Βάση απαξίωσης για υποψηφίους και ΑΕΙ

Ο νόμος 4777/2021 για την ελάχιστη βάση εισαγωγής στα πανεπιστήμια και την πανεπιστημιακή αστυνομία ήρθε σε συνέχεια μιας σειράς ρυθμίσεων, όπως η απονομή επαγγελματικών δικαιωμάτων σε απόφοιτους κολεγίων, η κατάργηση των διετών πανεπιστημιακών προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης και οι πρωτοφανείς μη αντιστοιχίσεις πανεπιστημιακών τμημάτων με ίδιο τίτλο, αντικείμενο και πρόγραμμα σπουδών. Η ρύθμιση προβλέπει ότι κάθε τμήμα θα καθορίσει την κατώτατη βάση εισαγωγής του ως ποσοστό (80-120%) του μέσου όρου των υποψηφίων του αντίστοιχου πεδίου. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη κι αν υπάρχουν διαθέσιμες θέσεις, κάποιος δεν θα μπορεί να εισαχθεί σε ένα τμήμα αν δεν περάσει αυτήν τη βάση.

Ενα πρώτο σχόλιο που θα μπορούσε να γίνει είναι ότι η βάση εισαγωγής προκύπτει σε έναν διαγωνισμό για κατάληψη συγκεκριμένων θέσεων και δεν αντικατοπτρίζει το αποτέλεσμα μιας εξέτασης πιστοποίησης γνώσεων. Ενα δεύτερο αφορά την αυθαιρεσία. Γιατί η βάση να αντιστοιχεί στο 80% του μέσου όρου και όχι στο 50% ή το 150%; Πού ακριβώς βασίζεται αυτό; Ειδικά όταν μιλάμε για κατανομή βαθμολογιών μη συμμετρική, με το μεγαλύτερο μέρος των μαθητών να συνωστίζεται στις χαμηλές βαθμολογίες. Ενα τρίτο σχόλιο αφορά τις αντιφάσεις. Γιατί μια κυβέρνηση με σημαία την αριστεία δέχεται ότι κάποιος με σχετικά χαμηλή βαθμολογία δεν μπορεί να σπουδάσει σε δημόσιο πανεπιστήμιο στο οποίο υπάρχουν θέσεις, αλλά μπορεί να σπουδάσει σε κολέγιο και μάλιστα κάνει ό,τι μπορεί για να του δώσει και επαγγελματικά δικαιώματα;

Σύμφωνα με υπολογισμούς, η εφαρμογή του μέτρου θα σημάνει τον αποκλεισμό από τα πανεπιστήμια του 30% των υποψηφίων των εξετάσεων, περίπου 25.000 μαθητών της σημερινής Γ΄ λυκείου. Των παιδιών δηλαδή που είδαν τις δύο τελευταίες χρονιές τους στο σχολείο να συνθλίβονται από την πανδημία. Με τους ίδιους υπολογισμούς, τα 15 από τα 25 πανεπιστήμια της χώρας θα δουν σημαντικό ποσοστό των τμημάτων τους (20-100%) με λιγότερους εισακτέους. Στην επαρχία τουλάχιστον έξι πανεπιστήμια θα δουν τα μισά ή και παραπάνω τμήματά τους με λιγότερους εισακτέους. Δεκάδες τμήματα σε όλη τη χώρα κινδυνεύουν να δεχτούν ελάχιστους φοιτητές και σε συνδυασμό με τις αξιολογήσεις, που κανείς δεν ξέρει με τι κριτήρια και τι στόχο θα γίνουν, θα οδηγηθούν τελικά σε κλείσιμο. Αλώβητα σε όλο αυτό θα μείνουν μόνο τα μεγάλα πανεπιστήμια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, παρόλο που ακόμη και σε αυτά θα υπάρξουν κάποια τμήματα με πρόβλημα.

Κάτι που πρέπει να τονιστεί είναι ότι αυτός ο αριθμός θα μένει εκτός πανεπιστημίων πάντα, ήδη από τον σχεδιασμό. Για παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι όλοι οι υποψήφιοι γράψουν πάνω από 15, τότε θα μείνουν εκτός πανεπιστημίων οι τελευταίοι από αυτούς, δηλαδή αυτοί με βαθμολογίες από 15 έως 16. Φυσικά, όλα τα παραπάνω ισχύουν αν υποθέσουμε ότι τα επόμενα χρόνια οι αδύναμοι μαθητές θα συνεχίσουν να συμμετέχουν στις εξετάσεις. Αν δουν την εξέλιξη και απλώς αποσυρθούν, ο μέσος όρος, άρα και η βάση, θα ανέβουν ακόμη περισσότερο. Πάντα όμως το τελευταίο 30% όσων συμμετέχουν στις εξετάσεις θα μένει έξω. Το σύστημα αυτό, γνωστό ως stack ranking ή forced ranking στον χώρο των επιχειρήσεων, όπου επίσης έχει δεχτεί σφοδρή κριτική, το είχαμε ξαναδεί στην αξιολόγηση των δημόσιων υπαλλήλων του νόμου 4250/2014, όταν και είχε κυνικά προβλεφθεί ότι ένα ποσοστό 15% από αυτούς θα έπρεπε πάντα να τοποθετείται στην τελευταία κατηγορία και θα αντιμετώπιζε συνέπειες.

Το κόστος από αυτές τις ρυθμίσεις θα είναι τεράστιο για τις οικογένειες των παιδιών που θα οδηγηθούν βίαια εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, για τα περιφερειακά πανεπιστήμια και τις τοπικές κοινωνίες αλλά και για τον φορολογούμενο που θα δει μια μεγάλη δημόσια επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό και υποδομές να απαξιώνεται και να ερημώνει. Θα είναι ένα πισωγύρισμα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έπειτα από δεκαετίες. Οι μόνοι που φαίνεται ότι θα βγουν κερδισμένοι είναι οι ιδιοκτήτες των κολεγίων.

Ο Παντελής Μπάγκος είναι καθηγητής, κοσμήτορας Σχολής Θετικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας