Βούλα Πατουλίδου: «Ενιωθα τα πόδια μου να βγάζουν φωτιές»

Βούλα Πατουλίδου: «Ενιωθα τα πόδια μου να βγάζουν φωτιές»

Την τελευταία της προπόνηση προτού αγωνιστεί στη Βαρκελώνη η Βούλα Πατουλίδου την έκανε με τις κάλτσες. Ανήμερα του τελικού δεν μπορούσε να κατεβάσει το δεξί της πόδι από το κρεβάτι. Λίγες ώρες πριν από τον αγώνα της ζωής της –και της ζωής μας– δέχτηκε παυσίπονη ένεση, «για να ξεχάσω τον πόνο πέντε έξι ώρες». Μετά τον τερματισμό και τους πανηγυρισμούς ο γιατρός την είδε σωριασμένη στο ταρτάν και προσφέρθηκε να καλέσει φορείο. «Δεν φεύγω με φορείο από δω μέσα» απάντησε περήφανα η ίδια. «Θα σταθώ στα πόδια μου και το πολύ πολύ να καταρρεύσω λίγα μέτρα παραπέρα, εκεί που δεν θα με βλέπουν…».

Τα προβλήματα ξεκίνησαν στην είσοδο του ολυμπιακού χωριού, όταν η Βούλα έβγαλε τις γόβες που τη στένευαν. «Προτίμησα να περπατήσω ξυπόλητη πάνω στην άσφαλτο που έκαιγε, σέρνοντας τη βαλίτσα, παρά να ταλαιπωρηθώ με τα τακούνια». Ο ήλιος του Αυγούστου στην Ισπανία δεν αστειεύεται. Οι φουσκάλες που δημιουργήθηκαν στο ιδρωμένο πόδι ήταν τερατώδεις.

«Στην ανάγκη, θα πάω στο στάδιο με παντοφλίτσες» είπε η 27χρονη λέαινα. «Θα τη βγάλω με ιώδιο, αλατόνερο και αλοιφές. Και θα προπονηθώ με τις κάλτσες». Το πρόβλημα στον δεξιό γλουτό, στο πόδι με το οποίο η Βούλα πηδούσε τα εμπόδια, δημιουργήθηκε μετά τον προημιτελικό. «Τη νύχτα που ακολούθησε η κατάσταση χειροτέρεψε και δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι». Η καταπραϋντική ένεση έκανε το θαύμα της.

«Σου δίνω ένα πολύτιμο φυλαχτό για να σε βοηθήσει» της είπε η συγκάτοικός της Αννα Βερούλη. «Αυτός ο σταυρός δεν έχει οικονομική αξία, αλλά τον φορούσα τη μέρα που κατέκτησα το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Αθήνας».

Βαθιά θρησκευόμενη, η Βούλα παρέλαβε το δώρο και βάλθηκε να ψάχνει μυστικιστικά σημάδια γύρω της. Το νούμερο που της έδωσαν οι διοργανωτές, το 884, ήταν το ιδανικό γούρι, αφού ήταν γεμάτο με τυχερά οχτάρια. «Είδα ότι μέσα στον ύπνο σου έκλαιγες» της είπε η Βερούλη. «Να ξέρεις ότι το κλάμα είναι χαρά, ευτυχία…».

Ο σύζυγός της Δημήτρης Ζαρζαβατσίδης κοιμήθηκε λαθραία στο ολυμπιακό χωριό, αφού δεν ήταν μέλος της αποστολής. «Θα σε βάλουμε κρυφά σε ένα από τα άδεια δωμάτια» του είπε ο αρχηγός Γιάννης Παπαδογιαννάκης. Οταν ο παλαίμαχος πρωταθλητής της άρσης βαρών ακούμπησε την αποσκευή του είδε ότι το δωμάτιο που του έδωσαν ήταν εκείνο που είχε μόλις αδειάσει ο Πύρρος Δήμας. Ο μοναδικός μέχρι εκείνη τη μέρα χρυσός ολυμπιονίκης της Ελλάδας στους Αγώνες του 1992.

Η Παρασκευή Πατουλίδου από τον Τριπόταμο Φλώρινας έλεγε για τον εαυτό της ότι ήταν «μαύρο σκυλί», ένας συνδυασμός «αντρειοσύνης και ταπεινότητας». Στις προπονήσεις έτρεχε τα 100 μ. με εμπόδια σε χρόνο κοντά στα 12,70, αλλά αυτό δεν της είχε βγει σε αγώνα. Το πανελλήνιο ρεκόρ έμενε κολλημένο στα 12,96 και η κορυφαία επίδοση της Βούλας μέσα στο έτος ήταν μόλις 13,14. Η ίδια πίστευε πολύ στον εαυτό της. «Επιτυχία στη Βαρκελώνη θα είναι μόνο η πρόκριση στον τελικό» έλεγε στον προπονητή της Πλούταρχο Σαρασλανίδη.

Τραυματισμοί και αποχωρήσεις

Ξαφνικά άρχισε να βρέχει τύχη. Η πρωταθλήτρια κόσμου Γιορντάνκα Ντόνκοβα πήγε στους αγώνες τραυματισμένη. Η Ρωσίδα Λιουντμίλα Ναροζιλένκο-Ενκβιστ έπαθε τράβηγμα στον προσαγωγό πριν από τον ημιτελικό και αποχώρησε. Η Πατουλίδου δεν φοβόταν καμία από τις υπόλοιπες, πέρα από την ακατανίκητη Γκέιλ Ντίβερς, που είχε μόλις κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο στα 100 μέτρα.

Στον δύσκολο προκριματικό η Ελληνίδα πρωταθλήτρια πέρασε 4η, αλλά αρκετά εύκολα, με επίδοση 13,14. Στον προημιτελικό τερμάτισε 3η, βελτιώνοντας την επίδοσή της (13,04). Το πανελλήνιο ρεκόρ στον ημιτελικό ήταν η αδιάψευστη ένδειξη ότι η Πατουλίδου είχε τις δυνατότητες για να διεκδικήσει διάκριση: τρίτη θέση με 12,88 σε συνθήκες άπνοιας. Το σκηνικό του θαύματος είχε στηθεί. Ηταν το βράδυ της 6ης Αυγούστου 1992 στο Ολυμπιακό Στάδιο της Βαρκελώνης, στον λόφο του Μοντζουίκ.

«Δεν θα κάνεις τίποτε, είσαι κότα» της έλεγε για γούρι ο στενός φίλος της δημοσιογράφος Τάσος Παπαχρήστου. Η ίδια άκουγε τέτοια και πείσμωνε. «Ενιωθα σαν να είχα ρίξει μπόι. Τα εμπόδια μου φαίνονταν πιο χαμηλά. Οχι 84 εκατοστά αλλά 50. Οσο περίμενα να φτάσει η ώρα του τελικού τραγουδούσα μέσα μου τη “Νεραντζούλα φουντωτή”, σαν να μην έτρεχε το παραμικρό». Δεν χρειαζόταν πια να αναζητήσει έμπνευση στις Σουλιώτισσες και στην Μπουμπουλίνα, όπως έκανε παλιά. «Δύο ποδαράκια οι άλλες, δύο κι εγώ. Δύο χεράκια αυτές, δύο κι εγώ…».

Η Βούλα περιγράφει το δίλεπτο της αλλοφροσύνης με τα παρακάτω λόγια:

«Αφησα αχαλίνωτη όλη την τρέλα που κουβαλούσα τόσο καιρό ερμητικά κλεισμένη στην ψυχή μου. Τώρα ήταν η στιγμή που έπρεπε να εξαντλήσω κάθε ικμάδα δύναμης. Πέρασα καλά τα πρώτα δυο τρία εμπόδια. Δεν είχα μείνει πολύ πίσω. Αυτό ήταν θαυμάσιο, γιατί ήξερα ότι σε λίγο τα πόδια μου θα έβγαζαν φωτιές.

Κατάπινα τα εμπόδια το ένα μετά το άλλο, μειώνοντας τη διαφορά μου από τις μπροστινές αθλήτριες. Στο έκτο εμπόδιο αναπτερώθηκε το ηθικό μου, γιατί ένιωθα πως τις πλησίαζα απειλητικά. Στο έβδομο ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που στη διάρκεια μιας κούρσας σκεφτόμουν τόσο καθαρά. Το μετάλλιο ή τίποτε, ορκίστηκα στον εαυτό μου.

Από εκείνο το εμπόδιο και για όλα τα υπόλοιπα θα έπαιρνα αργότερα όρκο πως είχαν φυτρώσει στους ώμους μου δύο λευκές φτερούγες και στην καρδιά μου ένας ολόλαμπρος ήλιος που έφεγγε το διάβα μου. Εφτανα τις αντιπάλους μου λες και ήμουν η μόνη που έτρεχε, ενώ εκείνες είχαν σταματήσει να προσπαθούν.

Τι ήταν αυτό που με έσπρωχνε από πίσω χωρίς να μου χαλάει τον ρυθμό; Ποια δύναμη ανέλπιστη ήταν αυτή που με βοήθησε να περάσω τα τελευταία εμπόδια τέλεια και χωρίς το παραμικρό λάθος;

Μόλις πέρασα και το δέκατο εμπόδιο ξεχύθηκα προς τον τερματισμό. Λίγα μέτρα είχαν μείνει που με χώριζαν από το θαύμα. Τέσσερα με πέντε μέτρα πριν από τον τερματισμό άκουσα τον δεξιό μου δικέφαλο να ξεκολλάει από τη ρίζα του. Δεν με ένοιαζε, ας έφευγε και ολόκληρο το πόδι, αρκεί να τερμάτιζα. Λίγο πριν περάσω τη νοητή γραμμή του τερματισμού περισσότερο ένιωσα παρά είδα ότι κάτι είχε συμβεί στα αριστερά μου, προς τη μεριά της Ντίβερς. Οι θεατές ούρλιαζαν στις κερκίδες.

Δεν ήμουν ανάμεσα στις τελευταίες, όχι. Είχα τερματίσει σε θέση καλή. Δεν γνώριζα πόσο καλή, γι’ αυτό με σηκωμένα χέρια και πανηγυρίζοντας γύρισα να ρωτήσω τους Ελληνες δημοσιογράφους. Ο,τι και αν είχα βγει, σίγουρα ήταν πολύ καλό, και συνοδευόταν και από αξιόλογο χρόνο, αν το συνέκρινα με το σταματημένο στα 12,64 χρονόμετρο του σταδίου.

Μέσα στην τόση αναστάτωση κατάλαβα να μου δείχνουν το δεύτερο μετάλλιο. Τα είχα λοιπόν καταφέρει;

Γύρισα πίσω το κεφάλι μου για να δω τι είχε συμβεί. Εκείνη την ώρα είδα την Ντίβερς να σηκώνεται πληγωμένη από κάτω. Πήγα να τη βοηθήσω, γιατί πραγματικά την εκτιμούσα. Αυτή η κοπέλα είχε νικήσει μια βαριά ασθένεια στον θυρεοειδή και επανήλθε νικηφόρα στον πρωταθλητισμό. Πώς θα μπορούσα λοιπόν να μην την εκτιμώ και να μη σέβομαι τη σεμνότητα και το κουράγιο της;

Κάτι ακουγόταν στα μεγάφωνα, αλλά μέσα στην τόση φασαρία που επικρατούσε δεν μπορούσα να ακούσω. Επικέντρωσα την προσοχή μου στη μεγάλη οθόνη του σταδίου, που εκείνη τη στιγμή έδειχνε την κούρσα μου. Ολη η δεξιά μου πλευρά έκαιγε από τον πόνο. Είχε φαίνεται περάσει η δράση της παυσίπονης ένεσης. Να λοιπόν τι είχε γίνει με την Ντίβερς. Είχε σκοντάψει πάνω στο δέκατο εμπόδιο και έπεσε.

Εβλεπα όμως τον εαυτό μου να τρέχει ακάθεκτος προς τον τερματισμό. Λες; Λες πράγματι να ήταν αλήθεια αυτό που μου είχαν γνέψει οι δημοσιογράφοι; Μα όχι, είχαν κάνει κάποιο λάθος. Δεν ήμουν δεύτερη. Ημουν πρώτη. Ναι! Ναι! Ναι! Ναι! Ημουν πρώτη! Δικός μου ήταν ο χρόνος των 12,64.

Τρελάθηκα από τη χαρά, νόμιζα ότι θα πάθω εγκεφαλικό. Χοροπηδούσα σαν τρελή. Πήγαινα μπρος πίσω, δεξιά αριστερά, μην ξέροντας πώς να εκφράσω τη χαρά μου. Αυτή η άσημη Ελληνίδα εμποδίστρια είχε πετύχει τη μεγαλύτερη έκπληξη όλων των εποχών από το ξεκίνημά τους».

Στην αγκαλιά της εθνικής πόλο

Οι λεβέντες της εθνικής πόλο, που είχαν πάει στο στάδιο για να χειροκροτήσουν την Πατουλίδου και τον Κώστα Κουκοδήμο (που αναδείχθηκε 6ος στον τελικό του μήκους), έσπασαν τον κλοιό και έφτασαν στα όρια του αγωνιστικού χώρου για να αγκαλιάσουν τη χρυσή ολυμπιονίκη. Ο σύζυγος της Βούλας, παρών στις κερκίδες χάρη σε ένα εισιτήριο που αγόρασε στη μαύρη αγορά, απομονώθηκε σε ένα διάδρομο και έκλαιγε με λυγμούς.

Ο γιατρός έψαχνε για φορείο, οι Ελληνες δημοσιογράφοι ζητωκραύγαζαν εκστασιασμένοι, ενώ ο Τάσος Παπαχρήστου –που δυστυχώς απεβίωσε το 2020– άνοιξε δρόμο με το θηριώδες ανάστημά του για να κρύψει στην αγκαλιά του τη μικροκαμωμένη φίλη του: «Είδες που σου το έλεγα; Κότα με λειρί είσαι!».

Τρελαμένη από το συναίσθημα που η ίδια περιέγραψε ως «ιερό μεθύσι», η Βούλα άρπαξε το μικρόφωνο της ΕΡΤ και το φίλησε. Οταν είπε στους ξένους δημοσιογράφους ότι είχε πίσω της μόλις τριάμισι χρόνια ενασχόλησης με τα εμπόδια, αυτοί έβαλαν τα αμήχανα γέλια.

Στους συμπατριώτες της, όμως, εξομολογήθηκε ότι, μετανάστρια στη Γερμανία στα μικράτα της, ντρεπόταν να λέει ότι είναι Ελληνίδα. «Είχα δώσει στον εαυτό μου όρκο τιμής να κάνω κάτι για να το αλλάξω αυτό. Το μόνο πράγμα που είπα μέσα μου μπαίνοντας στο στάδιο ήταν ότι θα αγωνιζόμουν για την Ελλάδα και για κανέναν άλλο. Ναι, για την Ελλάδα μας, ρε γαμώτο…».

«Είχα βασανιστεί πολύ» έγραψε αργότερα στο βιβλίο της «Εκρηξη Ψυχής» (εκδ. Καστανιώτη, 1997), απ’ όπου δανειστήκαμε πληροφορίες και αποσπάσματα γι’ αυτό το αφιέρωμα. «Είχα περάσει, όχι πάντα αναίμακτα, ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Χίλια κύματα είχαν προσπαθήσει να με τραβήξουν στον βυθό, αλλά εγώ παρέμεινα πεισματικά στον αφρό. Και είχε έρθει επιτέλους η στιγμή της δικαίωσης».

Η άτυχη Ντίβερς τερμάτισε 5η με 12,75 και δεν μπόρεσε ποτέ να κερδίσει ολυμπιακό τίτλο στα 100 μ. με εμπόδια. Μαζί με την Πατουλίδου ανέβηκαν στο βάθρο της Βαρκελώνης η ΛαΒόνα Μάρτιν (12,69) και η Γιορντάνκα Ντόνκοβα (12,70), με τέταρτη την Αμερικανίδα Λίντα Τόλμπερτ (12,75). Η Λιουντμίλα Ναροζιλένκο-Ενκβιστ κατέκτησε χρυσά μετάλλια το 1996 στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα και το 1997 στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Αθήνας.

Υποδοχή ηρώων στην Αθήνα

Το Καλλιμάρμαρο γέμισε για την υποδοχή των δύο ολυμπιονικών και η Πατουλίδου δεν ξανάτρεξε ποτέ τόσο γρήγορα. Στους Αγώνες που ακολούθησαν, το 1996 στην Ατλάντα, η –άλλοτε μπασκετμπολίστρια– θριαμβεύτρια των εμποδίων στη Βαρκελώνη αγωνίστηκε στο μήκος (10η με το αξιόλογο 6,37 μ.), ενώ στο Σίδνεϊ το 2000 έτρεξε στο 100άρι και στη σκυταλοδρομία 4×100 μ. Το 2001 έφτασε μέχρι τα ημιτελικά των 60 μ. στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Κλειστού Στίβου, ενώ το 2004 ολοκλήρωσε τη χρυσή καριέρα της με μια πέμπτη ολυμπιακή συμμετοχή στην ομάδα των 4×100 μ. στην Αθήνα.

Το χρυσό μετάλλιο της Πατουλίδου στη Βαρκελώνη ήταν το πρώτο στην ιστορία για Ελληνίδα αθλήτρια στον στίβο. Σήμερα η ολυμπιονίκης είναι για δεύτερη θητεία αντιπεριφερειάρχης Θεσσαλονίκης, χάρη στον αριθμό-ρεκόρ των 42.000 σταυρών που συγκέντρωσε στις εκλογές του 2019.

Documento Newsletter