Με το πρόσφατο ολοκαύτωµα στη βόρεια Εύβοια, για το οποίο ακόµη δεν έχουν αποδοθεί ευθύνες, εκτός των άλλων οδυνηρών –χάθηκαν τόσα σπίτια, περιουσίες ολόκληρες, γεωργικές και κτηνοτροφικές εκµεταλλεύσεις και ένα τεράστιο, παρθένο δασικό κεφάλαιο– εξαφανίστηκαν ολόκληροι οικολογικοί θώκοι και ενδιαιτήµατα και καταστράφηκαν τροφικά πλέγµατα. Το σηµαντικό αλλά όµως αθέατο είναι ότι χάθηκαν µοναδικοί συνδυασµοί γονιδίων τοπικά προσαρµοσµένοι για δεκαετίες, που αλληλεπιδρούσαν µεταξύ τους.
Η κλιµατική αλλαγή καθώς και άλλες παγκόσµιες αλλαγές που προκαλούνται από τον άνθρωπο (κατακερµατισµός οικοτόπων όπως π.χ. µε τις πυρκαγιές, αλλαγές στη χρήση της γης, βιοεπεµβάσεις και βιοεισβολές) έχουν επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα. Οι επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα σε όλα τα επίπεδα (γενετικό, πληθυσµιακό και κοινότητα) επηρεάζουν τη λειτουργία των οικοσυστηµάτων, ιδίως τις αλληλεπιδράσεις ξενιστών – παθογόνων, µε σηµαντικές συνέπειες στην οικολογία της υγείας (εµφάνιση και επανεµφάνιση, εξέλιξη της µολυσµατικότητας και της αντίστασης).
Τέτοιες απώλειες οικοτόπων αποτελούν σοβαρή απειλή για τη βιώσιµη ανάπτυξη και την ποιότητα ζωής των µελλοντικών γενεών. Πιο συγκεκριµένα, έχουν επιρροή στη φυσική ισορροπία της παγκόσµιας βιοποικιλότητας, ιδίως στη µείωση της ικανότητας των ειδών να προσαρµόζονται γρήγορα από γενετικές µεταλλάξεις για να επιβιώσουν σε τροποποιηµένα οικοσυστήµατα. Συνήθως το φυσικό ανοσοποιητικό σύστηµα των θηλαστικών (ανθρώπων και ζώων) είναι πολυµορφικό και ικανό να προσαρµοστεί γρήγορα σε νέες καταστάσεις. Οµως εάν η γενετική ποικιλοµορφία των πληγέντων πληθυσµών είναι χαµηλή, οι εισβολείς µικροοργανισµοί θα επεκταθούν ξαφνικά και θα δηµιουργήσουν επιδηµικές εστίες µε κινδύνους πανδηµίας. Ετσι, η βιοποικιλότητα φαίνεται να λειτουργεί ως σηµαντικό εµπόδιο (ρυθµιστικό), ειδικά ενάντια σε οργανισµούς που προκαλούν ασθένειες οι οποίοι µπορούν να λειτουργήσουν µε διαφορετικούς τρόπους. Εποµένως η διατήρηση της βιοποικιλότητας στα οικοσυστήµατα της άγριας ζωής ως ολοκληρωµένη και βιώσιµη προσέγγιση, µεταξύ άλλων, καθίσταται αναγκαία προκειµένου να προληφθεί και να ελεγχθεί η εµφάνιση ή η επανεµφάνιση ασθενειών από ζώα σε ανθρώπους (ζωονόσοι – ζωονοσογόνες λοιµώξεις).
Η εξαφάνιση των ειδών σε ολόκληρο τον πλανήτη επιταχύνεται άµεσα ή έµµεσα από ανθρώπινες δραστηριότητες. Η βιολογική εξαθλίωση, ο κατακερµατισµός των οικοτόπων, η κλιµατική αλλαγή, η αυξανόµενη τοξικοποίηση των ενδιαιτηµάτων και η ταχεία παγκόσµια µετακίνηση ανθρώπων και οικόσιτων και εξωτικών ζωικών και φυτικών οργανισµών λειτουργούν σε συνέργεια για να υποβαθµίσουν τη λειτουργία του οικοσυστήµατος. Αυτό οδήγησε σε πρωτοφανή επίπεδα εµφάνισης ασθενειών που οφείλονται στην ανθρώπινη περιβαλλοντική υποβάθµιση, η οποία αποτελεί απειλή για τη διατήρηση και την ισορροπία της βιοποικιλότητας.
Καθώς ο βιότοπος συµπιέζεται και οι διαδροµές µετανάστευσης αποκόπτονται (οικολογική αποµόνωση), οι οµάδες γονιδίων µικρών ειδών όπως π.χ. ποντίκια και νυχτερίδες, που επικρατούν, εγκλωβίζονται σε αποµονωµένα «θραύσµατα» οικοτόπων. Αλλά τα είδη αυτά δυνητικά φέρουν και τους πιο παθογόνους µικροοργανισµούς για τον άνθρωπο. Τα άγρια είδη είναι πλέον ευάλωτα σε καταπάτηση των ενδιαιτηµάτων τους, υποσιτισµό, ρύπους του περιβάλλοντος και επιδηµίες από κατοικίδια ζώα και ανθρώπους. Επιπλέον, η συνεχής υποβάθµιση των οικοσυστηµάτων οδηγεί την άγρια ζωή σε αυξηµένο στρες, ανοσοκαταστολή και µεγαλύτερη ευαισθησία σε ασθένειες. Η ασθένεια µπορεί να είναι καταστροφική για έναν µειωµένο άγριο πληθυσµό µε άγχος, καθιστώντας την σε ορισµένες περιπτώσεις κύριο παράγοντα τοπικών, περιφερειακών και παγκόσµιων εξαφανίσεων. Οµως αν τελικά επιβιώσει και –πλέον χωρίς ανταγωνιστές στο περιβάλλον του– επικρατήσει, µπορεί να εξελιχθεί σε παράγοντα πρόκλησης αναδυόµενης µολυσµατικής ασθένειας εάν βρεθεί ο βέλτιστος «ξενιστής-γέφυρα». Σε αυτό συντείνει και το σύγχρονο αγροτοβιοµηχανικό µοντέλο, όπου µε τη δηµιουργία γενετικών µονοκαλλιεργειών, πολλές φορές και εξωτικών, καταργούνται οι ανοσολογικές ζώνες, ευνοώντας τη διεπαφή του ανθρώπου µε νέους παθογόνους οργανισµούς.
Συνελόντι ειπείν, η συνεχιζόµενη απώλεια των δασικών οικοσυστηµάτων, που οδηγεί σε απώλεια της βιοποικιλότητας, είναι πιθανό να προκαλέσει και νέες πανδηµίες στο µέλλον. Και, δυστυχώς, αν δεν ανασχέσουµε την αποδασοποίηση και την ερηµοποίηση, που συντελούνται στο όνοµα της αύξησης των ακίνητων αξιών µετά το 2008 για χάρη της χρηµατιστικής ανάπτυξης των παγκόσµιων αγορών, δηλαδή αν δεν προσπαθήσουµε να γιατρέψουµε το αίτιο που γεννά τις ζωονοσογόνες λοιµώξεις και απλώς επικεντρώνουµε όλες τις προσπάθειές µας στο φάρµακο ή το εµβόλιο αφού εµφανιστεί µια λοίµωξη, αναπόφευκτα θα ωφελήσουµε προς στιγµήν τη σηµερινή µας γενιά, µεταθέτοντας όµως το κόστος στις επόµενες γενιές.