Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ζήλεψε την κληρονομιά του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Το συνταξιοδοτικό έχει καταστεί το μεγαλύτερο πρόβλημα της διακυβέρνησής του και οι κινητοποιήσεις της γαλλικής κοινωνίας αντήχησαν στις αίθουσες στης Εθνοσυνέλευσης. Οι αντιπρόσωποί της φοβήθηκαν το πολιτικό κόστος και αρνήθηκαν να υπερψηφίσουν το κατάπτυστο νομοσχέδιο. Ο Μακρόν βλέποντας τις αντιδράσεις και ζυγίζοντας τις πιθανότητες αποφάσισε τη φυγή προς τα εμπρός, περνώντας την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 χωρίς ψήφο από τη Bουλή.
Ο Γάλλος πρόεδρος, βάσει του γκολικού συντάγματος, έχει τη δύναμη να νομοθετήσει, όμως η χρήση αυτού του δικαιώματος ειδικά για ένα τέτοιο θέμα στρέφεται ενάντια στην κοινωνική πλειοψηφία. Οι δυναμικές αντιδράσεις της τελευταίας κατάφεραν να μπλοκάρουν επί της ουσίας την υπερψήφιση του νομοσχεδίου και να αναδείξoυν το πραγματικό πρόσωπο του Μακρόν. Από την άλλη, πλέον αναδεικνύονται νέες πολιτικές δυνατότητες, όπως του αριστερού ΖανΛικ Μελανσόν αλλά και της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν.
Το κέντρο που εκπροσωπεί ο Μακρόν συμπιέζεται και το κενό που δημιουργείται εκ των πραγμάτων θα το γεμίσει εν μέρει η Αριστερά, η οποία αν δεν συμβεί κάτι δραματικό θα αποτελέσει πόλο εξουσίας. Η μπάλα είναι τώρα στα πόδια της Αριστεράς και του Μελανσόν, οπότε είναι μονόδρομος η απεικόνιση μιας εναλλακτικής πολιτικής πρότασης έναντι της νεοφιλελεύθερης «μακρονικής» λαίλαπας. Μια τέτοια πρόταση βέβαια οφείλει να κοιτάζει και έξω από τα σύνορα. Δηλαδή προς τις Βρυξέλλες και την Ουάσινγκτον. Εάν δεν το κάνει, διατρέχει τον κίνδυνο να αφήσει χώρο στην ακροδεξιά, η οποία θα επιχειρήσει να επαναλάβει το πείραμα της Μελόνι.