Βιβλίο: Η Θεσσαλονίκη της φτωχολογιάς

Οικογένεια προσφύγων κατασκηνώνει στην προκυμαία του λιμανιού της Θεσσαλονίκης το 1922. Η έλλειψη στέγης ήταν από τα βασικότερα προβλήματα για την επιβίωση των προσφυγικών πληθυσμών μαζί με την ανέχεια και την ακραία φτώχεια (© American National Red Cross / Library of Congress)

Η ανθρωπογεωγραφία της μεσοπολεμικής πόλης και η «συνομιλία» των «αόρατων» πολιτών με την παρανομία και την πολιτική από την έλευση των προσφύγων μέχρι την κρίση του 1932.

Ποιος δεν έχει ακούσει το «Κάτω στα λεμονάδικα», το γνωστό ρεμπέτικο του Σμυρνιού Βαγγέλη Παπάζογλου; Στο μεσοπολεμικό απτάλικο ο συνθέτης παραθέτει ανάγλυφα ως πρόσφυγας κι ο ίδιος πώς καταλήγουν οι «λαχανάδες», οι πορτοφολάδες δηλαδή, να προτιμήσουν να μπουν φυλακή για να γλιτώσουν από την ανέχεια. «Δε μας φοβίζει ο θάνατος, μόν’ μας τρομάζει η πείνα/ γι’ αυτό τσιμπούμε λάχανα και την περνάμε φίνα»: η ακραία φτώχεια τρομάζει και τίθεται σε αντιπαράσταση ακόμη και με τον θάνατο.

Το 1934 ο Πειραιώτης Παπάζογλου έβαλε στους στίχους το μήνυμα από σημείωμα που είχαν αφήσει σε μια ληστεία στα Λαδάδικα της Θεσσαλονίκης οι προφανέστατα πεινώντες και πένητες δράστες. Εδρασαν μάλιστα το ίδιο βράδυ που εκτελέστηκαν τα μέλη μιας συμμορίας ληστών λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1922. Σχεδόν ίδιο σημείωμα άφησαν το 1924 σε κλοπή τροφίμων από παντοπωλείο.

Οι ακραίες συνθήκες πείνας και ανέχειας οδήγησαν τα βήματα κυρίως πολλών νεοφερμένων προσφύγων στην παραβατικότητα. Μετά τον πόλεμο η Θεσσαλονίκη είχε χάσει τη βαλκανική ενδοχώρα με την οποία έκανε μπίζνες ως το λιμάνι-έξοδος στις αγορές της Μεσογείου και έψαχνε τα βήματά της για τον νέο οικονομικό ρόλο. Υποδέχτηκε χιλιάδες ξεριζωμένους, που βρήκαν πρόχειρη εγκατάσταση σε άθλιες συνθήκες και μεγάλωσαν τα όρια της πόλης, η οποία δεν μπορούσε να θρέψει και να φροντίσει πολλά στόματα.

Ζήτημα επιβίωσης

Ολα αποτυπώνονται ανάγλυφα στο βιβλίο του Κώστα Γ. Τζιάρα «Το κόκκινο και το γκρίζο», καθώς ακτινογραφεί τον χώρο και τους ανθρώπους της Θεσσαλονίκης του μεσοπολέμου τοποθετώντας δύο χρονικά ορόσημα: την αλλαγή και την ακραία φτώχεια από την έλευση των προσφυγικών πληθυσμών το 1922-23 και τη φτωχοποίηση του 1932 με την κατάρρευση των δημόσιων οικονομικών.

Βουτώντας στο πλούσιο υλικό από το αρχείο του πλημμελειοδικείου και στα δημοσιεύματα της εποχής παραθέτει το αποτύπωμα που άφησαν στην κοινωνία τα δύο αυτά σημαντικά γεγονότα και τεκμηριώνει τη σύνδεση της ανέχειας αφενός με τη μικρή ή μεγάλη παραβατικότητα, αφετέρου με το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα του μεσοπολέμου. Αλλωστε, όπως είναι αναμενόμενο, η διέξοδος για επιβίωση που είχαν όσοι ανήκαν στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα ήταν είτε στην παρανομία και στα δίκτυα της παραοικονομίας και του λαθρεμπορίου είτε στη μαχητική διεκδίκηση της βελτίωσης των όρων διαβίωσης και εργασίας ή και στην ανατροπή τους.

Ζήτημα πολιτικής

Η προαναφερθείσα εκτέλεση πολιτών ήταν η πρώτη στη μεσοπολεμική Θεσσαλονίκη. Παρά τις διακηρύξεις και τις επιθυμίες των «αρχόντων» να αποτελέσει παράδειγμα προς αποφυγή –όπως και σήμερα–, το αποτέλεσμα ήταν ένα τεράστιο μηδενικό. Τρομάζει μόνο η πείνα.

Η εξοικείωση με τον θάνατο, τη βία και τα όπλα ύστερα από έναν δεκαετή πόλεμο ήταν ο κανόνας εκείνη την εποχή. Από τις χειροδικίες για το λιγοστό νερό ή τα πρόστιμα για υγιεινή και καθαριότητα –ατομική ευθύνη ελλείψει προσωπικού– μέχρι την εκτέλεση ληστών όπως του Γιαγκούλα ή το ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ «παλικαράδων», από τη νόθευση προϊόντων μέχρι τους τοκογλύφους, από τη βίαιη προλεταριοποίηση μικρομεσαίων στρωμάτων και τα φτηνά προσφυγικά χέρια προς εργασία μέχρι τις πολιτικές δολοφονίες κομμουνιστών και συνδικαλιστών, η Θεσσαλονίκη μας «μιλάει» για την ένταξη δικτύων και πολιτών στην πολιτική διαδικασία μέσω της βίαιης καθημερινότητας.

Ζήτημα ελέγχου

«Το κράτος πού είναι;» αναφωνούν οι νοικοκυραίοι χθες, σήμερα και αύριο. Ο συγγραφέας φωτίζει πολυπρισματικά τον ρόλο του. Εχει καταρρεύσει την εποχή της απονομιμοποίησής του, όταν δεν μπορούσε να προσφέρει τίποτε στους πρόσφυγες και επομένως να τους ελέγξει το 1922-23. Σταδιακά άρχισε να ανακτά τον ρόλο του ελέγχοντας τον χώρο και τα πρόσωπα.

Μέσα από τα δημοσιεύματα και τις δικαστικές υποθέσεις βλέπουμε ότι πρώτιστος στόχος ήταν να επανανομιμοποιήσει την ατομική ιδιοκτησία –π.χ. εκτέλεση ληστών– και ακολούθησε ο έλεγχος στην οικονομική σφαίρα, κυνηγώντας το λαθρεμπόριο και την «γκρίζα» οικονομία για να αποτρέψει τις απώλειες των κρατικών εσόδων. Επέβαλε κιόλας την ταυτότητα της πόλης με την καθιέρωση της αργίας της Κυριακής ενώ η πλειονότητα στην αγορά ήταν εβραϊκής καταγωγής.

Σταδιακά το κράτος ανέκτησε τη δικαιοδοσία του να ασκεί το μονοπώλιο της βίας και κατέληξε να έχει πρώτο μέλημα την ανάσχεση του εσωτερικού εχθρού: καπνεργάτες, συνδικαλιστές και κομμουνιστές (δολοφονίες Τομογλή, Σταμπουλίδη). Μάλιστα ανάμεσα στο πολύ πλούσιο υλικό που έχει αποθησαυρίσει ο συγγραφέας καταγράφεται η σύλληψη τριών κομμουνιστών φοιτητών για κλοπές και διαρρήξεις τον Γενάρη του 1925. Οι αρχές τούς κατηγόρησαν ότι τις διέπρατταν για να ενισχύσουν οικονομικά το ΚΚΕ, ενώ ο «Ριζοσπάστης» μιλούσε για «ηλιθιότητα» των αστυνομικών αρχών. Στη μεσοπολεμική Θεσσαλονίκη πάντως τα όρια των «γκρίζων» και των «κόκκινων» περιοχών ήταν δυσδιάκριτα και τεμνόμενα.

INFO
Το βιβλίο του Κώστα Γ. Τζιάρα «Το κόκκινο και το γκρίζο. Φτώχεια και πολιτική στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή