«Βάστα, καημένο Μεσολόγγι»

«Βάστα, καημένο Μεσολόγγι»

Το χειροκρότημα είτε επιβραβεύει μια παράσταση είτε πιστοποιεί ότι ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του κοινού της. Ετσι και η επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στις ΗΠΑ δεν θα κριθεί από το χειροκρότημα αλλά από το αν θα μας αντέξει το σκοινί σε βάθος χρόνου. Η πολυπαινεμένη ομιλία του στο Κογκρέσο περιλάμβανε στο μεγαλύτερο μέρος της ό,τι συνηθίζεται σε ανάλογες περιστάσεις. Διπλωματικές αβροφροσύνες, αναφορά στις δημοκρατικές αξίες και στους δεσμούς των δύο κρατών, υπερβολικές κολακείες προς τους οικοδεσπότες. Ενθουσιάστηκαν λοιπόν οι γερουσιαστές όχι μόνο για τους ύμνους προς τη χώρα τους, αλλά και επειδή συνοδεύτηκαν από «ψώνια» δισεκατομμυρίων ευρώ. Με οικονομικούς όρους, ο πελάτης έχει πάντα δίκιο.

Είχαν προηγηθεί η γραβάτα του Αμερικανού προέδρου με τις ελληνικές σημαίες, το τσάι και η συμπάθεια με τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη, σαν κι αυτά που δίνουμε όχι σε έναν ισότιμο εταίρο αλλά σε μια πιστή παραδουλεύτρα. Στο ύφος τού Μπάιντεν αποτυπωμένοι οι στίχοι της Δημουλά: «Για σας θα κάνω μια καλύτερη τιμή είπε το Τίποτα στο Κάτι και κείνο, το ηλίθιο, το ’χαψε». Στην εθιμοτυπική πάντως φωτογραφία δεν εκπροσωπήθηκε το θεσμικό πρόσωπο του πρωθυπουργού αλλά η δυναστεία Μητσοτάκη. Ο Κυριάκος όχι μόνο διδάχτηκε αλλά και εμπέδωσε στο Χάρβαρντ πώς στήνονται τα σόου.

Δεν εξηγούνται αλλιώς οι αμετροέπειες και το ξεχαρβάλωμα της ιστορικής αλήθειας που χρησιμοποιήθηκαν σαν σκηνικό επιθεώρησης για να ευχαριστηθούν τα αφεντικά. Σε αυτό το ρεσιτάλ δουλοπρέπειας «η δημοκρατία των ΗΠΑ δημιούργησε τη μεγαλύτερη επέκταση ελευθερίας και προόδου που έχει γνωρίσει ποτέ ο άνθρωπος». Πάσχοντας από καθολική αμνηCIA, ο κ. Μητσοτάκης δεν έχει ακούσει τίποτε για πραξικοπήματα σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, για φονικούς πολέμους σε Λιβύη, Συρία και Ιράκ. Δεν θυμάται ούτε το όνομα της γειτονικής χώρας που εισέβαλε στην Κύπρο και μας ενοχλεί με υπερπτήσεις, επειδή έτσι λέγονται τώρα οι παραβιάσεις του εναέριου χώρου. Λειτούργησαν όμως τέλεια οι συνειρμοί και οι ανεκδιήγητοι παραλληλισμοί του Μνημείου Λίνκολν με τον Παρθενώνα, όπου «ο λόρδος Ελγιν έκανε μια παρέμβαση για τα δικά του χόμπι».

Εκεί όμως που η υποτέλεια και η τυμβωρυχία έδωσαν τα ρέστα τους ήταν στη σύγκριση της Μαριούπολης με το Μεσολόγγι. Να διευκρινίσουμε πρώτα απ’ όλα πως κανένας δεν έχει το δικαίωμα να κάνει την Ιστορία λάστιχο για χάρη της πολιτικής σκοπιμότητας. Οι ταυτίσεις γεγονότων που συνέβησαν σε άλλους τόπους και υπό άλλες συνθήκες συνιστούν καπηλεία, κοινώς μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα. Αλλά ακόμη κι αν παρακάμψουμε το αυτονόητο, τι σχέση έχουν οι έγκλειστοι του Μεσολογγίου με τους ναζί «μαχητές» του Αζόφ; Οι πρώτοι παρέμειναν στην πόλη τους από δική τους επιλογή. Οι δεύτεροι χρησιμοποίησαν τους αμάχους ως ασπίδα αλλά και ως ανθρωποθυσία για τη νατοϊκή προπαγάνδα. Τους Ελεύθερους Πολιορκημένους δεν τους βοήθησε ούτε η –ελεγχόμενη από την Αγγλία– κυβέρνηση της Ελλάδας, οι οποίοι μάλιστα έπεσαν ηρωικά και δεν παραδόθηκαν.

Λέγεται ότι ο Δ. Σολωμός παρακολουθώντας από τον λόφο Στράνη της Ζακύνθου τα τεκταινόμενα στη μαρτυρική πόλη είχε αναφωνήσει «Βάστα, καημένο Μεσολόγγι». Στη σύγχρονη διασκευή του θα ήταν «Βαστάτε, καημένοι Ελληνες» που θα χρυσοπληρώσετε τα αστειάκια «Μπαϊντενόπουλος» χορεύοντας τσιφτετέλι τούρκικο.

H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης

Documento Newsletter