Από την Αρκαδία και τις ταβέρνες της Γερμανίας μέχρι και σήμερα, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου παραμένει ο αιώνιος έφηβος της ελληνικής ροκ σκηνής.
Καλεσμένος στην εκπομπή «Στιγμές» του Μάνου Νιφλή βρέθηκε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου αποκαλύπτοντας άγνωστες στιγμές της ζωής του.
Μάλιστα, παραλίγο να «φάει» πόρτα σε δική του συναυλία στα Γιάννενα όταν ο φύλακας δεν τον αναγνώρισε. Ο τραγουδιστής προσπαθούσε να του εξηγήσει ποιος ήταν αλλά ο φύλακας επέμενε πως «έχει εντολή προσωπικά από τον κ. Παπακωνσταντίνου να μην αφήσει κανέναν να περάσει».
Μιλώντας για τα πρώτα χρήματα που έβγαλε από το τραγούδι, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου εκμυστηρεύτηκε πως όσο τραγουδούσε ροκ ξένη μουσική δεν πληρωνόταν. Αυτό άλλαξε όταν συνεργάστηκε με τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη.
«Παίζαμε με το συγκρότημα σε μαγαζιά και night club αλλά εκεί δεν είχε λεφτά. Τα πρώτα χρήματα ήρθαν όταν παράτησα την ροκ ξένη μουσική. Ήρθαν από τα ακούσματα του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, του Σαββόπουλου του Σπανού. Ήταν αριστερές οι καταβολές μου και το νέο κύμα μου έμοιαζε πολύ πιο οικείο. Μπορούσα να εκφραστώ στην γλώσσα μου, διότι προηγουμένως τραγουδούσα αγγλικά Πελοποννήσου».
Ωραία τα λες αλλά μη φωνάζεις τόσο πολύ
Τραγουδώντας στις μπουάτ της Πλάκας του έλεγαν πως τα λέει ωραία αλλά να μην φωνάζει τόσο πολύ. Την τελευταία φορά που είπε τα τραγούδια του σε μπουάτ ήταν στην «Ξαστεριά» την οποία έκλεισε η Χούντα το 1967
«Κατέβηκα στην Πλάκα, πήγα στην μπουάτ του Γιάννη του Αργύρη, που τον θεωρώ και πρωτοδάσκαλο. Του τραγούδησα και μου είπε: “Ωραία είναι αλλά να μην φωνάζεις τόσο πολύ”, διότι εγώ “τα έχωνα”. Τραγουδούσα και σε μία μπουάτ, “Ξαστεριά” την έλεγαν, και την έκλεισε η Χούντα το 1967.
Μετά πήγα φαντάρος και όταν απολύθηκα δεν μπορούσα να τραγουδήσω Θεοδωράκη. Είχα έναν φίλο από τον στρατό και αυτός ζούσε στην Γερμανία. Και μου λέει “Πάμε ρε Βασίλη έξω. Τι θα κάνεις εδώ πέρα;”. Δεν είχαμε λεφτά για να βγάλουμε εισιτήρια και θεώρησα καλό να πάω σε ένα μαγαζί που θα έπαιρνα και λεφτά».