Ο Βρασίδας Καραλής, που διδάσκει Βυζαντινές και Νεοελληνικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, μιλάει στον Κωνσταντίνο Καϊμάκη για το παρελθόν, το παρόν αλλά και το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου με αφορμή την έκδοση στα ελληνικά του βιβλίου του «A history in Greek cinema».
Ο Βρασίδας Καραλής διδάσκει Βυζαντινές και Νεοελληνικές Σπουδές στο Πανεπιστήµιο του Σίδνεϊ (είναι µάλιστα πρόεδρος του τµήµατος), αλλά στο συγγραφικό του έργο συναντάµε µια αυθεντική κινηµατογραφόφιλη µατιά. Το βιβλίο του «A history in Greek cinema», το οποίο εκδόθηκε πριν από εννέα χρόνια από τον Bloomsbury, θα µεταφραστεί σύντοµα και θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά. Για τα χαρακτηριστικά του φιλόδοξου και απαιτητικού εγχειρήµατός του είχαµε µια ενδιαφέρουσα διαδικτυακή συζήτηση που ξεκίνησε από την «Αστέρω» για να καταλήξει στον Γιώργο Λάνθιµο.
Πότε γεννήθηκε η αγάπη σας για τον κινηµατογράφο;
Μεγαλώσαµε µε τον κινηµατογράφο. Προτού ακόµη διαβάσουµε βλέπαµε ταινίες. Θυµάµαι στο χωριό µου τα Κρέστενα µια µεγάλη αίθουσα η οποία παρουσίαζε ∆ευτέρα-Τρίτη διάφορα «ξένα έργα», Τετάρτη-Πέµπτη αµερικανικές ταινίες και ελληνικές το Σαββατοκύριακο. Οταν λέω διάφορα «ξένα έργα» εννοώ Φριτς Λανγκ, Αϊζενστάιν, Ντράγερ και άλλες προπολεµικές ταινίες. Ποιος ξέρει πώς είχαν παραπέσει σε κάποια αποθήκη του Πύργου και τις πρόβαλλαν για να καλύψουν κενά. ∆εν θα ξεχάσω ποτέ τον «Λόγο» του Ντράγερ που είδα το 1971 στον κινηµατογράφο του χωριού µου, όπως και το «Θωρηκτό Ποτέµκιν» το 1972. Ολα αυτά µεσούσης της δικτατορίας. Οι αµερικανικές ταινίες ήταν εκτυφλωτικές, αλλά οι ελληνικές µε καθήλωναν. Η «Λόλα», τα «Κόκκινα φανάρια», οι «Σφαίρες δεν γυρίζουν πίσω», το «Χώµα βάφτηκε κόκκινο», ο «Φόβος», η «Υπολοχαγός Νατάσσα». ∆εν έχω ξεχάσει µέχρι σήµερα την Κατίνα Παξινού στο «Νησί της Αφροδίτης» του Γιώργου Σκαλενάκη. Ιδιαίτερα όταν έλεγε «φύυυγεεε, φύυυγεεε. Πήηηγαινεεε πίσωωω στη µάαανα σου». Εκπληκτική ταινία, αδίκως παραγνωρισµένη.
Το βιβλίο σας «A history in Greek cinema» πόσο καιρό πήρε για να ολοκληρωθεί;
Περίπου έξι χρόνια για να συλλέξω το απαραίτητο υλικό αλλά κυρίως για να συλλάβω την ιστοριογραφική στρατηγική που θα συνέδεε τόσα κινηµατογραφικά ιδιώµατα σε µια ενιαία αφήγηση. Το ζητούµενο δεν ήταν απλώς να καταγράψουµε ποιες ταινίες έγιναν και από ποιους, αλλά να δούµε τι συνδέει τις εικονογραφικές τους συνθέσεις. Ο ιστορικός του κινηµατογράφου πρέπει να βρει κοινούς µορφοπλαστικούς πυρήνες κάτω από τη διαφορά των εποχών, του ύφους, της δραµατουργίας ή της ιδιοσυγκρασίας. Μια τέτοια κοινή οπτική στην πρόσληψη του χώρου και του χρόνου είναι ο κοινός παρονοµαστής από την «Αστέρω» µέχρι τα «Κουρέλια τραγουδάνε ακόµα» ή από τα «Χειροκροτήµατα» µέχρι τον «Κυνόδοντα». Υπάρχουν βέβαια και άλλες προσεγγίσεις, γι’ αυτό και ο τίτλος που έδωσα είναι «Μια ιστορία του ελληνικού κινηµατογράφου». Για να αποδοµήσεις όµως τη µεγάλη αφήγηση πρέπει πρώτα να την αρθρώσεις – και αυτό αποπειράθηκα να κάνω προκειµένου να αρχίσει ένας αντίλογος πάνω στο αρτιότερο πολιτισµικό επίτευγµα του νεοελληνικού φαντασιακού, τον ελληνικό κινηµατογράφο.
Εχει ταυτότητα το ελληνικό σινεµά και, αν ναι, ποια είναι;
Εστιάζεται γύρω από τη σύλληψη της εικόνας ως δυναµικής αρµονίας, µιας σύνθεσης αντίρροπων τάσεων, µιας σύνθεσης εφήµερης ωστόσο και εύθραυστης. Από την πρώτη ελληνική ταινία που άρθρωσε ολοκληρωµένη αισθητική πρόταση, την «Αστέρω» του Γαζιάδη, η εικόνα περιέγραφε µια λεπτή ισορροπία αντίρροπων κινήσεων, αποχρώσεων και οπτικών σηµείων, διερευνώντας την προοπτική του χώρου και επιζητώντας να αντιµετωπίσει την πρόκληση της σκιάς και του σκοταδιού. Μια ηλιόλουστη χώρα όπως η Ελλάδα, αιχµάλωτη µιας διαρκούς λαµπερής διαφάνειας, δεν µπόρεσε ποτέ να αντιµετωπίσει το αίνιγµα και την υποβλητικότητα του σκότους, εκτός από τον κινηµατογράφο.
Ποια είναι η γνώµη σας για το νέο κύµα, το «Greek weird cinema»;
Ο όρος είναι παραπλανητικός και λειτουργεί µόνο ως διαφηµιστικό σύνθηµα. Αυτή η ανατριχίλα του καθηµερινού παραλογισµού, ο παραβατικός κινηµατογράφος, ήδη είχε κάνει την εµφάνισή του στα 80s µε τον «∆ράκουλα των Εξαρχείων» και τα τελευταία έργα του Σταύρου Τορνέ. Πριν από αυτές δυο ταινίες εικονογράφησαν το ψυχοσυνθεσιακό παράλογο που υποβόσκει στην ελληνική κοινωνία, το «Αλδεβαράν» του Ανδρέα Θωµόπουλου και οι «Βοσκοί της συµφοράς» του Νίκου Παπατάκη. Επιπλέον, ο κινηµατογράφος του αλλόκοτου δεν ήρθε το 2009 µε τον «Κυνόδοντα», αλλά το 2005 µε την «Κινέττα» του Λάνθιµου και λίγο πριν µε το «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονοµίδη. ∆εν ήταν απότοκος της κρίσης αλλά αντίδραση στη δανεική και ψεύτικη αφθονία της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Πολιτικό σινεµά: µετά τον Αγγελόπουλο υπάρχει συνέχεια;
Οχι. Ο Αγγελόπουλος ήταν ένας σκηνοθέτης παγκόσµιου βεληνεκούς σε διαρκή διάλογο µε την κινηµατογραφική παράδοση της Ευρώπης, της Αµερικής αλλά και της Ιαπωνίας. Η απεικόνιση της Ιστορίας απαιτεί σήµερα µια νέα γλώσσα πολιτικής σήµανσης εφόσον η έννοια του πολιτικού έχει αλλάξει από τότε που ο Αγγελόπουλος έκανε τα µεγάλα πολιτικά έργα. Ο ίδιος ωστόσο µε το «Τοπίο στην οµίχλη» µετατόπισε το πολιτικό σε ένα ετερόχρονο υπαρξιακό και οντολογικό πεδίο.
Είναι αλήθεια ότι χαρακτηρίσατε την «Υπολοχαγό Νατάσσα» ως το «Pink Flamingos» του ελληνικού πατριωτισµού;
Για την ακρίβεια, του ελληνικού πατριωτικού κινηµατογράφου όπως τον διέπλασε η δικτατορία. Εχω µεγάλη συµπάθεια για τη Βουγιουκλάκη, αλλά οι ταινίες αυτής της περιόδου παρά τους αριστοτέχνες σκηνοθέτες υπολείπονται προγενέστερων, όπως το «Ταξίδι» ή το «∆όλωµα». Οπως είχε πει η Ελλη Λαµπέτη, σε αυτές η Βουγιουκλάκη υποδυόταν τη Βουγιουκλάκη και όχι τον χαρακτήρα που ενσάρκωνε.