Βασίλης Μπισμπίκης: «Θα ήθελα να είμαι αναρχικός, αλλά δεν έχω τα αρχίδια να είμαι»

Βασίλης Μπισμπίκης: «Θα ήθελα να είμαι αναρχικός, αλλά δεν έχω τα αρχίδια να είμαι»

«Τα κόκκινα φανάρια», ο κόσμος του περιθωρίου, τα τρανς άτομα και τα τζάνκια, η αναρχία και το δικαίωμα στην τεμπελιά: ο σκηνοθέτης – ηθοποιός δεν φοβάται το «τσαλάκωμα».

Με το καληµέρα της εξόδου της στη σκηνή η παράσταση «Τα κόκκινα φανάρια» του Βασίλη Μπισµπίκη έγινε sold out και µέχρι αυτήν τη στιγµή δύσκολα βρίσκει κάποιος εισιτήριο. Το ίδιο δύσκολα όµως βρίσκει και ένας δηµοσιογράφος τον σκηνοθέτη της, ειδικά άµα θέλει να κάνει µια συζήτηση σοβαρή µαζί του που να αφορά αποκλειστικά τη δουλειά του και όχι λόγου χάρη την προσωπική του σχέση µε τη ∆έσποινα Βανδή. Τον συνάντησα απόγευµα στα καµαρίνια του Cartel, του δικού του πια τεχνοχώρου: ένα καµαρίνι γεµάτο από τα εντυπωσιακά κοστούµια του Κένι ΜακΛέλαν για το θέαµα που είχα παρακολουθήσει λίγες µέρες νωρίτερα. Με έναν καφέ και πολλά τσιγάρα βρεθήκαµε να µιλάµε µε έναν «φιλοαναρχικό καρασυστηµικό» καλλιτέχνη, σύµφωνα µε τον ίδιο, για την εφηβεία που πέρασε και δεν τον άγγιξε, για τη γοητεία του περιθωρίου και για την καινοτόµα queer ανάγνωση ενός κλασικού θεατρικού έργου που γέννησε κάποτε µια εξίσου κλασική µελό ελληνική ταινία.

Ο Βασίλης Μπισμπίκης σε καμαρίνι του Cartel την ώρα της συνέντευξης (© Αντώνης Μποσκοΐτης)

Είναι δελεαστική µια συνέντευξη µαζί σας. Ακόµη δεν µπορώ να καταλάβω αν έχετε µπουχτίσει ή αν γουστάρετε όλο αυτό το τσαλαβούτηµα µες στο lifestyle.

Αυτό ξεκίνησε µε τον Βόσκαρη στις «Αγριες µέλισσες» και ήρθε και κούµπωσε µε την ιστορία µε τη ∆έσποινα. Ωρες ώρες εκνευρίζοµαι, ώρες ώρες γελάω, αλλά το σηµαντικότερο είναι το στοιχείο της παρατήρησης, επειδή εγώ µέσα µου έχω έναν πολύ ισχυρό παρατηρητή σε οτιδήποτε γίνεται. Ελπίζω ότι αυτό που µε ρωτήσατε κάτι θα το κάνω κάποια στιγµή. Ετσι κι αλλιώς πάντα περνάω τις εµπειρίες της ζωής µου µες στα κείµενα, τα οποία χρησιµοποιώ ως εφαλτήριο για να µιλήσω για τη ζωή µου.

Η κατά Μπισµπίκη «Κοινωνία του θεάµατος».

Ναι, γιατί ο Μπισµπίκης παίζει µ’ αυτή, έχει πολύ ψωµί το κοµµάτι του θεάµατος. Παρατηρώ κοριτσάκια να έρχονται µε µια κάµερα… «Βασίλη, µια δήλωση θέλουµε» κι ενώ λέω «δεν κάνω δηλώσεις, βρε κορίτσι µου», µου απαντάνε: «Με έστειλαν από το κανάλι κι έχω οικογένεια και παιδιά». Μαθαίνω έναν άλλο κόσµο κι έτσι έφτασα στο σηµείο να είµαι πιο ευέλικτος διότι κατανοώ και την ανάγκη των ανθρώπων αυτών που δουλεύουν σε ένα µηχανισµό. Οι κάτω κάτω σε αυτό τον µηχανισµό δέχονται πιέσεις από τους αποπάνω, οπότε εγώ δεν µπορώ να τα βάλω µε τους αδύναµους.

Ο παρατηρητής µέσα σας φαίνεται ενόσω βλέπει κάποιος τα «Κόκκινα φανάρια». Νιώθει ότι ο σκηνοθέτης αυτός δεν έχει τελειώσει οριστικά, γυρνάει µες στον θίασό του, έτοιµος να αλλάξει πράγµατα από µέρα σε µέρα.

Μα ολόκληρη η τέταρτη πράξη του έργου στήθηκε την προηγούµενη µέρα. Τη φαντασιωνόµουν· κείµενο ακριβώς δεν υπήρχε και δεν υπάρχει στην παράσταση. Σε αυτό µε ωφέλησε ο Γιάννης Οικονοµίδης, γιατί κάναµε έξι µήνες πρόβες προτού πάµε πλάνο στην «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς». Ο Γιάννης είναι δάσκαλος, του έχω κλέψει πολλά πράγµατα σε σχέση µε την υποκριτική. Πάντως είναι έτσι ακριβώς όπως το λέτε. Το Σάββατο που θα παίξουµε ξανά πρέπει να τους αλλάξω αρκετά πράγµατα, τόσο στα λόγια όσο και στην ερµηνεία.

«Τα κόκκινα φανάρια» (© Γιώργος Καλφαμανώλης)

Θα αυτοχαρακτηριζόσασταν νατουραλιστής σκηνοθέτης;

Οχι, δεν θα ήθελα να το πω αυτό. ∆εν θα έλεγα ότι η φόρµα της παράστασης «Τα κόκκινα φανάρια» είναι ρεαλιστική, γιατί έχει πηδήµατα χρόνου, άξονες, δωµάτια. ∆εν είναι σαν τον «Πατέρα» του Στρίντµπεργκ που έκανα στο θέατρο Αποθήκη και είχε νατούρα φόρµα. Εδώ έχουµε µέχρι και εξπρεσιονιστικά παιξίµατα. Ως προς το γεγονός ότι θέλω ο ηθοποιός να έχει τη µνήµη του ρόλου από τη στιγµή που γεννήθηκε –άρα παίζω µε τον ρεαλισµό–, ναι, σε αυτό συµφωνώ. Εύκολα θα χαρακτηριζόταν ακραία ρεαλιστική παράσταση.

Η βία είναι απαραίτητο στοιχείο των σύγχρονων κοινωνιών;

Η βία είναι η µαµή της Ιστορίας. Οχι να χαστουκίζω τη γυναίκα µου ή να βιάζω την γκόµενα, αλλά η βία της αντίδρασης. Χωρίς βία και χωρίς αίµα δεν αλλάζει τίποτε. Η ίδια η Ιστορία το έχει δείξει. Πιστεύω στη βία και στο σοκ µέσα από το θέατρο, γιατί εµβολίζουν περισσότερο την ψυχή του θεατή. Θέλω να πιέσω τον θεατή, κάτι να πάθει, ακόµη και να σηκωθεί να φύγει.

Αυτό µου το είχε πει και ο ∆ηµήτρης Παπαϊωάννου όταν είχε σκηνοθετήσει µε πλάνα από γκέι πορνό τον «Καβάφη» της Λένας Πλάτωνος. «Ας φύγουν οι µισοί στη µέση της παράστασης» είχε πει.

Εχει σχέση αυτό που λέτε, γιατί εµπεριέχει την πρόκληση. ∆εν κάνω πρόκληση για την πρόκληση –φαντάζοµαι το ίδιο και ο Παπαϊωάννου–, αλλά ακόµη και να φύγει ο θεατής, κάτι θα του έχεις κάνει. Καταρχάς δεν ξέρεις για ποιο λόγο αποχωρεί ο καθένας – ίσως να µην είναι συνειδητή η αντίδρασή του. Μπορεί να του καθρεφτίζεις ένα βίωµα που να µην µπορεί να το αντέξει. Οταν ξεκινήσαµε το «Ανθρωποι και ποντίκια» κάποιοι διαµαρτυρήθηκαν: «Μα αυτό δεν είναι το έργο του Στάινµπεκ, αυτοί εδώ όλο βρίζουν»! Ηταν η αντίδραση µιας συντηρητικής µερίδας θεατρόφιλων, ασχέτως αν το έργο του Στάινµπεκ εν έτει 1937 αρχίζει µε πρώτη ατάκα «πουτάνας γιε». Και φτάνουµε το 2022 στην ελληνική τηλεόραση να µην µπορούµε να πούµε καν τη λέξη «µαλάκας».

Ωστόσο αν περιµένει να δει κάποιος στη δική σας παράσταση τα ειδύλλια της Καρέζη ή της Χρονοπούλου, θα απογοητευτεί.

Τα µελοδράµατα εννοείτε, διότι το έργο δεν είναι γραµµένο έτσι. Ο Γεωργιάδης το είχε µεταφέρει ως µελό στον κινηµατογράφο. Αν διαβάσετε το πρωτότυπο κείµενο, θα δείτε να φεύγουν τασάκια στα κεφάλια, µπινελίκια, σκληράδα και από την περιγραφή της δράσης και µόνο.

Υπάρχει και µια δεύτερη εκδοχή του έργου, από τον ίδιο τον Γαλανό, που είχε συµπεριλάβει και τρανς χαρακτήρες µέσα. Αν θυµάµαι καλά, το είχε ανεβάσει ως µιούζικαλ τη δεκαετία του 1980. Στη δική µου εκδοχή έφτιαξα ένα κλαµπ στιλ Factory µε drag show, που δεν υπάρχει στην Αθήνα αλλά µπορεί να υπάρξει – ποιος ξέρει; Ενα υπόγειο κλαµπ στου Ρέντη το 2022 όπου εξελίσσεται όλη η δράση. Ηθελα να µιλήσω για τον κόσµο των τρανς και των εκπορνευόµενων γυναικών στη Συγγρού. Ηταν ένα κοµµάτι της ζωής µου το οποίο υπήρξε πολύ σηµαντικό. Είχα επαφή µε αυτούς τους ανθρώπους, τους αγαπάω. Επειδή δεν είµαι καλός στο να γράφω σενάρια ή θεατρικά, βρήκα το συγκεκριµένο έργο και είπα ότι θα πατήσω πάνω του για να µιλήσω για τους ανθρώπους του περιθωρίου. Αυτή ήταν η ανάγκη µου. Στη συνέχεια βρήκα τους κατάλληλους ανθρώπους, την Μπέττυ Βακαλίδου, τον Παπάζογλου και τα άλλα παιδιά που πρόσθεσαν τα δικά τους θέµατα. Εγώ το µόνο που είχα να κάνω ήταν να οργανώσω να µιλήσουµε όλοι µαζί τελικά γι’ αυτό το κοµµάτι της πραγµατικότητας, το πιο αληθινό και από το αληθινό.

Πόσο εύκολη είναι η στενή επαφή µε τους ανθρώπους του περιθωρίου; Πιάνονται εύκολα φίλοι;

Αφού µιλάµε για τρανς, θα πω ότι δεν έχω φίλους ούτε συνεργάτες τρανς. Και τότε που ήµουν µαζί τους, ζώντας στην Οµόνοια, µε το που έφυγα από εκεί δεν κράτησα µε κανέναν σχέσεις. Φίλοι δεν γίναµε, µας ένωσε το κοµµάτι της επιβίωσης. Με βοήθησαν, τους βοήθησα και πορευτήκαµε παρέα σε ένα πλαίσιο αλληλεγγύης. Επαφές, αντιθέτως, κράτησα µε άλλους, µε τζάνκια της Οµόνοιας, µε τα οποία –είτε βγήκαν από αυτή την ιστορία είτε όχι– ακόµη βλεπόµαστε. Οι τρανς και οι ιερόδουλες είχαν άλλη διαδροµή, ήταν από άλλο κόσµο όπου εγώ δεν µπήκα.

Κι αυτό βγαίνει στην παράσταση. Προσεγγίζετε τα τρανς άτοµα µε αγάπη αλλά και µε περιέργεια, απότοκες εκείνης της περιόδου της ζωής σας.

Προσωπικά θέλω να πω στον θεατή πως αν την επόµενη µέρα συναντήσεις έναν τέτοιο άνθρωπο στον δρόµο, πρέπει να έχεις µια δεύτερη σκέψη. Αν συναντήσεις έναν Πακιστανό να πουλάει λουλούδια στον δρόµο, να µην του ρίξεις κλοτσιά. Εχω θέµα, αγαπάω τους ανθρώπους και µου είναι πολύ δύσκολο να κρίνω ανθρώπους. Με ρωτάνε συχνά για το #MeToo, αλλά δεν µπορώ να µιλήσω. Μπορώ πολύ εύκολα να κρίνω θεσµούς, το κράτος, αλλά όχι τους ανθρώπους. Εχω συνυπάρξει µε ανθρώπους που σκότωσαν, που έκαναν δολοφονίες. Πάω στις φυλακές και κάνω θέατρο· έχω γνωρίσει άτοµα µε παραβατική συµπεριφορά εν πάση περιπτώσει. ∆εν πρέπει µόνο να κατηγορείς τους ανθρώπους για τις πράξεις τους, αλλά και την κοινωνία την ίδια που µε κάποιον τρόπο εµβολίζει τα όνειρά τους και τους οδηγεί στο περιθώριο. Οταν είσαι 15 χρόνων παιδί και έχεις παραβατική συµπεριφορά και η αστυνοµία σε µπουζουριάζει και σε πλακώνει στο ξύλο και γίνεσαι δακτυλοδεικτούµενος, µπορεί από αντίδραση να θέλει να βλάψει. Καταλάβατε τι πρέπει να δούµε πρώτα; Από πού ξεκινάει το κακό κάθε φορά.

Μιλάτε βιωµατικά δίχως ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις.

Ισχύει, αν και έχω κάνει πολλή ψυχανάλυση για 20 χρόνια περίπου. Αλλες φορές µε βοήθησε και άλλες όχι – κάπου µπλέχτηκα. Με βοήθησε πολύ στο να µου φύγει η µεγάλη αγωνία µου σχετικά µε την αποδοχή µου από τους ανθρώπους, το πώς µε έβλεπαν οι άλλοι.

Εσάς τι µπορεί να σας σοκάρει;

∆ύσκολη ερώτηση… Η παιδεραστία είναι κάτι που δεν µπορώ να χωνέψω παρόλο που το έχω συζητήσει µε ψυχολόγους και µε δικηγόρους. ∆έχεσαι ότι υπάρχει αρρώστια σε κάποιους ανθρώπους, αλλά είναι κάτι που µε σοκάρει. Εχω και παιδί, οπότε είναι επιπλέον σοκ για µένα. Με σοκάρει ακόµη µια εικόνα στην πλατεία Βάθη µε ένα τζάνκι που έχει πέσει στη µέση του δρόµου και περνάνε γύρω γύρω τα αυτοκίνητα και κανείς δεν πάει να τον σηκώσει. Ακρως σοκαριστική εικόνα για µένα. Κι εκεί που είπα ότι αγαπώ τους ανθρώπους, κάπου λέω «κοίτα να δεις όµως και πώς γίνονται οι άνθρωποι». Η αναισθησία γενικώς µε ταράζει και µε σοκάρει. Σαν να είναι µουδιασµένοι οι άνθρωποι, δίχως συναισθήµατα.

Είναι σκληρός ο κόσµος των παιδιών;

Ναι, γιατί είναι καθαρός και ειλικρινής. Σε σχέση πάντα µε τον γονέα, αλλά και µεταξύ τους. ∆εν φιλτράρουν τα πράγµατα κι εκεί µπαίνουν η κοινωνία και τα ερεθίσµατα που παίρνουν, τα οποία είναι πραγµατικά σκληρά. Ο κόσµος µάλλον είναι σκληρός µε τα παιδιά.

Φανταστείτε πόσο σκληρό παιδικό κόσµο έχουν τα τρανς άτοµα.

∆ιάβασα και το βιβλίο της Μπέττυς Βακαλίδου που είναι µια πολύ σκληρή καταγραφή των παιδικών της χρόνων. ∆εν ξέρω αν τα παιδιά αυτά περνάνε εφηβεία. Το ίδιο θα πω και για µένα, ανεξαρτήτως του τι πιστεύουν οι γονείς µου. Εγώ την προσπέρασα· δεν πέρασα εφηβεία. Εγινα από παιδί µεγάλος κατευθείαν, το ίδιο έπαθαν και η Μπέττυ και πολλά άλλα τρανς άτοµα. ∆εν υπάρχουν περιθώρια όταν έχεις να επιβιώσεις στα 13-14 σου φεύγοντας από το σπίτι. Τι κάνουν; Τα κόβουν όλα από µέσα τους για να επιβιώσουν, νεκρώνουν το συναίσθηµα. Ολοι θα βρουν τον τρόπο – άλλος µε ναρκωτικά, άλλος µε αλκοόλ, ο φόβος όµως θα υπάρχει πάντα από κάτω.

Και η τρυφερότητα.

Και η τρυφερότητα σαφώς. ∆εν µπορεί ένα παιδί 14 χρόνων να διαχειριστεί το συναίσθηµά του. Εκεί χρειάζεται η στήριξη των γονιών και όταν δεν την έχουν, γίνονται πολύ σκληροί άνθρωποι. Περνάνε από µεγάλες φουρτούνες για να επιβιώσουν, αποκτάνε δεύτερη και τρίτη σκέψη. ∆εν τους ακουµπάς εύκολα, δεν εισχωρείς µέσα τους, όταν έχουν ζήσει την πουτανιά στο πεζοδρόµιο µε τα κρατητήρια, τα κυνηγητά και τα µαχαιρώµατα.

«Τα κόκκινα φανάρια» (© Γιώργος Καλφαμανώλης)

Πιστεύετε στο mind expansion των ναρκωτικών ουσιών; Η παράσταση, ας πούµε, βρίθει από πρέζες και κόκες.

Τη δεκαετία του ’30, του ’40 και του ’50 όλοι οι ποιητές ήταν φουλ στα ναρκωτικά, τα οπιούχα και τα παραισθησιογόνα. Κάνανε αισιόδοξη τέχνη. Η δική µας γενιά είναι σχεδόν αποστειρωµένη µε το φυσικό µεταλλικό νερό και τα γυµναστήρια, κάνοντας τελικά απαισιόδοξη τέχνη. Σαν να µην υπάρχει ελπίδα.

Εχει να κάνει και µε την ευδαιµονία της σύγχρονης εποχής, πλασµατική ή ρεαλιστική.

Σωστά, δεν µιλάω µόνο για τα ναρκωτικά, αλλά αυτοί τότε ήταν µες στις καταχρήσεις και τα µυαλά τους γεννούσαν ωραία πράγµατα. Κάτι άνοιγαν µέσα τους οι ουσίες, κάτι γινόταν. Εγώ είµαι του αλκοόλ πιο πολύ… Υπάρχει η φοβερή ατάκα του Ζεράρ Ντεπαρντιέ: «Το αλκοόλ σε κάνει πιο λυρικό». Κάτι κάνει για να το πίνουµε το γαµηµένο. Σε χαλαρώνει, σου σπάει τις αντιδράσεις.

Είστε 44 χρόνων κι έχω την εντύπωση ότι συνοµιλώ µε έναν εικοσάρη.

Ετσι είµαι µέσα µου, έτσι νιώθω, σαν πιτσιρικάς αλητάµπουρας. Μ’ εσάς µιλάω πιο άνετα γιατί κατά κάποιον τρόπο σας εκτιµώ και δεν φοβάµαι να εκτεθώ τόσο πολύ. Είναι δύσκολο να δίνεις στηµένες συνεντεύξεις, αφόρητο. Και τι είναι συνήθως µια συνέντευξη; Λες πράγµατα µέχρι εκεί που αντέχει το σύστηµα και το Μέσο που τη φιλοξενεί. Αρχίζεις να σκέφτεσαι πολύ κι εγώ δεν είµαι τέτοιος άνθρωπος, δεν θέλω να δίνω πολλές συνεντεύξεις, γιατί όπου πάω λέω αυτό που νιώθω. Αµα µπω στη διαδικασία να σκέφτοµαι πώς θα το πάρουν ο ένας και πώς ο άλλος –ειδικά την εποχή που ζούµε–, αρχίζω να ζορίζοµαι άσχηµα.

Λειτουργείτε µε το ένστικτο;

Πάρα πολύ. Και παρορµητικός πολύ είµαι.

Η σκέψη λογοκρίνει το ένστικτο;

Αυτό είναι βασανιστήριο. Οπως και η ίδια η λογική. Γάµησέ τα… Εχω µεγάλο πρόβληµα µε τη λογική, δεν τη γουστάρω καθόλου. Η λογική είναι ό,τι γνώρισες µέσω των εµπειριών σου µέχρι τα 30 σου. Υστερα από ένα χρόνο µπορεί να µάθεις ένα άλλο και να αναιρέσεις κάτι που ήξερες ίσαµε τότε. Συνεπώς, εγώ είµαι πιο πολύ της τρέλας, του ονείρου· πιο καλά µε οδηγεί η τρέλα παρά η λογική. Αν ήµουν λογικός, δεν θα είχα φτιάξει το Cartel – εγώ κι άλλοι δύο που δεν είχαµε φράγκο και µάζευα 100 ευρώ τον µήνα έχοντας και έγκυο την πρώην σύζυγό µου. Οι καλλιτέχνες είµαστε άνθρωποι που δεν τους αρέσει και πολύ να ζουν στην πραγµατικότητα. ∆εν µας ταιριάζει, θέλουµε τη µαγεία, το φευγιό, την τρέλα, το άλλο. Καταρχάς είµαι ολότελα ανίκανος να κάνω µια δουλειά στην τράπεζα ή στον λογιστή. Μα την Παναγία. Ποτέ, δεν µπορώ, παθαίνω κατάθλιψη αν µε βάλεις σε µια ουρά να περιµένω.

Και στέλνετε άλλους;

Το κάνουν άλλοι για µένα. ∆εν µπαίνω καν στη διαδικασία να µιλήσω για τα λογιστικά µου µε τον λογιστή, αφού δεν τα καταλαβαίνω. Είναι η Φαίη Τζίµα εδώ που έχει αναλάβει όλο αυτό το κοµµάτι και το τρέχει. Ειλικρινά δεν έχω ιδέα τι παίζει εδώ µέσα µε τα οικονοµικά.

Εχει µια αθωότητα όλο αυτό.

Και µια τεµπελιά. Υπάρχει και το «∆ικαίωµα στην τεµπελιά» του Λαφάργκ. Ωραίο βιβλίο είναι αυτό.

∆εν θα ήταν άσχηµη µια κοινωνία τεµπέληδων, αλλά άντε πες το σε ένα Γερµανό τεχνοκράτη.

Θα σε κατακρίνει 100%, αλλά είναι ωραίο. Πού αλλού έχουν τόσες καφετέριες όπως εµείς για να την αράζουµε, να πίνουµε το καφεδάκι µας και να σκεφτόµαστε όλη µέρα; Πουθενά αλλού. Πήγα πρόσφατα στη Ρώµη… τίποτε. Εδώ έχουµε σε κάθε στενό καφετέρια και σουβλατζίδικο· αραλίκι. Και λίγη δουλειά, εντάξει. Πού να τα ζήσουν αυτοί αυτά; Οι άλλοι σε Αµερική και Ευρώπη δουλεύουν σαν τα σκυλιά από το πρωί έως το βράδυ. Βάζω και τους καλλιτέχνες µέσα. Εκεί οι καλλιτέχνες είναι σαν τους άλλους, επιχειρηµατίες. Τους βλέπεις πώς είναι.

Εδώ επιβιώνει το πρότυπο του «καταραµένου» καλλιτέχνη;

∆εν υπάρχει αυτό, πάει. Τώρα βλέπεις όλους τους ηθοποιούς στο κυνήγι: προσέχουν τον εαυτό τους, τη διατροφή τους, την εικόνα τους στα social media, τ’ αρχίδια µου-τα µύδια µου. Πού είναι ο άλλος στα υπόγεια να µπεκροπίνει;

Ο λόγος που ο Μάνος Χατζιδάκις δέχτηκε να γράψει µουσική για το «Sweet movie» του Ντούσαν Μακαβέγεφ ήταν που τον βρήκε να ζει σε ένα τρισάθλιο διαµέρισµα µε αρουραίους να κόβουν βόλτες ανάµεσα στα πόδια τους.

Λογικό, τον γοήτευσε το περιθώριο. Και µένα µε γοητεύει πάρα πολύ το περιθώριο, γιατί εκτιµώ τους ανθρώπους που ζουν και κινούνται εντός του. Μιλάω εκ πείρας, όχι τουριστικά, αν κι εγώ τώρα µια χαρά είµαι, καρασυστηµικός θεωρούµαι. Το ένα πόδι µου όµως είναι εκεί, γιατί το έζησα, είναι το παρελθόν µου. Οι άνθρωποι µε τις αρρώστιες και τις ψυχώσεις τους σηµαίνει πως κάπου φτάσανε πάνω από τα όριά τους. Εχω µεγάλη αγάπη γι’ αυτούς. Πώς το λένε… τους καταλαβαίνω καλύτερα.

Ποια είναι η ιδανική κοινωνία για σας;

Αναρχική.

∆ηλαδή;

Αυτά που έλεγαν ο Μπακούνιν και οι υπόλοιποι θεωρητικοί του αναρχισµού. Να µπορούσαµε να φτάσουµε σε ένα τέτοιο πνευµατικό επίπεδο που ο ένας να µην επηρεάζει την ελευθερία του άλλου. Η αναρχία είναι η µεγαλύτερη αγάπη για τον άνθρωπο.

Θα δηλώνατε αναρχικός;

Θα ήθελα να είµαι αναρχικός, αλλά δεν µπορώ. ∆εν έχω τα αρχίδια να είµαι. Το πίστεψα κάποια στιγµή, αλλά η ζωή µου τώρα δεν έχει καµία σχέση µε αναρχία. Θα ταυτιζόµουν σήµερα µε τον Τραπεζίτη του Φερνάντο Πεσόα που είχε λύσει το θέµα της ύλης και µπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, σε αντίθεση µε τον άλλο, τον ∆ηµοσιογράφο, που ήταν εξαρτηµένος από το σύστηµα, εφόσον έπρεπε να δουλεύει. Φοβερό βιβλίο ήταν κι αυτό. Η ουτοπία της αναρχίας µε πηγαίνει µπροστά, παρόλο που µπορεί να µην τη φτάνω. Με κάνει να προσπαθώ για κάτι καλύτερο.

INF0

Τα «Κόκκινα φανάρια» του Αλέκου Γαλανού σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη παίζονται κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 21.00 και κάθε Δευτέρα στις 20.00 στον τεχνοχώρο Cartel (Λεγάκη 7, Αγιος Ιωάννης Ρέντη)

Documento Newsletter