Το ψαλίδι στην ανάπτυξη και η πρόβλεψη για εκτίναξη του μέσου πληθωρισμού της χρονιάς σε πενταπλάσια επίπεδα απ’ ό,τι το ίδιο προέβλεπε τον Απρίλιο δίνουν τον τόνο στην τριμηνιαία έκθεση για την ελληνική οικονομία του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΕΒΕ) που παρουσιάστηκε την περασμένη εβδομάδα.
Η έκθεση αναθεωρεί τις προηγούμενες προβλέψεις επί τα χείρω, ενσωματώνοντας τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία και των κυρώσεων της Δύσης στη Ρωσία, διατηρεί όμως και ένα βαθμό αισιοδοξίας καθώς προβλέπει:
01 Μείωση της ανάπτυξης στο 3,5% με 4%, έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για 4,5- 5%. Κατά τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ η ελληνική οικονομία θα επιδείξει αντοχή στην ενεργειακή κρίση, εμφανίζοντας υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές λόγω της υψηλής εξάρτησής της από τον τουρισμό – πλήττεται λιγότερο από την ενεργειακή κρίση. Επιπλέον, σημαντική αναμένεται να είναι και η συμβολή των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Γι’ αυτό το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι ο τουρισμός θα συμβάλει στην αύξηση των εξαγωγών κατά 12-14% και το Ταμείο Ανάκαμψης στην αύξηση των επενδύσεων κατά 13-15%.
02 Εκρηκτική αναθεώρηση των εκτιμήσεων για τον μέσο πληθωρισμό της χρονιάς, που πλέον τοποθετείται στο 9-9,6% αντί προηγούμενης εκτίμησης για 1,5-1,8%.
Παρουσιάζοντας την έκθεση ο πρόεδρος του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας έσπευσε να χτυπήσει δύο καμπανάκια που αντιπροσωπεύουν τις μείζονες απειλές σήμερα:
Απειλή πρώτη: Ο πληθωρισμός τρέχει στην Ελλάδα υψηλότερα απ’ ό,τι στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, γεγονός που επαναφέρει τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας. «Είναι μια δηλητηριώδης ουσία που έχει μπει στο σύστημα της οικονομίας και δεν έχει αυξηθεί μόνο λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, αφού υπήρχαν ανισορροπίες και νωρίτερα» είπε χαρακτηριστικά. Ο συστημικός πρόεδρος του ΙΟΒΕ, υιοθετώντας τη νεοφιλελεύθερη αφήγηση, απέδωσε βεβαίως τις ευθύνες πρωτίστως στις επιδοτήσεις που έδωσαν η Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες στα νοικοκυριά κατά την πανδημία και αυτά αύξησαν την κατανάλωσή τους, αποσιωπώντας πλήρως τον ρόλο των εκρηκτικών αυξήσεων στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, των καυσίμων και του μεταφορικού κόστους, που στην Ελλάδα είναι δραματικά υψηλότερες των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών.
Απειλή δεύτερη: Από τον Ιούλιο η ΕΚΤ αρχίζει να αυξάνει τα επιτόκια, οδηγώντας σε αύξηση των ελληνικών spreads και σε σοβαρούς κινδύνους για την ελληνική αγορά ομολόγων. Η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς έχει ήδη ανέβει κατακόρυφα σε σχέση με έξι μήνες πριν, συμπαρασύροντας και το κόστος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων. Υπό αυτές τις συνθήκες, από το δεύτερο εξάμηνο του 2022 ανοίγει μια νέα εποχή για την ελληνική οικονομία και τις επιχειρήσεις με πρόσθετες δυσκολίες και κινδύνους.
Κλείνοντας, μια σημαντική λεπτομέρεια: ενώ στην προηγούμενη έκθεσή του το ΙΟΒΕ είχε συμπεριλάβει ένα δυσμενές σενάριο με χαμηλή πρόβλεψη για την ανάπτυξη (2,5% με 3%), αυτήν τη φορά το απέφυγε. Οπως διευκρίνισε μάλιστα ο πρόεδρός του, απέφυγε να ενσωματώσει κάθε πρόβλεψη για τις επιπτώσεις που μπορεί να προκύψουν από τον μεγάλο κίνδυνο διακοπής των προμηθειών ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη καθώς θα είναι πολύ βαριές. Η εκτίμηση της ΕΚΤ είναι ότι όλες οι οικονομίες της ευρωζώνης, άρα και της Ελλάδας, θα βουλιάξουν στην ύφεση.