Βιβλίο: Ο Πολ Όστερ για την οπλοκατοχή και το αιματοβαμμένο έθνος

Το βιβλίο προέκυψε όταν ο γνωστός φωτογράφος Σπένσερ Οστράντερ και γαμπρός του Πολ Όστερ τού ανακοίνωσε ότι σκόπευε να ταξιδέψει σε όλη τη χώρα για να φωτογραφίσει μέρη όπου είχαν σημειωθεί μαζικοί πυροβολισμοί την τελευταία εικοσαετία

Μέσα από την ιστορία της αστερόεσσας ο συγγραφέας Πολ Όστερ προσπαθεί να εξηγήσει ένα αμιγώς αμερικανικό φαινόμενο, που κρύβει και ένα οικογενειακό δράμα.

Στις ΗΠΑ υπάρχουν 393 εκατομμύρια όπλα – σε κάθε κάτοικο, ακόμη και στα παιδιά, αντιστοιχεί πάνω από ένα. Περισσότεροι από 40.000 Αμερικανοί σκοτώνονται κάθε χρόνο από πυροβολισμούς – κατά μέσο όρο καθημερινά πάνω από εκατό, ενώ με την ίδια συχνότητα σημειώνονται και μαζικοί πυροβολισμοί. Τα παραπάνω δεδομένα παραθέτει ο Πολ Όστερ στο αυτοβιογραφικό δοκίμιό του «Αιματοβαμμένο έθνος» (εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ. Ιωάννα Ηλιάδη), που προέκυψε όταν ο γνωστός φωτογράφος Σπένσερ Οστράντερ και γαμπρός του συγγραφέα τού ανακοίνωσε ότι σκόπευε να ταξιδέψει σε όλη τη χώρα για να φωτογραφίσει μέρη όπου είχαν σημειωθεί μαζικοί πυροβολισμοί την τελευταία εικοσαετία.

Στα δυόμισι χρόνια που διήρκεσε το πρότζεκτ έβγαλε περισσότερες από τριάντα φωτογραφίες, στις οποίες απεικονίζονται κυρίως πολυκαταστήματα, σουπερμάρκετ, σχολεία και εκκλησίες. Οι φωτογραφίες αυτές έχουν κάτι απόκοσμο και ανατριχιαστικό καθώς, ενώ τα κτίσματα αυτά αποτελούν τόπους μαζικής συγκέντρωσης, απουσιάζει πλήρως το ανθρώπινο στοιχείο. Οταν τις είδε ο Όστερ εξεπλάγη τόσο από τη θλίψη και τη μιζέρια που ανέδιδε η κενότητα των χώρων ώστε πρότεινε να φτιάξουν από κοινού ένα βιβλίο στο οποίο να συνυπάρχουν η εικόνα και ο λόγος.

«Ποτέ δεν είχα δικό μου όπλο. Οχι αληθινό πάντως, όμως για δύο ή τρία χρόνια από τότε που έβγαλα τις πάνες πηγαινοερχόμουν εδώ κι εκεί με ένα εξάσφαιρο να κρέμεται στον γοφό μου. Ημουν Τεξανός, έστω κι αν ζούσα στα προάστια έξω από το Νιούαρκ του Νιου Τζέρσι, γιατί στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η Αγρια Δύση ήταν πανταχού παρούσα και αναρίθμητες στρατιές μικρών Αμερικανών ήταν περήφανοι κάτοχοι ενός καουμπόικου καπέλου και ενός φτηνού ψεύτικου πιστολιού χωμένου σε δερμάτινη θήκη» γράφει ο Οστερ για τα παιδικά του χρόνια, περιγράφοντας μια ολόκληρη γενιά που μεγάλωσε με τα γουέστερν των πρώτων τηλεοράσεων.

Η πρώτη του επαφή με αληθινό όπλο ήρθε στα εννιά του, όταν σε μια κατασκήνωση έκανε μεταξύ άλλων αθλημάτων και μαθήματα σκοποβολής. Παρ’ όλα αυτά δεν ξανασχολήθηκε καθώς η οικογένειά του έδειχνε αδιαφορία γι’ αυτά.

Στις φωτογραφίες του Σπένσερ Οστράντερ απεικονίζονται κτίσματα που αποτελούν σημεί αμαζικής συγκέντρωσης (εκκλησίες, σχολεία, πολυκαταστήματα κ.ά.), από τις οποίες όμως απουσιάζει πλήρως το ανθρώπινο στοιχείο.

Μπροστά στα μάτια τους

Η αλήθεια ωστόσο ήταν πολύ διαφορετική και θαμμένη κάτω από στρώσεις οικογενειακών μυστικών. Ο πατέρας του απεχθανόταν τα όπλα καθώς η γιαγιά του Όστερ είχε δολοφονήσει τον παππού του μπροστά στα μάτια των παιδιών τους: Τον Ιανουάριο του 1919, δύο μήνες μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο παππούς του συγγραφέα, ο οποίος είχε εγκαταλείψει τη γυναίκα του και τα παιδιά τους δύο χρόνια πριν, τους επισκέφθηκε στην πόλη όπου ζούσαν. Η γιαγιά του Όστερ τον δολοφόνησε εν ψυχρώ με ένα όπλο που είχε κρυμμένο στο σπίτι. Στο δικαστήριο αθωώθηκε με το ελαφρυντικό της προσωρινής παράνοιας. Για να γλιτώσει την κοινωνική κατακραυγή εγκαταστάθηκε με τα παιδιά της σε άλλη πολιτεία και τα εκπαίδευσε να μη μιλήσουν ποτέ και σε κανέναν για όσα είχαν συμβεί. Εκείνο το όπλο, όπως αναφέρει ο Όστερ, δεν σκότωσε μόνο τον παππού του αλλά κατέστρεψε και τη ζωή του πατέρα του, καθώς εξαιτίας του ψυχικού τραύματος που υπέστη παρέμεινε ένας σιωπηλός άνθρωπος που αδυνατούσε να συνδεθεί με τους γύρω του.

Μεταξύ των προσωπικών βιωμάτων που παραθέτει ο συγγραφέας για το ζήτημα της οπλοκατοχής είναι και η γνωριμία του το 1970 με έναν ναυτικό, ο οποίος του εκμυστηρεύτηκε ότι πυροβολούσε ανθρώπους που δεν γνώριζε απλώς από βαρεμάρα. Στην προσπάθειά του να βρει την άκρη του νήματος για το αμιγώς αμερικανικό φαινόμενο να σκοτώνει κάποιος ανθρώπους που δεν γνωρίζει καν, ο Όστερ ανατρέχει στην εποχή της δουλοκτησίας των αρχών του 17ου αιώνα και αναφέρεται στους νόμους και στις διατάξεις περί οπλοκατοχής από τότε μέχρι σήμερα. Εξηγεί τη νοοτροπία ενός έθνους που στήριξε την οικονομική του ανάπτυξη στην άμισθη εργασία σκλάβων, τους οποίους οι λευκοί μπορούσαν να ελέγξουν μόνο μέσα από τον τρόμο που προκαλούσε η θέα ενός όπλου.

Οι Μαύροι Πάνθηρες

Σοκαριστικά είναι τα στοιχεία που παραθέτει ο Πολ Όστερ σχετικά με τους μαζικούς πυροβολισμούς και το προφίλ των δραστών, ενώ σχολιάζει ότι τα περισσότερα συμβάντα δεν αναφέρονται καν στον εθνικό Τύπο.

Από τα πιο σημαντικά σημεία του βιβλίου είναι η συσχέτιση του κινήματος υπέρ της οπλοκατοχής με τους Μαύρους Πάνθηρες. Συγκεκριμένα, το κόμμα τους έστειλε στις 2 Μαΐου 1967 τριάντα οπλισμένα μέλη στο κτίριο του Πολιτειακού Καπιτωλίου στο Σακραμέντο προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για ένα νομοσχέδιο που αφορούσε τον έλεγχο των όπλων που είχε προταθεί από τους Ρεπουμπλικάνους. Οι Μαύροι Πάνθηρες θεωρούσαν ότι η οπλοκατοχή είναι δικαίωμα καθώς προσφέρει τη δυνατότητα στην αυτοάμυνα. Ωστόσο η εικόνα των οπλισμένων μαύρων πολιτών θορύβησε τόσο τους λευκούς Καλιφορνέζους ώστε αποφασίστηκε όχι μόνο η απάλειψη του νομοσχεδίου περί ελέγχου των όπλων, αλλά και η ενίσχυση των μέτρων υπέρ της οπλοκατοχής. Με το πέρασμα των χρόνων εκείνη η πρωτοβουλία των Μαύρων Πανθήρων, που είχε στόχο την αυτοπροστασία των λιγότερο προνομιούχων, εργαλειοποιήθηκε τελικά από τους λευκούς ακροδεξιούς.

INFO
Το βιβλίο «Αιματοβαμμένο έθνος» του Πολ Οστερ, με φωτογραφίες του Σπένσερ Οστράντερ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση της Ιωάννας Ηλιάδη