Βρετανία: Στο βάθος… λιτότητα μετά τις μειώσεις στη φορολογία των πλουσίων

Τα πρωτοσέλιδα του βρετανικού Τύπου σήμερα, Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου, εκφράζουν την αγωνία τους για την πτώση της αξίας του εθνικού νομίσματος της Βρετανίας έναντι του δολαρίου. Οι εφημερίδες αποδίδουν την πτώση στην οικονομική πολιτική της νεοσύστατης κυβέρνησης της Λιζ Τρας, αφού την Παρασκευή ανακοίνωσε εκτεταμένες μειώσεις φόρων για τα υψηλά εισοδήματα. Οι αγορές ανησυχούν ότι οι κινήσεις της κυβέρνησης δεν είναι επαρκώς κοστολογημένες, πράγμα που μεσοπρόθεσμα αναμένεται να αυξήσει τις δανειακές ανάγκες της κυβέρνησης, μεγαλώνοντας το χρέος και την ανάγκη για λιτότητα και περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες.

Μίνι-προϋπολογισμός και ανησυχία των αγορών

Ο μίνι-προϋπολογισμός που ανακοίνωσε ο νέος υπουργός Οικονομικών Κουάζι Κουάρτενγκ, στον οποίον τα Μέσα έχουν προσδώσει το προσωνύμιο «Καμι-κουάζι», για την ταραχή που έφερε μονομιάς στα οικονομικά πράγματα της χώρας, αναμένεται να κοστίσει 60 δις λίρες τους επόμενους μήνες στη Βρετανία και ένα άγνωστο ποσό από εκεί και πέρα. Η παρέμβαση αυτή έχει να κάνει με την οικονομική στήριξη εν όψει ενός δύσκολου χειμώνα. Ωστόσο, η σφοδρότητα της κρίσης κατέστησε λογική τη λύση ενός μεγάλου πακέτου βοήθειας που θα αυξήσει την καταναλωτική ζήτηση των νοικοκυριών που μαστίζονται από την ακρίβεια και την ενεργειακή κρίση. Η ανησυχία των αγορών όμως δεν έχει να κάνει με αυτή την δαπάνη.

Η βρετανική κυβέρνηση θα προχωρήσει σε μεγάλες, χωρίς χρηματοδοτική κάλυψη, όπως χαρακτηρίζονται από τον οικονομολόγο Τζόναθαν Πορτ, και μόνιμες μειώσεις φόρων χωρίς ένα συγκροτημένο δημοσιονομικό σχέδιο. Παρά την γενική κατανόηση των τελευταίων σαράντα χρόνων ότι ένα οικονομικό σχέδιο πρέπει να είναι κοστολογημένο, ο Κουάρτενγκ δεν προχώρησε σε έγκριση του σχεδίου από το Γραφείο Δημοσιονομικής Ευθύνης για τις οικονομικές συνέπειές του, ενώ απέλυσε τον μόνιμο γραμματέα του υπουργείου Οικονομικών. Το σχέδιο αυτό αναμένεται να μεγαλώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα, εξ ου και η ανησυχία των αγορών για την διολίσθηση της οικονομικής πολιτικής σε… «ριγκανικά» μονοπάτια. Ο πάλαι ποτέ αμερικανός πρόεδρος, Ρόναλντ Ρίγκαν, είχε πει σχετικά με την δημοσιονομική διαχείριση της διακυβέρνησης: «Το έλλειμμα είναι αρκετά μεγάλο πια για να φροντίζει μόνο του τον εαυτό του».

Κόντρα στην οικονομική λογική

Ο Πορτ σημειώνει πως στην μακροοικονομική θεωρία, μια χώρα με ελεύθερη ισοτιμία και ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα που ρυθμίζει τον πληθωρισμό επεκτείνει το έλλειμμά του προϋπολογισμού της δανειζόμενη στο νόμισμά της, η αξία του νομίσματος θα έπρεπε να αυξάνεται, όχι να μειώνεται, αφού τα επιτόκια θα πρέπει να αυξηθούν για να ελέγξουν τον αντίκτυπο του πληθωρισμού. Η αύξηση των επιτοκίων θα μειώσει την προσφορά του χρήματος στην οικονομία, με αποτέλεσμα την άνοδο της τιμής του.

Παρά όμως τη θεωρία, το νόμισμα της Βρετανίας πέφτει, κι αυτό οφείλεται στις αγορές. Οι αγορές πιστεύουν ότι η πολιτική της κυβέρνησης είναι θεμελιωδώς λανθασμένη και δεν είναι σίγουρη ότι η Τράπεζα της Αγγλίας θα επέμβει για να αυξήσει τα επιτόκια, παρά τις διαβεβαιώσεις του διοικητή της Τράπεζας, Άντριου Μπέιλι ότι θα επέμβει μέχρι να χαλιναγωγηθεί ο πληθωρισμός. Σταδιακά, στο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, η Τράπεζα δεν θα μπορεί παρά να επέμβει στην αγορά και να σταθεροποιήσει την λίρα. Όμως αυτό έχει κόστος τα αυξημένα επιτόκια δανεισμού: η Βρετανία δανείζεται ήδη με επιτόκιο 4%, το μεγαλύτερο από οποιαδήποτε ανεπτυγμένη οικονομία. Όπως είναι αναμενόμενο, η εξυπηρέτηση του νέου χρέους θα προκαλέσει την ανάγκη για μειώσεις δαπανών, που αναμένεται να μεταφραστεί σε λιτότητα και περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες για τους πολίτες.

Ετικέτες