Ωραίες σαν αμαρτία, θρύλοι στην Ιστορία

Η ομορφιά τους μυθική, τα παθήματά τους τραγικά. Οι ιστορίες τεσσάρων γυναικών μπλέκονται με τον θρύλο τους.

Το χιόνι είχε καλύψει τα βουνά των Ιωαννίνων τη μέρα που η κυρα-Φροσύνη δεμένη πισθάγκωνα ρίχτηκε από τη βάρκα μαζί με άλλες 17 γυναίκες στην παγωμένη λίμνη. Αυτός ήταν ο τρόπος που σκέφτηκε ο Αλή Πασάς για να καθαρίσει την περιοχή από τα σκάνδαλα. Ο θρύλος λέει ότι ο πασάς διέταξε τη δολοφονία από ζήλια, επειδή η Φροσύνη προτίμησε τον γιο του, τον φιλήδονο και γλεντζέ Μουχτάρ, και όχι εκείνον. Η εκδοχή που τρέφει τη λαϊκή φαντασία τόσες δεκαετίες σχετικά με τον έρωτα του Αλή (ο οποίος μάλλον δεν υπήρχε) ξεκίνησε με έργα όπως το ποίημα «Η κυρά Φροσύνη» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη: «Είναι τρεις νύχτες που άγρυπνος, την βλέπω πάλι εμπρός μου./ Η σπίθα μου έγινε φωτιά, με καίει, με φλογίζει./ Δεν είμαι Αλής Τεπελενλής, δεν είμαι υιός της Χάμκως,/ αν ίσως στο κρεβάτι μου δεν την ιδώ να πέση./ Στον ύπνο μου για τρεις φορές την είδα τη Φροσύνη,/ θα ν’ αληθέψει τ’ όνειρο… κι απόψε θ’ αληθέψει».

Η Ευφροσύνη Βασιλείου, όπως ονομαζόταν, ήταν σύζυγος του εμπόρου και προκρίτου Δημητρίου Βασιλείου και ανιψιά του μητροπολίτη Ιωαννίνων Γαβριήλ Γκάγκα. Ο σύζυγός της έλειπε μεγάλα χρονικά διαστήματα στη Βενετία λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων (οι κακές γλώσσες λένε για να γλιτώνει τους φόρους του πασά). Εκτός από εξαιρετική ομορφιά η Φροσύνη διέθετε και ανοιχτό μυαλό που της υπαγόρευε να ζει ελεύθερα τον έρωτα με άλλους άντρες, κάτι ασυγχώρητο για την εποχή. Το διαμαντένιο δαχτυλίδι της γυναίκας του Μουχτάρ, που υποτίθεται ότι της χάρισε εκείνος, ήταν απλώς η αφορμή για να ξεσπάσει η οργή του πασά, ο οποίος συνέλαβε αυτοπροσώπως τη μοιχαλίδα. Οταν ξεθύμανε ο θυμός του Αλή, μετάνιωσε για την πράξη του: «Κλαίει ο πασάς/ κλαίει ο μαχαλάς/ Την κυρα-Φροσύνη/ κλαίει κι ο αραμπάς./ Ολη η ρωμιοσύνη/ κι όλος ο ντουνιάς».

Ηταν πολύ αργά όμως. Τα κλάματα των γυναικών είχαν ήδη πνιγεί στα νερά της λίμνης. Ο θρύλος λέει ότι ως πράξη μεταμέλειας ο πασάς ζήτησε «Χίλια καντάρια ζάχαρη να ρίξουνε στη λίμνη/ για να γλυκάνει το νερό να πιει η κυρα-Φροσύνη». Τραγική ειρωνεία, 21 χρόνια μετά, ο Αλή Πασάς αποκεφαλίστηκε στο νησί της λίμνης που πήρε το όνομά της. Δεκάδες τα δημοτικά και λαϊκά άσματα, τα ποιήματα, οι διηγήσεις και οι πίνακες για την περιπέτειά της. Η Φροσύνη έγινε επίσης όπερα από τον Παύλο Καρέρ, ταινία, σίριαλ και λαϊκό ανάγνωσμα σε εφημερίδα («Η λίμνη των στεναγμών» του Δ. Γιαννουκάκη).

Η γητεύτρα του λιονταριού της Ηπείρου

Ο,τι πρόσταζε η λευκή και αφράτη κυρα-Βασιλική το έκανε ο Αλή Πασάς. Ηταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να μερέψει «το ασλάνι της Ηπείρου». Ετσι τουλάχιστον λέει ο θρύλος και το τραγούδι «Βασιλική προστάζει, βεζύρ’ Αλή Πασά/ βάλε φωτιά στα τόπια, κάψε τα Γιάννενα». Η Βασιλική Κονταξή γεννήθηκε στην Πλισιβίτσα (το σημερινό Πλαίσιο) των Φιλιατών Θεσπρωτίας. Κόρη του Κίτσου Κονταξή και αδερφή του οπλαρχηγού Γεωργίου Κίτσου και των Νικολάου και Ιωάννη Κονταξή, κατέληξε στο χαρέμι του Αλή Πασά την ίδια χρονιά που πνίγηκε η κυρα-Φροσύνη, μετά τη σύλληψη του πατέρα της που κατηγορήθηκε ως κιβδηλοποιός. Η Βασιλική, που ήταν 12 χρόνων όταν γνώρισε τον Αλή Πασά, τον γοήτευσε αμέσως και σύντομα έγινε η δεύτερη γυναίκα του.

Λέγεται ότι τόσο την ερωτεύτηκε ο πασάς που της επέτρεψε να κρατήσει τη χριστιανική πίστη της και της παραχώρησε ένα δωμάτιο του χαρεμιού το οποίο μετέτρεψε σε παρεκκλήσι. Εκείνη του έμεινε πιστή μέχρι το τέλος του. Το 1822 μεταφέρθηκε αιχμάλωτη στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου και την απελευθέρωσε ο πατριάρχης Ανθιμος Γ΄ με τη βοήθεια του σιναφιού των κρεοπωλών. Εξι χρόνια έζησε στην Πόλη ως προστατευόμενη του Πατριαρχείου και ερχόταν σε επαφή με μέλη της Φιλικής Εταιρείας, ενώ αργότερα εξορίστηκε στην Προύσα.

Στους κώδικες της Ιεράς Μητροπόλεως Προύσης αναφέρεται ότι στις περιοδείες της στις μονές και στα γύρω χωριά ήταν «πάντα καλυμμένη με το μαύρο πέπλο και την απαστράπτουσα από καθαριότητα εσθήτα της». Το 1829 επέστρεψε στην ελεύθερη Ελλάδα μαζί με τις κόρες της, τα ορφανά που είχε περιμαζέψει στην Προύσα. Ο Καποδίστριας της παραχώρησε έναν πύργο (την Κούλια της κυρα-Βασιλικής) και κτήματα στο χωριό Κατοχή της Αιτωλίας. Μέχρι το τέλος της σύντομης ζωής της, που κράτησε μόλις 45 χρόνια, διατήρησε τη σπάνια ομορφιά και την ευγένειά της.

Η πολυθρύλητη ομορφιά της Μαρίας Πενταγιώτισσας

Δύο θάλασσες γαλάζιες ήταν τα μεγάλα μάτια της βεργολυγερής Μαρίας, η οποία γεννήθηκε τη χρονιά που ξέσπασε η ελληνική επανάσταση. Το δέρμα της βελούδο, τα μαλλιά της χείμαρροι από έβενο. Λέγεται πως η βασίλισσα Αμαλία, σε μια επίσκεψή της με τον Οθωνα στα χωριά της Φωκίδας, εντυπωσιάστηκε τόσο από τα κάλλη της, που εκδήλωσε την πρόθεση να την εντάξει στην ακολουθία της. Οσο όμως άνθιζε η Μαρία τόσο μαραινόταν το χωριό, που τόση ομορφιά την είχε σε κακό.

Κάθε βράδυ ο δρόμος έξω από το σπίτι της αντηχούσε από τους αναστεναγμούς. Τα παλικάρια σφάζονταν στην ποδιά της. Της το χρέωσαν μέχρι και τα δημοτικά τραγούδια: «Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Χρισσό κριάρια/ και στης Μαρίτσας την ποδιά σφάζονται παλικάρια/ Μαρίτσα Πενταγιώτισσα, μωρή δασκαλοπούλα (σ.σ.: ο πατέρας της ήταν δάσκαλος),/ εσύ τα ’καμες ούλα».

Το μοναδικό έγκλημα της Μαρίας Δασκαλοπούλου, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, ήταν ότι ήθελε να είναι ισότιμη με τους άντρες. Σε μια εποχή όμως που η θέση της γυναίκας ήταν λίγο καλύτερη από εκείνη των οικόσιτων ζώων (όχι πάντα), οι προσπάθειές της για χειραφέτηση κατέληξαν σε τραγωδία, με τον αδερφό της να πεθαίνει από το χέρι του αγαπητικού της Δημήτρη Τουρκάκη. Η Μαρία κατέφυγε στα γύρω βουνά, όπου λέγεται ότι έγινε λησταρχίνα. Στη συνέχεια συνελήφθη από τη χωροφυλακή και οδηγήθηκε στο Κακουργιοδικείο του Μεσολογγίου, όπου δικάστηκε μαζί με τον δράστη.

Οταν αποφυλακίστηκε, παντρεύτηκε έναν χήρο, τον Γεώργιο Αρμάο, και μεγάλωσε τα τέσσερα παιδιά που είχε από τον προηγούμενο γάμο του. Ομως επειδή οι άνθρωποι δεν συγχωρούν αυτούς που από έρωτα εκπέσανε, η ιστορία της έμελλε να ταξιδέψει στα χρόνια μέσα από δεκάδες ποιήματα, πεζά, θεατρικά, ταινίες και τραγούδια. Ο Κωστής Παλαμάς, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Δημήτρης Καμπούρογλου και ο Παύλος Νιρβάνας ήταν μεταξύ εκείνων που εμπνεύστηκαν από το δράμα της. Πού να φανταζόταν η καψερή ότι μια μέρα θα την ενσάρκωνε στο θέατρο και ο –κάπως πιο τριχωτός από εκείνη– Γιάννης Μποσταντζόγλου στη σάτιρα του Μποστ που φέρει το όνομά της. Τέτοιο ήταν πάντως το συλλογικό πάθος που ενέπνευσε ώστε οι λατέρνες, ακόμη και σήμερα, έχουν σε περίοπτη θέση το πορτρέτο της.

Το δράμα της πυργοδέσποινας Γενοβέφας

Η ωραία Γενοβέφα δεν γεννήθηκε στον ελλαδικό χώρο. Αυτό φυσικά διόλου δεν εμπόδισε την ιστορία της να αγαπηθεί και στα μέρη μας όσο λίγες. Η περιπέτεια της όμορφης πυργοδέσποινας με τα μακριά ξανθά μαλλιά ξεκίνησε τον 13ο αιώνα από μια συκοφαντία. Η ηρωίδα του μεσαιωνικού θρύλου, κόρη του δούκα της Βραβάντης, ήταν παντρεμένη με τον Ζίγκφριντ, στρατιωτικό άρχοντα των Τρεβήρων. Λίγο καιρό μετά τον γάμο αναγκάστηκαν, όπως πολλά ζευγάρια της εποχής, να αποχωριστούν ο ένας τον άλλο, επειδή ο άντρας της έφυγε για να πάρει μέρος σε μια εκστρατεία που διεξήγαγε ο Κάρολος Μαρτέλος εναντίον των Μαυριτανών.

Ερωτας καυτός φούντωσε στην καρδιά ενός αυλικού, του Γκόλο, ο οποίος προσπάθησε να την κάνει δική του χωρίς αποτέλεσμα. Σύντομα η κακία έγινε έρεβος στην ψυχή του και καταπλάκωσε τη ζωή στον πύργο. Ο Γκόλο συκοφάντησε τη Γενοβέφα σε τέτοιον βαθμό που την οδήγησαν στο δάσος των Αρδεννών με το μικρό παιδί της για να εκτελεστεί. Οι δήμιοι όμως τους άφησαν να ζήσουν. Με τη βοήθεια μιας λαφίνας μεγάλωσε το παιδί της. Στα έξι χρόνια η συνωμοσία αποκαλύφθηκε και η ωραία Γενοβέφα κέρδισε ξανά τη ζωή της.

Ο θρύλος της διέσχισε δάση και βουνά, ποτάμια και χαράδρες και ήρθε μέχρι τα μέρη μας, για να γίνει μουσικός σκοπός στα χωριά της Ηπείρου, με σαφή επιρροή από τη Δύση. Η ιστορία της ενέπνευσε μέχρι και τον Γιαννούλη Χαλεπά, που έφτιαξε τη δική του Γενοβέφα, ένα πήλινο γλυπτό στις αρχές του 20ού αιώνα. Και στην Ευρώπη φυσικά την τίμησαν και με το παραπάνω, με μια όπερα του Σούμαν, άλλη μια του Σατί, μια οπερέτα του Οφενμπαχ και πολλά άλλα έργα. Μέχρι και μπίρα βελγική έγινε η μεθυστική ομορφιά της, ενώ ακόμη και στη βυζαντινής τεχνοτροπίας αγιογραφία της Αγίας Γενοβέφας (καμία σχέση δεν έχει με εκείνη της Βραβάντης) υπάρχει σαφής στιλιστική επιρροή – η αγία απεικονίζεται με πολύ μακριά μαλλιά. 

Ετικέτες