Βραβεία Όσκαρ: Αντιπολεμικό έπος στο κόκκινο χαλί

Βραβεία Όσκαρ: Αντιπολεμικό έπος στο κόκκινο χαλί

Είναι η ταινία-σταρ με τις εννέα υποψηφιότητες στα φετινά Οσκαρ (αύριο ξημερώματα η τελετή απονομής), ενώ έχει ήδη διακριθεί με επτά BAFTA (μεταξύ αυτών καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας) και άλλα 23 διεθνή βραβεία. Αναπαριστά τη φρίκη του Μεγάλου Πολέμου αντλώντας έμπνευση από το αντιπολεμικό αριστούργημα του Εριχ Μαρία Ρεμάρκ «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο» (Im Westen nichts neues). Η ταινία δεν ακολουθεί κατά γράμμα το σχεδόν αυτοβιογραφικό βιβλίο του Γερμανού συγγραφέα τον οποίο οι ναζί κυνήγησαν ως δειλό και προδότη. Το ερώτημα που ανακύπτει από την ανακοίνωση των οσκαρικών υποψηφιοτήτων αλλά και της επιτυχίας στο Netflix, είναι γιατί τώρα μας θέλγει μια πλούσια τεχνικά και δυνατή σεναριακά γερμανική ταινία με θέμα τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο; Πόσο μάλλον όταν οι Αμερικανοί δεν έχουν βιώματα από τη σύγκρουση που κατασπάραξε τον ανθό της ευρωπαϊκής νεολαίας σε επιχειρήσεις χαρακωμάτων και μέτωπα μερικών χιλιομέτρων. Επομένως γιατί το Χόλιγουντ να την επιλέξει; Γιατί αυτή η γερμανική ματιά στον πόλεμο έχει τέτοια απήχηση σε κοινό και ειδικούς;

Αναζητώντας απαντήσεις απευθυνθήκαμε σε δύο ιστορικούς, στην πλούσια βιβλιογραφία και την καθημερινή ειδησεογραφία. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μας κληροδότησε πλούσιο καταγραμμένο υλικό πέρα από τους σχεδόν 9,5 εκατομμύρια νεκρούς, τον πόλεμο αερίων, το σύνδρομο shell shock. Πολλοί κατέθεσαν σε χαρτί την εμπειρία κρεατομηχανής που έζησαν: σε απομνημονεύματα, σε ημερολογιακή καταγραφή ή σε «εφήμερα» κείμενα καρτ ποστάλ – ο ιστορικός Ιάσονας Χανδρινός έχει εντοπίσει μερικά δείγματα. Στη μεγάλη οθόνη το «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο» είναι από τα ελάχιστα αντιπολεμικά δείγματα γραφής που κατέγραψαν το πρώτο μέρος της ενιαίας κόλασης των δύο πολέμων στην Ευρώπη – το σχήμα ανάγνωσης που προτείνει ο Βρετανός ιστορικός Ιαν Κέρσοου. Οι άλλες δύο ταινίες είναι το μανιφέστο του Ντάλτον Τράμπο «Ο Τζόνι πήρε το όπλο του» και το αριστούργημα του Στάνλεϊ Κιούμπρικ «Σταυροί στο μέτωπο», αμφότερα χωρίς εντυπωσιακές και με μετρημένες πολεμικές σκηνές. Μπορεί να σταθεί το εντυπωσιακό υλικό του Εντβαρντ Μπέργκερ δίπλα τους σήμερα; Γιατί επανερχόμαστε στο Μεγάλο Σφαγείο καθώς προ τριετίας είχαμε δει στις αίθουσες τα καθηλωτικά μονοπλάνα του «1917» του Σαμ Μέντες;

Η πολεμική φρίκη

«Είμαστε αναίσθητοι, νεκροί, που κάποια τρομερή μαγεία μάς δίνει τη δύναμη να τρέχουμε και να σκοτώνουμε». Ο πολέμιος του πρωσικού μιλιταρισμού Ε.Μ. Ρεμάρκ έγραψε την αλήθεια το 1928, γι’ αυτό οι ναζί έκαψαν το βιβλίο του. Μισούσε τον πόλεμο, στον οποίο τραυματίστηκε σοβαρά: «Γίναμε μανιασμένα θηρία. Δεν πολεμάμε, διαφεντεύουμε τον εαυτό μας από την εκμηδένιση». Και αυτό επειδή είχε φορέσει το χακί καβαλώντας το κύμα του πολεμικού ενθουσιασμού, ενός «ιδεαλισμού» της γερμανικής νεολαίας που συντρίφτηκε στα αιματοβαμμένα χαρακώματα.

Πόλεμος δεν μπορούσε να γίνει αν οι πολίτες δεν τον έβλεπαν «δίκαιο». Παρά τις δυνατές αντιμιλιταριστικές –κι όχι απλώς αντιπολεμικές– φωνές προ της δολοφονίας του αρχιδούκα Φερδινάνδου στο Σεράγεβο τον Ιούνιο του 1914, εκατομμύρια Γάλλοι, Γερμανοί, Βρετανοί και Ρώσοι ξεχύθηκαν ενθουσιωδώς στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα να αλληλοσκοτωθούν. Ηρθε η εποχή που ο πόλεμος δεν γινόταν από υπουργικά συμβούλια αλλά από λαϊκές μάζες, όπως προφητικά είχε αναφέρει ο Χέλμουτ φον Μόλτκε ο πρεσβύτερος, αρχηγός του πρωσικού Μεγάλου Γενικού Επιτελείου.

Στην ταινία εντοπίζεται μια αίσθηση εναντίωσης σε πολέμους όπως αυτοί που σέρνονται στην ευρωπαϊκή ήπειρο και επέτρεψαν στη Γερμανία να επανεξοπλιστεί σαν αστακός, αλλά απουσιάζει αυτός που θα ζητήσει τον λογαριασμό. Οπως λέει ο Ρεμάρκ: «Και όλοι οι συνομήλικοί μου εδώ, στην αντικρινή παράταξη, σ’ ολόκληρο τον κόσμο, το βλέπουν όπως εγώ. Αυτή είναι η ζωή της γενιάς μου και η δική μας. Τι θα κάνουν άραγε οι πατεράδες μας αν μια μέρα σηκωθούμε και παρουσιαστούμε μπροστά τους για να τους ζητήσουμε λογαριασμό; Τι περιμένουν από μας όταν μια μέρα τελειώσει ο πόλεμος;».

Η γερμανική οπτική του σκηνοθέτη Εντβαρντ Μπέργκερ παίρνει άλλον όγκο όταν εμφανίζει τη «διαπραγμάτευση» της επαχθούς ήττας που έχτισε τη δημοκρατία της Βαϊμάρης και το ναζιστικό τέρας, το οποίο εξέθρεψαν επιχειρηματίες και στρατιωτικοπολιτικό κατεστημένο. Σε τεντωμένο σχοινί βαδίζουν σήμερα και οι σχέσεις ελίτ – πολιτικών με φόντο τα βομβαρδισμένα τοπία της Ουκρανίας.

«Είμαι νέος, μόλις έκλεισα τα 20· […] Βλέπω λαούς να ορμούν σε άλλους λαούς, να σκοτώνουν και να σκοτώνονται χωρίς ούτε κι εκείνοι να ξέρουν γιατί, υπακούοντας σ’ αυτούς που τους στέλνουν χωρίς συναίσθηση του κινδύνου ή της ευθύνης τους» γράφει ο Ρεμάρκ, και έτσι αιωρείται στην ταινία με τις σκηνές «επιδρομών» στα γαλλικά χωριά. «Βλέπω πως οι δυναμικότεροι εγκέφαλοι του κόσμου εφευρίσκουν όπλα και λόγια για να γίνονται όλ’ αυτά μ’ έναν τρόπο ακόμη πιο ραφιναρισμένο και να διαρκούν όσο γίνεται περισσότερο» επισημαίνει ορθότατα ο Ρεμάρκ και ευαισθητοποιούνται νεολαία και Χόλιγουντ με τα νέα οπλικά συστήματα που παρελαύνουν στα σημερινά πολεμικά μέτωπα. Την ίδια στιγμή η Ρωσία του Πούτιν αποχωρεί από στρατηγικές συμφωνίες για τα πυρηνικά όπλα και ο εφιάλτης της τελειωτικής αναμέτρησης κυριεύει πάλι τον πλανήτη.

Χωρίς αύριο

«Είμαστε 18 χρόνων, ότι αρχίσαμε να αγαπάμε τη ζωή και τον κόσμο και μας ανάγκασαν να πυροβολούμε εναντίον τους. Η πρώτη οβίδα που έπεσε βρήκε την καρδιά μας» γράφει ο Ρεμάρκ και αυτό αποτυπώνεται με εντυπωσιακά σκηνικά στην ταινία από την πλούσια παραγωγή του Netflix. Το αύριο είναι άδηλο, με τον πλανήτη να μοιάζει να έχει επιστρέψει στους οικονομικοπολιτικούς ανταγωνισμούς και στις «σφαίρες επιρροής» που «λύθηκαν» με τον αιματηρό Μεγάλο Πόλεμο. Τότε που η παγκοσμιοποίηση, η ανάπτυξη και η ευημερία της βικτοριανής εποχής κορυφώθηκαν και μπλοκαρίστηκαν.

«Θα είναι λες και ο όλεθρος του τριακονταετούς πολέμου συμπτύχθηκε και σε τρία τέσσερα χρόνια και εξαπλώθηκε σε όλη την ήπειρο. Θα γνωρίσουμε λιμούς, επιδημίες, τη γενική αποκτήνωση του στρατού όλων των εμπλεκόμενων μερών, αλλά και του πλήθους, που όλα τους θα προκληθούν καθαρά και μόνο από την απελπισία. Απόλυτο χάος θα επικρατήσει στη βιομηχανία και στις εμπορικές μας δραστηριότητες, καταλήγοντας σε γενική χρεοκοπία». Ο Φρίντριχ Ενγκελς έβλεπε μακριά γράφοντας αυτά το 1887 («Πρόλογος στην μπροσούρα του Ζίγκμουντ Μπορκχάιμ “Στη μνήμη των Γερμανών ψευτοπατριωτών”»), λόγια που είναι ζωντανά ακόμη και στη σημερινή επικαιρότητα. Ισως γι’ αυτό και η ταινία, το σύγχρονο μέσο γραφής και σχολιασμού, έχει ακόμη φίλους και μιλάει σε εκατομμύρια.

Ετικέτες

Documento Newsletter