Πληθαίνουν όλο και περισσότερο οι δημιουργοί που διεκδικούν το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού.
Είμαι υπέρμαχος της απόφανσης του Καρλ Μαρξ ότι η ποσοτική συσσώρευση επιφέρει την ποιοτική αλλαγή. Ο αείμνηστος φίλος μου Χρήστος Βακαλόπουλος επίσης τόνιζε ότι όσο πιο πολλές ταινίες παράγονται τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να έχουμε καλό κινηματογράφο και να παρουσιαστούν auteurs, ποιοτικοί δημιουργοί του σελιλόιντ. Για μας που βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο, η αξιοσημείωτη αύξηση στη βιβλιοπαραγωγή σημαίνει ότι ξεπετάγονται ολοένα και πιο ενδιαφέροντες μυθιστοριογράφοι, ποιητές, δοκιμιογράφοι, και διηγηματογράφοι.
Οι αριθμοί λένε πολλά. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΟΣΔΕΛ, την περασμένη χρονιά εκδόθηκαν στη χώρα μας 2.168 μυθιστορήματα και 1.185 ποιητικές συλλογές. Σημαντικό είναι ότι σε μια δύσκολη εποχή (από την κρίση του 2008 και μετά τη λαίλαπα των εγκλεισμών λόγω κορονοϊού) εμφανίστηκαν κάμποσοι νέοι εκδοτικοί οίκοι (Μάγμα, Κυψέλη, Eρμα, Αντίποδες κ.λπ.) και άνοιξαν κάμποσα μικρά βιβλιοπωλεία (Μωβ Σκίουρος, Μονόκλ, Ζάτοπεκ, Κομπραί, Σκριπ, Ψυχολογείν κ.λπ.), ενώ βλέπουμε πρωτοεμφανιζόμενους λογοτέχνες να διεκδικούν με επιτυχία το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού.
Επίσης, οίκοι όπως η Κριτική και η Νήσος, που έριχναν το βάρος στη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία και το δοκίμιο, στρέφουν το ενδιαφέρον τους στην ελληνική λογοτεχνία. Συνάμα, είναι σε άνοδο, τόσο ποσοτική όσο και ποιοτική, τα διαδικτυακά λογοτεχνικά περιοδικά (Χάρτης, Φρέαρ, Αναγνώστης, Διάστιχο, Book Press, Fractal κ.λπ.) που συμπληρώνουν με το παραπάνω τις δραστηριότητες των εντύπων («Δέντρο», «Ποιητική», «Τα Ποιητικά» κ.λπ.). Σημειώνω ότι οι λεγόμενοι ινφλουένσερ φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια και πολλοί αναγνώστες επηρεάζονται (ως προς τις αγορές τους) περισσότερο από αυτούς και λιγότερο από τους «επίσημους» κριτικούς λογοτεχνίας.
Τέλος, είναι ευοίωνο το ότι στα στέκια, τα μπαρ και τα καφενεία κρυφακούς πιτσιρικάδες να συζητούν όλο και πιο πολύ για τα αγαπημένα τους βιβλία αντί να χαζεύουν βουβά την οθόνη του κινητού τους. Υπάρχουν, βεβαίως, κι αυτοί που βλέπουν το ποτήρι μισοάδειο, που μεμψιμοιρούν για το ότι παράγονται πολλά βιβλιοσκουπίδια, ότι η ποιότητα έχει πάει περίπατο, ότι το αναγνωστικό κοινό είναι πελαγωμένο.
Πολιτισμική άνθηση
Οπως και να ’χει, οφείλουμε να δεχτούμε το ευπρόσδεκτο γεγονός ότι παρατηρείται μια άνθηση στο πολιτισμικό τοπίο, στα εικαστικά, στο θέατρο, στη μουσική, στον κινηματογράφο, στη λογοτεχνία. Εστω κι αν το κοινό παραμένει αρκετά περιορισμένο, δίνει ένα ηχηρό παρών στα πράγματα των γραμμάτων και των τεχνών, ωθώντας τους γκαλερίστες, τους εκδότες, τους θιάσους, τα μουσικά σχήματα προς τη μεριά της ποιότητας. Για να μείνουμε στη λογοτεχνία, βλέπουμε παλαιότερους εκδοτικούς οίκους να ανανεώνουν την προσφορά τους ποντάροντας σε νέα ονόματα, στήνοντας νέες σειρές, βελτιώνοντας διαρκώς τα εξώφυλλα, την τυποτεχνία, την επιλογή των τίτλων, ενώ οι νεοφανείς μικροί οίκοι διακρίνονται για το ηρωικό μεράκι και το αξιέπαινο κέφι τους. Σημειώνουμε ότι οι εκδόσεις Κίχλη, Ιωλκός, Θράκα και Κάπα, μεταξύ άλλων, εμμένουν στην κυκλοφορία βιβλίων που υπογράφουν νέοι Ελληνες ποιητές, αρκετοί εκ των οποίων φιγουράρουν στις βραχείες λίστες βραβείων, όπως της Εταιρείας Συγγραφέων, του «Αναγνώστη» και, προσφάτως, του «Χάρτη».
Μια περαιτέρω επισήμανση είναι ότι ο γυναικείος λόγος είναι πολύ πιο ενδιαφέρων, διεισδυτικός, αιχμηρός και τολμηρός από τον αντίστοιχο ανδρικό, που μοιάζει μάλλον κουρασμένος και χρειάζεται, θα έλεγα, επανεκκίνηση με νέους όρους. Δεν διακρίνω κάποια δεσπόζουσα κυρίαρχη μορφολογική τάση στη λογοτεχνία. Ως φαίνεται, οι συγγραφείς και οι ποιητές έχουν πια το ελεύθερο να αντλούν από το αχανές παρελθόν των μορφών, άλλοι προτιμώντας να γράφουν στρωτά, άλλοι πειραματιζόμενοι, όλοι πάντως (οι ενδιαφέροντες) επιχειρώντας να στηρίξουν τη δημιουργικότητά τους σε επιλεγμένα διαβάσματα αγαπημένων τους δημιουργών.
Στην πεζογραφία ορισμένοι βαδίζουν στα χνάρια καθιερωμένων, ημεδαπών κυρίως, συγγραφέων που έγραψαν –και γράφουν– έργα με αρχή, μέση, και τέλος. Αλλοι, επηρεασμένοι από τους μοντέρνους και μεταμοντέρνους, αλλοδαπούς κυρίως, δημιουργούς που ανέτρεψαν και ανατρέπουν τους αφηγηματικούς κανόνες, προσφέρουν λογοτεχνήματα εμφορούμενα από μια παιγνιώδη διακειμενική διάθεση. Οι πρώτοι εκδίδονται κυρίως από τον Πατάκη, την Εστία, τον Γκοβόστη, τον Κέδρο. Οι δεύτεροι από τις εκδόσεις Πόλις, Κείμενα και Αντίποδες, που επιλέγουν προσεκτικά τους συγγραφείς τους δημιουργώντας έτσι ένα διακριτό ρεύμα μες στην πεζογραφία.
Τα παιδιά του Ένοικου
Υπάρχει και ένα μειονοτικό, αλλά δυναμικό, άτυπο λογοτεχνικό μόρφωμα που θα το έλεγα «Τα παιδιά του Ένοικου»: νέοι δημιουργοί που δρουν στο μεταίχμιο πρόζας, ποίησης, και δοκιμίου αντλώντας από το επίσης άτυπο και επίσης δυναμικό χωνευτήρι της λεγόμενης Παρέας των Εξι που σύχναζαν σε καθημερινή βάση συζητώντας παθιασμένα, έως και καβγαδίζοντας άγρια, περί λογοτεχνίας και φιλοσοφίας στο μπαρ Ο Ενοικος της οδού Καλλιδρομίου, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Επρόκειτο για τους (με αλφαβητική σειρά): Ευγένιο Αρανίτση, Χρήστο Βακαλόπουλο, Ηλία Λάγιο, Γιώργο-Ικαρο Μπαμπασάκη, Κωστή Παπαγιώργη και Θάνο Σταθόπουλο. Μπορούμε κάλλιστα να πούμε ότι δημιουργοί όπως η Κατερίνα Χανδρινού, ο Γιώργος Λαμπράκος, ο Πάνος Στασινός, ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος και ο Ιορδάνης Παπαδόπουλος, μεταξύ άλλων, προχωρούν σε έναν υβριδικό συγκερασμό ειδών με αξιοπρόσεκτα αποτελέσματα.
Μια άλλη άτυπη συνομάδωση περιλαμβάνει λογοτέχνες που μελετούν (ορισμένοι και μεταφράζουν) μεταμοντέρνους Αμερικανούς που άνοιξαν νέους δρόμους στη γραφή (Γουίλιαμ Γκάντις, Τόμας Πίντσον, Ντον ΝτεΛίλο, Ντέιβιντ Μάρκσον, Κόρμακ ΜακΚάρθι, Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας). Διακρίνουμε εδώ τον Κώστα Καλτσά, τον Βασίλειο Δρόλια και τον Παναγιώτη Κεχαγιά. Μια παρόμοια άτυπη συνομάδωση δρα στον χώρο της ποίησης, μελετώντας και αντλώντας έμπνευση από τη σύγχρονη αμερικανική ποίηση, ιδίως τη μεταμπίτ και ποστ ροκ Σχολή της Νέας Υόρκης (Λουίζ Γκλικ, Αν Κάρσον) που δίνει έμφαση στην καθημερινή ζωή και εμπλέκει τον ποιητικό λόγο με τον αντίστοιχο φιλοσοφικό. Διακρίνουμε εδώ την Καλλιόπη Αλεξιάδου, τη Ζαφειρία Μολ και την Ειρήνη Βακαλοπούλου.
Μίνι ανθολογία
Ας δώσω τώρα τον λόγο στους ίδιους τους νέους δημιουργούς, προχωρώντας σε μια μίνι ανθολογία από τα βιβλία τους.
«Πόσο μη απτική η ζωή σου. Πόσα τα θέματα που σήμερα θα μείνουν πίσω εξαιτίας της καταραμένης βλάβης. Υπερφόρτωση δικτύου; Η κακοκαιρία; Προβοκάτσια; Ο αέρας έξω δυναμώνει, κάνει τα κάγκελα των μπαλκονιών στα κόκαλα να τρίζουν» – Κατερίνα Χανδρινού, «Χωλ» (εκδ. Κείμενα).
Μικρή συνομιλία με τον Αρθούρο Ρεμπώ. «Εκείνο το απόγευμα η Δύση έπεσε στα πόδια μου. Εσκυψα, τη σήκωσα, την πήρα στα γόνατά μου, δεν τη βρήκα πικρή ούτε τη βλαστήμησα, Αρθούρε. Την άφησα να μου περάσει τη θηλιά της στον λαιμό. Μέσα μου είχε φυτρώσει άγριο, κόκκινο χορτάρι. Πρέπει να βρω μια γλώσσα όταν κόβεται το φως» – Κωνσταντίνα Σιαχάμη, «Αδης απαλώς» (εκδ. Κίχλη).
«Θα τα είχαν ξανακούσει αυτά, ξανά και ξανά και ξανά. Ηταν, μάλλον, ιστορία που παρατραβούσε χρόνια για να συνεχίζουν να νοιάζονται ακόμα. Ο ΝτεΛίλο είχε καταλάβει ακριβώς τι παίζει με τους Ελληνες. Δεν έλεγαν ποτέ τίποτα που δεν είχαν πει ήδη χίλιες φορές» – Κώστας Καλτσάς, «Νικήτρια σκόνη» (εκδ. Ψυχογιός).
«Χειμώνας/Τα έντερά μου πάνε κι έρχονται /διψασμένα στοργή. / Φοβάμαι αυτούς που γιορτάζουν /τη ζωή στο ισόγειο. /Φοβάμαι μη με κατασπαράξουν/ σαν το κουνέλι που του είπαν/ πως έχει φτερά./ Φοράω το vintage ναυτικό καπέλο/ του παππού./ Χαιρετάω τη φωτογραφία του/ ίσα που πρόλαβε να με δει/ Ποιος να το ’λεγε πως/ θα είμαι ακόμα εδώ/ να μυρίζω αλουμίνιο και βροχή./ Χειμωνιάζει» – Καλλιόπη Αλεξιάδου, «Τέχνη προς αποφυγή» (εκδ. Ιωλκός).
«Ονειρεύομαι ένα μέλλον γεμάτο με τις νέες θεωρίες από ανθρώπους που θα ψάξουν στο παρελθόν για να τις βρουν. Ονειρεύομαι μια νέα φυσική που θα ακουμπήσει κοντά στις ιδέες του Νεύτωνα. Μια νέα άποψη που θα προσφέρει τη φρεσκάδα που λείπει από το problem solving της εποχής χρησιμοποιώντας τα όπλα του μέλλοντος στην εφαρμογή των σχέσεων του παρελθόντος. Και το αποτέλεσμα θα είναι μια όμορφη απλότητα που θα λάμπει από μακριά» – Βασίλειος Δρόλιας, «Οι εξισώσεις» (εκδ. Gutenberg).
«Δεν νομίζω πως θα μπορέσω/ Οχι, η απάντηση είναι όχι/ όχι, δεν προλαβαίνω/ όχι, δεν το συνηθίζω/ όχι, χέστηκα/ παλαιότερα μπορεί / μα ξέρετε οι συνθήκες /ο ΠΑΟΚ, το ευρώ, το κέρατό μου /τα πράγματα άλλαξαν /και αυτός που θέλετε /–όχι, εγώ, σας παρακαλώ– / αυτός που θέλετε /δεν θέλει» – Σπύρος Γούλας, «Οριστικά φαινόμενα» (εκδ. Πόλις).
«Οι άνθρωποι είναι πελώρια τρυπάνια/ φτάνουν στο κόκαλο ανθρώπων ή πραγμάτων./ Είναι μια άπειρη συλλογή ονομάτων/ με μυθικά ή όχι πρόσημα. Σπάνια/ θα βρεις ανθρώπους του διπλανού γαλαξία/ που να ραντίζουν αγιότητα τριγύρω/ και να ανάγουν το φεγγάρι σ’ αυταξία,/ αφού εκτελέσουν μ’αρτιότητα τον γύρο/ του θανάτου τους» – Πάνος Στασινός, «Ο θάνατος είναι μέσα στα πράγματα» (εκδ. Ικαρος).
«Ο καιρός ακύμαντος πάνω από την Κλεψύδρα. Ανελέητο λιοπύρι τη σκεπάζει, δίχως την παραμικρή αίσθηση μεταμέλεια. Παχύρρευστος αέρας αιχμαλωτίζει την οικιστική διάπλαση της μητρόπολης, σκαρφαλώνοντας παντού. Φωλιάζει με βία στο δέρμα όσων την κατοικούν. Οι εποχές απουσιάζουν. Εχουν δραπετεύσει, αφήνοντας πίσω τα ξέφτια τους. Τα χρώματα από τους χάρτες έχουν σβηστεί. Εκτός από το διαρκές κόκκινο του ουρανού. Μια επ’ αόριστον αναβολή του χρόνου» – Νίκος Κουρμουλής, «Απνοια» (εκδ. Κείμενα).
«Δεν έγινε ποτέ διάσημος φωτογράφος απειλούμενων ειδών, ή πολεμικός ανταποκριτής ή γνωστός συγγραφέας μπεστ σέλερ αστυνομικών μυθιστορημάτων και κυρίως δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει βρεθεί στο Μπατόν Ρουζ το 2005» – Καλλιρρόη Παρούση, «Λίγα λόγια για μένα» (εκδ. Τόπος).
«Ψάθινος ήλιος/ Να φυσάω τη σιωπή/ σαν τελευταία τζούρα/ κι ένας ψάθινος ήλιος/ να παίζει απ’το παράθυρο το καλοκαίρι/ Ετσι ο χρόνος να ροκανίζει τα τοπία/ κι οι άνθρωποι να σέρνουν τα σαρκία/ με πρόσωπα αλεξίπτωτα/ σ’ένα χάος προσωπικό» Ελισάβετ Ιγγλίζ, «Θρυαλλίς» (εκδ. Κέδρος).
«Ο θάνατος δεν είναι ένας. Είναι πολλοί. Είναι όσοι και οι άνθρωποι. Είναι στρατιά. Είναι ένα σώμα επιφορτισμένο με ένα έργο που κανείς άλλος ίσως δεν θα ήθελε να αναλάβει. Ο καθένας εκπαιδεύεται στο είδος του διά μέσου μαθημάτων, σεμιναρίων, εργαστηρίων και σαφώς επίμονης παρατήρησης. Αλλοι ωστόσο δεν εκπαιδεύονται καθόλου. Εμφανίζονται. Συμβαίνουν. Συντελούνται. Ξεδιπλώνονται. Δηλώνουν δωρικά παρόντες. Μερικοί ούτε λέξη. Το πάντρεμα θανάτου και υποκειμένου γίνεται μέσα από δύο τεράστιες κληρωτίδες που έχουν το μέγεθος του πλανήτη Αρη» – Κυριάκος Χαρίτος «Μικρή εγκυκλοπαίδεια του θανάτου» (εκδ. Στερέωμα).
«Ξέχνα πώς λέγεται ο χρόνος για το παρελθόν, θα μπορούσαν να τον λένε κουνουπίδι». Θα μπορούσαν όμως; Ή διάλεξαν αυτό το όνομα για τις νεφέλες της μνήμης μας; Αόριστος… γι’ αυτό ήμουν εκεί ή τουλάχιστον αυτό λέει η θεωρία. Επάγγελμα: Δουλεύω τους Αορίστους σας, κύριοι. Ορίζουμε τον Αόριστο εδώ!» – Ελευθερία Παπουτσάκη, «Αόριστος» (εκδ. νήσος).
«Η κατανόηση της κατάστασης στηρίζεται σε μια συνεχή εξόρυξη πόρων από τις πέτρες, από τα αρχαιολογικά ευρήματα, τις πληγές, τον ξεραμένο καφέ, το πετρέλαιο, τα 60s, τα ραδιοκύματα, τους ισλανδικούς σέρβερς, τα έγκατα, τα σκοτεινά πηγαδοέματα» – Φοίβος Δούσος, «Υγρά» (εκδ. Φυτά).