Βασίλης Λέκκας: Συγχώρεσα τον Μάνο Χατζιδάκι

Μια συνέντευξη με τον γνωστό ερμηνευτή για την πολυτάραχη εμπειρία του με τον μεγάλο συνθέτη και για ένα χαστούκι που διέρρηξε οριστικά τη σχέση τους.

Η συνέντευξη αυτή θα μπορούσε να είχε δημοσιευτεί στις αρχές του 1990, ζώντος του Μάνου Χατζιδάκι. Ήταν τότε που ο ερμηνευτής Βασίλης Λέκκας είχε μιλήσει για πρώτη φορά ανοιχτά στον Άρη Δαβαράκη, μα την τελευταία στιγμή το μετάνιωσε και η κασέτα με την ηχογράφηση της εξομολόγησής του κατέληξε στο αναμμένο τζάκι.

Πριν από μερικές μέρες μου τηλεφώνησε ο Λέκκας: «Ήρθε η ώρα να σου δώσω τη συνέντευξη της ζωής μου». Ο Βασίλης Λέκκας ήθελε να μιλήσει 40 χρόνια μετά για την προσωπική και επαγγελματική του σχέση με τον Μάνο Χατζιδάκι, που διακόπηκε βίαια και με τον χειρότερο τρόπο. Καθώς είναι ίσως μια από τις δυσκολότερες συνεντεύξεις που μου έχουν δώσει ποτέ, όφειλα να είμαι πολύ προσεκτικός στη γραπτή μεταφορά του προφορικού λόγου του.

Μετράτε ακριβώς 41 χρόνια στον χώρο της μουσικής. Πιστεύατε εξαρχής ότι θα καταφέρετε να τραγουδήσετε όλους τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες;

Ούτε κατά διάνοια. Το κίνητρο ήταν ότι ακριβώς αγνοούσα την έννοια της καριέρας. Πάντα είχα δίπλα μου τη μουσική, με δοκιμασίες μάλιστα από την πλευρά της για να έβλεπε και αυτή αν αξίζω. Η μουσική είναι πίστη για μένα και, ως γνωστόν, ο άνθρωπος είναι καλό να πιστεύει κάπου.

Έχετε καταγωγή από τις Σέρρες αλλά μεγαλώσατε στη Θεσσαλονίκη.

Γεννήθηκα στο Άνω Μητρούσι Σερρών αλλά έφυγα βρέφος ημερών για την Κουμαριά, το χωριό του πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν αγρότης όπως οι εννιά στους δέκα εκεί. Τα χωριά αυτά είχαν ρίζες προσφυγιάς – οι παππούδες μου είχαν μικρασιατικές ρίζες. Πρόλαβα μέχρι την εφηβεία μου τη μια γιαγιά μου, τη μάνα του πατέρα μου. Όταν χάθηκαν δεν πέρασε από το μυαλό των δικών μου να ψάξουν από πού ερχόμαστε και πού πάμε.

Ο Βασίλης Λέκκας σε νεαρή ηλικία

Ποιοι ήταν οι «προπονητές» της φωνής σας;

Η παράδοση με την οποία μπολιάστηκα από τα πανηγύρια στα χωριά μας. Όλοι τραγουδούσαν και χόρευαν. Είχαμε ένα τζουκ μποξ στο μοναδικό καφενείο του χωριού και εκεί έμαθα τα πρώτα τραγούδια, που τα ρούφηξα σαν σφουγγάρι: όλη τη λαϊκή σχολή, κυρίως όμως τον Καζαντζίδη. Το 1968 φύγαμε για τη Θεσσαλονίκη – είχε αρρωστήσει η μικρότερη αδερφή μου και έπρεπε να επισκέπτεται καθημερινά γιατρούς και νοσοκομεία. Στα 13 μου πήγα μόνος μου και γράφτηκα σε μια μουσική σχολή στην πλατεία Βαρδάρη χωρίς να μου έχει μιλήσει κανείς για ωδεία και σχολές.

Μιλάτε για τις πρώτες μουσικές παρέες.

Ακριβώς. Η τάση μου φυσικά ήταν να τραγουδάω. Μέσα σε έναν χρόνο, δεν ήμουν καν 14 χρόνων, παιδάκι αμούστακο και μικροκαμωμένο, κάποιοι φοιτητές που με άκουσαν με πήγαν στον Γιώργο Ζαμπέτα, ο οποίος έπαιζε στη Θεσσαλονίκη. Με κράτησαν εκεί για ένα διάστημα λίγων εβδομάδων. Να πω ότι η πρώτη ταβέρνα που τραγούδησα ως πιτσιρικάς πάνω στο Επταπύργιο λεγόταν Χαραυγή και όταν με σήκωσαν να πω ένα τραγούδι αυτό ήταν το «Μες της Πεντέλης τα βουνά». Το είχα ακούσει από τον Στράτο Παγιουμτζή και με είχε συγκλονίσει.

Σπουδάζατε κάτι άλλο ταυτόχρονα με τις πρώτες εμφανίσεις στο σχήμα του Ζαμπέτα;

Όχι, μόνο με τη μουσική ασχολούμουν. Και με τη νύχτα βέβαια. Είχα την τύχη κάποια στιγμή να συνεργαστώ με τη Λίλη, μια παλιά ρεμπέτισσα που τραγούδαγε τα άσεμνα και τα χασικλίδικα ρεμπέτικα. Κάποια στιγμή ο πατέρας μου δούλευε χτίστης σε ένα νέο μαγαζί που θα ονομαζόταν Νεράιδα και που υποτίθεται φτιαχνόταν για να υποδεχτεί τον Καζαντζίδη, ο οποίος τελικά δεν πήγε ποτέ εκεί. Μες σε αυτό τον χώρο, στο γραφείο συγκεκριμένα του επιχειρηματία, είδα για πρώτη φορά τον Στράτο Διονυσίου. Τέλος πάντων, γνώριζα έναν μουσικό από την ορχήστρα που μου είπε ότι το πρόγραμμα του μαγαζιού θα ξεκινούσε με την Τζένη Βάνου. Ημουν περίπου 17 χρόνων.

Τελειώνοντας το σχήμα αυτό, ο φίλος μου ο κιμπορντίστας μου προτείνει να πάμε να δουλέψουμε σε ένα μαγαζί στην Αθήνα. Ακούω εγώ για Αθήνα, «πάμε» του λέω, στην πορεία όμως αυτός δεν ακολούθησε. Κατεβαίνω μόνος μου σταλμένος στο μαγαζί που ήταν του Γιάννη Φλωρινιώτη. Μπαίνω μέσα, δεν ξέρω κανέναν, αλλά με περίμεναν και άρχισα να δουλεύω. Ηταν και η Καίτη Γαρμπή με την αδερφή της τη Λιάνα εκεί, όπως και η Ελένη Νταράλα.

Ο Φλωρινιώτης έσκαγε με τα θρυλικά λαμέ του;

Ήταν μικρός ο χώρος και δεν νομίζω να έκανε τα πολλά με τα ντυσίματά του. Την επόμενη σεζόν όμως πάμε σε ένα άλλο μαγαζί τεράστιο στις Τζιτζιφιές, όπου εκεί η φάση έγινε τελείως Ντέιβιντ Μπάουι. Ο Φλωρινιώτης ήταν συμπαθέστατος, ένας καλότατος άνθρωπος που μάλλον τον εκμεταλλεύτηκαν πολλοί. Δεν μου άρεσε ο τρόπος που οι ιδιοκτήτες του χώρου αντιμετώπιζαν τις τραγουδίστριες. Ήταν μια κατάσταση λίγο μπουρδελέ και μάλιστα τσακώθηκα ένα βράδυ με τον ιδιοκτήτη, ο οποίος απείλησε ότι θα με διώξει. Μιλάω για λίγο πριν, λίγο μετά που μπήκε ο Χατζιδάκις στη ζωή μου.

Πάμε λοιπόν σε εκείνη την καθοριστική για τη ζωή σας βραδιά.

Μες στον πολύ και καλό κόσμο που ερχόταν στον Φλωρινιώτη, ένα βράδυ εμφανίζονται η Μελίνα Μερκούρη, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Άρης Δαβαράκης. Όταν εγώ βγήκα να τραγουδήσω το θεωρούσα τόσο σοβαρή υπόθεση που δεν με ενδιέφερε ποιος ήταν από κάτω. Ξαφνικά άρχισε η Μελίνα να μου στέλνει λουλούδια. Έρχεται ένας σερβιτόρος και μου λέει μετά: «Σε θέλει στην παρέα του ο Χατζιδάκις». Πάω, η Μελίνα ήταν πολύ διαχυτική μαζί μου, με χάιδευε, «αγόρι μου» κ.λπ. Μέχρι να πεθάνει δεν χαθήκαμε με τη Μελίνα, με παρακολουθούσε και ήταν πάντα το ίδιο γενναιόδωρη. «Τραγουδάς πολύ ωραία» μου είπε ο Χατζιδάκις, «αλλά δεν είναι για σένα αυτοί οι χώροι».

Εκείνη τη στιγμή αυτό που εγώ ένιωθα βρήκε στα λόγια του Μάνου μια βάση για να αρχίσω να βλέπω τι μου γίνεται. Προτού φύγει ο Μάνος μου είπε πως αν ήθελα, θα μπορούσα να πάω να με ακούσει. Υστερα από λίγες μέρες πήρα έναν φίλο μου κιθαρίστα και πήγαμε από του Χατζιδάκι. «Μου αρέσει πολύ όπως τραγουδάς και θέλω να κάνουμε κάτι μαζί» ήταν τα λόγια του, εφόσον ποτέ δεν άκουσα την έκφραση «να συνεργαστούμε» από τον Μάνο. Λίγες μέρες μετά την ακρόαση από τον Χατζιδάκι παραιτήθηκα από το μαγαζί. Προσπαθούσα να τον βρω στο τηλέφωνο για να του το πω. Δεν απαντούσε, δεν τον έβρισκα.

Ο Βασίλης Λέκκας σε παιδική ηλικία

Εγώ, έχοντας πια οικονομική δυσκολία, έπιασα δουλειά σε ένα επιπλάδικο στην Καλλιθέα. Έκατσα λίγους μήνες και το τραγούδι μού έλειπε τρομερά, αλλά δεν ήξερα τι να κάνω. Με τα ίχνη του Χατζιδάκι χαμένα, μια μέρα χτύπησε στη δουλειά το τηλέφωνο. Έρχεται ο μαγαζάτορας και μου λέει απορημένος κι αυτός: «Σε ζητάει ο Μάνος Χατζιδάκις». «Βασίλη, πού είσαι;» ακούω τον Μάνο να μου λέει, «Σταμάτησες πια, δεν δουλεύεις στα μαγαζιά;». Έπαθε πλάκα. Με είχε βρει από το τηλέφωνο της μητέρας μου στη Θεσσαλονίκη. «Πότε σχολάς;» με ρωτάει και μου ζητάει να πάω κατευθείαν από το σπίτι του. Εκεί μου είπε αμέσως ότι θα μου παραχωρήσει ένα διαμέρισμα. Ο λόγος που δεν τον έβρισκα ήταν ότι έκανε ανακαίνιση στο σπίτι του στη Ρηγίλλης και έμενε σε ένα δώμα στο Παγκράτι. Η ζωή μου άλλαξε άρδην σε μία μέρα. Την επομένη μετακόμισα στο σπίτι που μου νοίκιασε ο Μάνος, στην οδό Εριφύλης 1.

Ήρθατε από επαρχία νέο παιδί. Είχατε αίσθημα ομοφοβίας, σίγουρα όχι συνειδητά, γνωρίζοντας πως είστε κοντά σε έναν ομοφυλόφιλο άνθρωπο;

Δεν είχα καμία έγνοια επ’ αυτού, ποτέ δεν ταξινόμησα θετικά ή αρνητικά μέσα μου το φύλο ή τις σεξουαλικές επιλογές κάποιου. Τέτοιου είδους συμπεριφορές ποτέ δεν με οδήγησαν κάπου που δεν θα μου άρεσε ή δεν θα μου πήγαινε.

Δεν αντιμετώπιζα τον Μάνο ως ομοφυλόφιλο, αλλά ως έναν άνθρωπο που κάθε φορά μου αποκάλυπτε κάτι που δεν μπορούσα να το βρω πουθενά αλλού. Ξέρεις τι είπα κάποια στιγμή; Ότι ο Χατζιδάκις είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ!

Βαρύ ακούγεται.

Ναι, ίσως για τη νεοελληνική κοινωνία, εισπράττω όμως την αναγνώρισή του κυρίως μετά τον θάνατό του. Πού είναι σήμερα αυτοί που τον έχουν ως παράδειγμα και τον αξιολογούν όπως τον αξιολογούν; Δύσκολα μπορώ να βρω αντιστοιχία μεταξύ του Χατζιδάκι και των άλλων. Από την άλλη, ο Μάνος ως κοινός θνητός είχε πολλές αδυναμίες. Εγώ που έφτασα στο σημείο να έρθω σε μεγάλη ρήξη μαζί του θα πω μια κουβέντα όπως ακριβώς την αισθάνομαι: τον Μάνο τον συγχώρεσα. Ο Μάνος δεν έκανε αυτό που θα περίμενα όταν εγώ είπα να ανοίξω γι’ αλλού τα φτερά μου.

Πάω τώρα σε μια προ εικοσαετίας συνέντευξή σας. Είχατε μιλήσει πολύ σκληρά για τον Διονύση Σαββόπουλο, που σας είχε πετάξει έξω από το μαγαζί όπου πήγατε να τον δείτε. Θυμάμαι που είχατε πει: «Μπήκα ποτέ εγώ στο σπίτι του Σαββόπουλου να του πω πώς θα μιλάει στα παιδιά του;».

Είχα πάει να τον ακούσω στο Zoom και δέχτηκα την επίθεσή του στα καμαρίνια: «Περάστε έξω εσείς, δεν έχω καμία κουβέντα μαζί σας». Στη συνέχεια είδαμε πολύ καλά ποιος είναι ο Σαββόπουλος και πόσο αγαπούσε τον Χατζιδάκι. Ο Σαββόπουλος είναι αυτό που βλέπετε. Δεν πέφτω από τα σύννεφα.

Ανέφερα την ιστορία για να σας πω ότι η ρήξη σας με τον Χατζιδάκι προξένησε την εχθρότητα των ανθρώπων που ανήκαν στον κύκλο του απέναντί σας.

Ναι, κάποιοι καλλιτέχνες, μεταξύ αυτών και ο Σαββόπουλος, με αντιμετώπισαν έτσι ακριβώς. Κοίταξε, έχουν περάσει 40 χρόνια, έχω κάνει τόσο ρεπερτόριο και τόσες συναυλίες με τον Χατζιδάκι. Κάποια στιγμή που ήθελα να κάνω ένα αφιέρωμα στην προσωπική μου εργογραφία με τον Μάνο δεν έγινε και δεν υπάρχει πια περίπτωση να το κάνω. Κόπηκαν αυτά.

Με τον Μάνο Χατζηδάκι και τη Μαρία Φαραντούρη στην πρώτη παρουσίαση της «Εποχής της Μελισσάνθης» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά το 1980

Είπατε πριν «τον συγχώρεσα τον Μάνο». Η ιστορία λέει πως τον είχατε χαστουκίσει. Εχετε σκεφτεί ότι μπορεί να πούνε «είναι δυνατόν να λέει “συγχωρώ τον Χατζιδάκι” αντί να πει “ζητώ συγγνώμη από τον Χατζιδάκι”»;

Γιατί να ζητήσω συγγνώμη από τον Χατζιδάκι; Αυτήν τη στιγμή είμαστε εγώ κι εσύ εδώ, όπως ήμουν εγώ με τον Μάνο σε εκείνη τη φάση. Δεν υπήρχε κανείς άλλος στο δωμάτιο και ήμασταν εγώ κι αυτός. Το τι ειπώθηκε εκείνη τη στιγμή το ξέρω μόνο εγώ και ο Μάνος. Γι’ αυτό τον λόγο και μόνο όποιος βγει να μιλήσει θα τον δικαιολογήσω, αλλά δεν θα τον βάλω και κριτή μου.

Τελικά πώς φτάσατε από μια σχέση αμοιβαίας αγάπης και συνεργασίας να χαστουκίσετε τον Μάνο Χατζιδάκι;

Ο Γιάννης Σπάθας, που έπαιζε με την ορχήστρα του Μίκη και του Μάνου, συζητούσε μαζί μου να κάνουμε έναν δίσκο. Δεν είχαμε στιχουργό και τότε σκέφτηκα τη Λίνα Νικολακοπούλου. Δεν ευοδώθηκε εκείνη η πρώτη επαφή με τη Λίνα. Πάνω εκεί βρήκαμε τον Ευγένιο Αρανίτση, που ήταν φίλος του Μάνου. Σημειωτέον, ο παραγωγός ο Κυβέλος ήθελε να με πάρει στη Sony τότε. Με ζητούσε από τον Μάνο για τον δίσκο με τον Σπάθα στη Sony, ο Μάνος όμως άρχισε να κλοτσάει.

Στο μεταξύ, ενώ δούλευα με τον Σπάθα και με τον Αρανίτση, που ήταν άνθρωπος του Μάνου, ο ίδιος ο Μάνος απομάκρυνε μονίμως την ιδέα να υποστηρίξει τα τραγούδια. «Α, ρε Λέκκα» μου είπε μια μέρα ο Αρανίτσης, «δεν μας έχει πει μια φορά να του βάλουμε να ακούσει τα τραγούδια». Να προσπαθώ εγώ να κλείσω ραντεβού του Μάνου με τον Κυβέλο, ο Μάνος να το αναβάλλει δέκα φορές. Κάποια στιγμή μου έδωσε το OK με μια επιστολή, αλλά δίχως να έχει ακούσει το υλικό.

Το ίδιο διάστημα πήγαμε με τον Μάνο στο Βέλγιο και δώσαμε μια μεγάλη συναυλία στην Μπριζ. Είμαστε στο αεροπλάνο και εκεί βλέπω την Κυπραίου και τον Ροδουσάκη να κρατάνε μια εφημερίδα με μια φωτογραφία δική μου με τον Σπάθα, με λεζάντα «αναμένεται η νέα συνεργασία του Βασίλη Λέκκα». Γελάω, παίρνω την εφημερίδα και τη δείχνω στον Μάνο. Ολα καλά, ανάσαναν κι οι μουσικοί που φοβόντουσαν την αντίδρασή του.

Μου περιγράφετε ένα ψυχροπολεμικό κλίμα.

Κοιτάξτε, ο Μάνος είχε εμμονές μαζί μου. Είναι γνωστά πράγματα. Ερχόμενος από την Μπριζ ήμουν ερωτευμένος με μια κοπέλα την οποία είχα γνωρίσει λίγο καιρό πριν και αποφασίσαμε να ζήσουμε μαζί. Δεν μπορούσα να διαχειριστώ το προσωπικό μου κομμάτι με τον Μάνο, γιατί πάντα όταν αντιδρούσε σε κάτι, το έριχνε στο επαγγελματικό. Μετά την Μπριζ είχε κλειστεί άλλη συναυλία στο Λονδίνο. Εμένα πάλι είχε αλλάξει η ζωή μου· έμενα στο Μαρούσι με την κοπέλα και κατέβηκα σε περίπτερο να τηλεφωνήσω για λεπτομέρειες για το Λονδίνο.

Ο Μάνος δεν απαντούσε και δεν μου τον έδιναν στο τηλέφωνο. Ημασταν έτοιμοι να φύγουμε για Λονδίνο κι εγώ δεν ήξερα τι να κάνω. Κάποια στιγμή βγήκε στο τηλέφωνο ο Λιούγκος ή ο Κυπουργός, δεν θυμάμαι ακριβώς. «Ρε παιδιά, τι γίνεται, τι κάνουμε;» ρωτάω. «Εσύ δεν θα έρθεις μαζί μας, γιατί δεν είσαι πια τραγουδιστής του Σείριου» ακούω και μου το κλείνουν.

Κατ’ εντολή του Χατζιδάκι, φαντάζομαι.

Φυσικά. Όποιος κι αν ήταν, δεν το αμφισβητώ αυτό. Τρελαίνομαι. Μου είχε γίνει καρκίνος να βρω ισορροπία μαζί του. Κατεβαίνω από το Μαρούσι στο Παγκράτι, χτυπάω την πόρτα και έχω την εντύπωση ότι μου άνοιξε ένας άλλος τραγουδιστής, ο Κωνσταντίνος Χατζημιχάλης. «Πού είναι ο Μάνος;» ρωτάω, «Κοιμάται» μου λένε, αλλά εγώ τους αγνόησα. Του χτυπάω την πόρτα, μου ανοίγει ο Μάνος, «τι θες εσύ εδώ;» μου λέει. «Μάνο, ρωτάω τι γίνεται με το Λονδίνο και μου είπαν ότι δεν θα έρθω γιατί δεν είμαι πια τραγουδιστής του Σείριου». Μου κάνει αυστηρά: «Πέρασε έξω, είμαι κουρασμένος». «Κι εγώ είμαι κουρασμένος» του λέω, εννοώντας από τη συμπεριφορά του. Με απαξιώνει ξανά: «Πέρασε έξω». Και τότε αντιδρώ με ένα χαστούκι και με τη φράση: «Δεν θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου». Φεύγοντας με έβριζε.

Έχετε μετανιώσει γι’ αυτή την πράξη;

Καθόλου και τα λέω σ’ εσένα για πρώτη φορά καθώς σε θεωρώ μέλος της χατζιδακικής οικογένειας. Αν μετάνιωνα, θα μου το έλεγε πρωτίστως ο ίδιος μου ο εαυτός. Γι’ αυτό άλλωστε δηλώνω ότι τον έχω συγχωρέσει. Θα ήθελα πολύ να το καταλάβει αυτό και ο γιος του, ο Γιώργος Χατζιδάκις, γιατί ό,τι έγινε ήταν μεταξύ εμού και του Μάνου και έχουν λανθασμένες πληροφορίες οι άνθρωποι.

Δεν γνωρίζουν τι σχέση είχα εγώ με τον Μάνο, πόσες εργατοώρες περάσαμε μαζί. Δεν μπορεί ο Γιώργος να στέλνει επιστολές σε δήμους και να με ξεφτιλίζει καλλιτεχνικά. Αν έχει ο Γιώργος την αγάπη που είχα εγώ για τον Μάνο αλλά και για τον ίδιο, θα πρέπει να μου πει: «Ο πατέρας μου μου είπε αυτά. Θέλω να ακούσω και σένα».

Ένα άλμπουμ και ένα πρότζεκτ

Εν μέσω πανδημίας βγάλατε το «Κατάρτι κι ατμός», ένα άλμπουμ με τον Γιώργο Καζαντζή.

Ο δίσκος βγήκε στις 15 Ιουνίου. Σας λέει κάτι αυτή η ημερομηνία; Είναι η μέρα θανάτου του Μάνου Χατζιδάκι. Τελείως τυχαίο. Το ίδιο και η γέννηση του Ηλία, του γιου μου. Όλο αυτό το διάστημα της πανδημίας έχω γράψει πολλά τραγούδια στο στούντιο. Προσπάθησα να στήσω ένα πρότζεκτ για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση με διάφορα παλιά τραγούδια από την παράδοση μέχρι νέους δημιουργούς που χρησιμοποιούν

την ίδια γλώσσα, τα τοπικά μουσικά ιδιώματα. Είδα μια συγγένεια μεταξύ τραγουδιών που κανείς δεν καταλαβαίνει ποιο είναι το παλιό και ποιο το καινούργιο τραγούδι. Ξέρετε ότι διασκεύασα κάποτε τα «Σαράντα παλικάρια». Όπως οι νέοι χτυπιούνται σε μια συναυλία των Metallica, με τον ίδιο τρόπο αντιδρούν και κατά τη δική μου απόδοση στο τραγούδι αυτό. Φυσικά δεν ήμουν ο πρώτος που το έκανε. Όταν οι Socrates έπαιζαν το «Mountains» έφεραν την επανάσταση μέσα από τον ηλεκτρικό ήχο, γιατί μιλούσε το συνειδησιακό κομμάτι. Κατέθεσα το πρότζεκτ στην

επιτροπή του ’21, σε φορείς και σε φεστιβάλ και το απέρριψαν, ούτε καν απάντηση δεν πήραμε. Πιστεύω ότι το απέρριψαν για πολύ συγκεκριμένους λόγους που δεν είναι της παρούσης να αναλύσω. Στην ουσία δεν επρόκειτο για ακόμη ένα σχέδιο, αλλά για μια δική μου οφειλή απέναντι στην κοινωνία, έναν διάλογο μαζί της μέσα από τα τραγούδια. Το σκεπτικό ήταν να γίνει ένας δίσκος με κάποια από τα τραγούδια αυτά και στις συναυλίες να έβαζα χορωδίες και τοπικούς χορευτές – εν ολίγοις μια παράσταση με γενικό τίτλο «Χορευτής λαός».

Ετικέτες