Το «Tár» είναι μια ταινία που λειτουργεί βραδυφλεγώς. Μπορώ να το πω με σιγουριά αυτό. Κατά τη διάρκεια της θέασης του έργου υπήρξαν στιγμές που ένιωθα ότι δεν ήμουν βαθιά μέσα σε αυτό, όπως θα ήθελα και με βάση όλα τα εγκωμιαστικά σχόλια που είχα διαβάσει τις προηγούμενες μέρες για τη φοβερή ερμηνεία της Κέιτ Μπλάνσετ κ.λπ. Τις επόμενες μέρες όμως σκεφτόμουν το φιλμ ολοένα και περισσότερο. Μου έρχονταν συνεχώς στιγμιότυπα από την ερμηνεία της Μπλάνσετ και εικόνες του φιλμ που δεν είχα προσέξει τόσο καλά. Η Μπλάνσετ με είχε εντυπωσιάσει στο «Carol» του Τοντ Χέινς με την υπέροχη φωτογραφία του Λάχμαν. Τη συγκεκριμένη ταινία τη λάτρεψα από όλες τις απόψεις: σκηνοθετικά, ερμηνευτικά, τεχνικά, σεναριακά. Στο «Tár» προσπαθούσα σταδιακά να κατανοήσω τον άξονα κατασκευής του κι ένιωθα ότι όλα λειτουργούσαν κάτω από το ίδιο τέμπο. Ειδικά σκηνοθετικά μου φάνηκε ότι όλα υπάκουαν σε ένα συγκεκριμένο κώδικα επικοινωνίας. Ολα όμως άλλαξαν ύστερα από λίγες μέρες όταν άρχισαν να μου «σκάνε» συνεχώς σκηνές από την ταινία στις οποίες δεν είχα δώσει τη δέουσα προσοχή όταν τις πρωτοείδα.
Η αποκάλυψη για μένα σχετικά με το βασικό θέμα του φιλμ σχετιζόταν με τον κεντρικό χαρακτήρα. Σε όλη τη διάρκειά του ήταν σαν να παρακολουθούσα μια γυναίκα που περιμένει απλώς τον θάνατό της. Μια γυναίκα που έχει ήδη μπει στη διαδικασία του θανάτου. Οσο τη σκεφτόμουν ένιωθα ότι η συγκεκριμένη ηρωίδα εκπροσωπεί τη γυναικεία υπόσταση, φορώντας όμως τη στολή της πατριαρχίας. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι για να μπορέσει να επιβληθεί σε έναν άκρως ανδροκρατούμενο κόσμο, αλλά και σε ένα επίσης ανδροκρατούμενο επάγγελμα όπως αυτό του μαέστρου κλασικής μουσικής. Στην προσπάθειά της να επιβληθεί με όπλα της τα σύμβολα της πατριαρχίας το μόνο που τελικά «πετυχαίνει» είναι να παγώσει και η ίδια. Παρατηρώντας την πιο προσεκτικά συνειδητοποιούμε πως όλες οι αποστάσεις που κρατά (ακόμη κι απέναντι στη μητρότητα) μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το σώμα της είναι ένα ψυχρό κομμάτι. Σαν να βρίσκεται σε νάρθηκα, κάτι αρκετά οξύμωρο επειδή το συγκεκριμένο επάγγελμα διαθέτει το στοιχείο της σωματικότητας και απαιτεί συνεχή κίνηση. Μάλιστα βλέπουμε με πόση προσοχή, σκληρή γυμναστική και αφοσίωση φροντίζει τη φυσική της κατάσταση η Ταρ προκειμένου να μπορεί να μεταδώσει χωρίς ψεγάδι τις διευθυντικές της οδηγίες στην ορχήστρα. Ομως αυτό το καλογυμνασμένο κορμί βρίσκεται σε συναισθηματικό νάρθηκα.
Γυναίκες που έχουν επιβληθεί σε χώρους οι οποίοι μέχρι πρότινος ήταν αυστηρά υπόθεση των αντρών υπάρχουν κι αλλού: δεν είναι μόνη της η Ταρ. Δείτε για παράδειγμα στην πολιτική τη Μέρκελ ή τη Λαγκάρντ. Είναι γυναίκες που έχουν φορέσει την αντρική στολή για να επιβληθούν. Ομως γίνονται ένα με αυτήν καθώς τις καταπίνει το αντρικό πρότυπο και όλη τους η θηλυκότητα και προσωπικότητα βρίσκονται στην εντατική. Σαν να γίνεται μια κυτταρική μετάλλαξη η οποία οδηγεί στο πάγωμα.
Μεγάλη σημασία έχουν και οι δύο τελευταίες σκηνές, που είναι γυρισμένες με διαφορετικό τρόπο από το υπόλοιπο έργο. Σ’ αυτές η κάμερα στέκεται πίσω από την πλάτη της ηρωίδας. Το πλάνο δε όπου η Ταρ έχει πάει να της κάνουν μασάζ και κοιτάει μια τζαμαρία με καμιά εικοσαριά κορίτσια με αριθμούς είναι σαν η ηρωίδα να έχει μια ορχήστρα μπροστά της μεταφορικά. Τότε βλέπουμε στιγμιαία να κοκαλώνει το χέρι της τη στιγμή που πάει να επιλέξει κορίτσι. Η συγκεκριμένη απίστευτη σκηνή προσωπικά για μένα μετουσιώνει όλο το νόημα της ταινίας. Οπως και η τελευταία σκηνή, όπου πάλι η πλάτη της Ταρ βρίσκεται στο κέντρο του πλάνου με μια ορχήστρα που δεν υπάρχει κι εκείνη βρίσκεται αντιμέτωπη με την κορυφή ενός παγόβουνου. Είναι το πάγωμα στη ζωή της που πλέον είναι ορατό και στην ίδια. Επίσης ξεχωριστές σκηνές είναι κι εκείνες που φαίνεται πώς χρησιμοποιεί την εξουσία της. Η συμπεριφορά της απέναντι στον φοιτητή του Τζούλιαρντ δεν δείχνει μόνο πόσο ύπουλα ασκεί την εξουσία της αλλά και πόσο συναισθηματικά μπλοκαρισμένη είναι και η ίδια. Δεν βλέπουμε καμιά ουσιαστική ευχαρίστηση σε αυτό που κάνει διαλύοντας τον άτυχο φοιτητή. Ακόμη και στη σχέση που πάει να αναπτύξει με τη νέα βιολίστρια καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει πραγματικό συναίσθημα και για τον λόγο αυτό δεν μπορεί να αφεθεί. Περισσότερο παρατηρεί. Ομως η Ταρ γενικότερα δεν μπορεί να αφεθεί σε κανένα ανθρώπινο συναίσθημα. Είναι ένα κανονικό ρομπότ, όπως κι οι υπόλοιποι που τους κατηγορεί. Μου αρέσει επίσης ο τρόπος που η Μπλάνσετ χτίζει καρέ καρέ τον χαρακτήρα της, χωρίς να εκπέσει σε κορυφώσεις που θα εξηγούσαν τη σύσταση μιας μεγαλειώδους ερμηνείας. Οπως και η αφήγηση του Φιλντ δεν υποκύπτει σε σκηνοθετικούς ή σεναριακούς εκβιασμούς προκειμένου να περάσει το μήνυμα του έργου του. Παρότι υπάρχει η ανάγκη για κάτι τέτοιο, καθώς το φιλμ είναι 100 πράγματα μαζί –τέτοια πυκνότητα ιδεών δεν έχω ξαναδεί τα τελευταία χρόνια στο σινεμά–, ο Φιλντ δεν κάνει ούτε υποχωρήσεις ούτε συμβιβασμούς για να κερδίσει τον θεατή. Κι αυτός είναι ο λόγος που πολλοί θεατές βαρέθηκαν ή αντιπάθησαν το «Tár».