νέο δόγμα στην εξωτερική μας πολιτική. Νέο περιεχόμενο με θετικό πρόσημο στον συμβιβασμό των αντιθέσεων. Νέο ήθος συνεργασίας. Συζήτηση συμβουλίου πολιτικών αρχηγών. Ετσι είμαστε χρήσιμοι στις επόμενες γενιές και όχι αρεστοί στην κομματική πελατεία.

Άλλωστε αυτή είναι η σύγχρονη έννοια της εθνικής αξιοπρέπειας και ακεραιότητας. Μιας Ελλάδας που αναπτύσσει και δημιουργεί ειρηνικά και αρμονικά με τις νέες προκλήσεις. Να διασώσουμε την εθνική μας ακεραιότητα προσφέροντας στις επόμενες γενιές μια χώρα που μπορεί να ζει αρμονικά και ειρηνικά με τις νέες προκλήσεις.

Ο ‘Αρης Σπηλιωτόπουλος είναι πρώην βουλευτής και υπουργός της ΝΔ

Documento Newsletter