Δυο αδέρφια που ζουν και εργάζονται στην Καβάλα, ο Βασίλης και ο Δημήτρης Ευφροσυνίδης δημιούργησαν το 2015 το συγκρότημα «Βαρέα και Ανθυγιεινά» κυκλοφορώντας τον πρώτο, ομώνυμο δίσκο τους. Κάνοντας μια συνέντευξη με τον Θανάση Γκαϊφύλλια, μου μίλησε γι’ αυτούς με τα καλύτερα λόγια.
Ήμουν σίγουρη ότι δεν θα υπερέβαλε. Και όχι μόνο δεν υπερέβαλε αλλά προσωπικά βρήκα τα τραγούδια τους για τα πιο όμορφα που έχω ακούσει εδώ και πολύ καιρό από νεοεμφανιζόμενο σχήμα: νοσταλγικά μπλουζ, έντεχνα με υπέροχες ενορχηστρώσεις, λαϊκά με φρέσκες φωνές (Βασίλης Ευφροσυνίδης, Μαρία Λούκα), προσεχτικά μελοποιημένη ποίηση (Σαχτούρη, Ουράνη), στίχοι ποιητικοί που παραπέμπουν σε αλλοτινούς καιρούς.
Διάβασα έναν πολύ όμορφο χαρακτηρισμό τους: ένα μουσικό σχήμα «με μουσικές ρίζες από τη Σμύρνη του 1910, τον Πειραιά του 1930, την Νέα Ορλεάνη του 1950, την αστική Αθήνα του 1970-80 και την αιώνια ελληνική επαρχία». Και είναι ακριβώς αυτό! Μια μπάντα που εάν ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο, σίγουρα θα μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον.
Πότε και πως ξεκίνησε η σχέση σας με τη μουσική;
Η σχέση με τις τέχνες προϋπήρχε ως ερέθισμα στην οικογένεια. Σοβάρεψε το 2015 όταν κυκλοφορήσαμε την πρώτη μας δισκογραφική δουλειά. Ανεξάρτητη και αυτοσχέδια κυκλοφορία με όλες τις ατέλειες της πρώτης φοράς αλλά στην ουσία της κατασταλαγμένη.
https://www.documentonews.gr/article/thanasis-gkaifyllias-eimaste-to-galatiko-xorio-tis-thrakis/
Τι ακούσματα είχατε τότε και τι τώρα;
Στο σπίτι υπήρχαν δίσκοι Παπάζογλου, Χατζιδάκι, Beatles, Stravinsky, σχεδόν καθόλου ρεμπέτικα, τα ανακαλύψαμε αργότερα. Μεγαλώσαμε σε λαϊκή γειτονιά που κυριαρχούσαν τα ποντιακά και ο Καζαντζίδης, όλα αυτά μας καθόρισαν με τον τρόπο τους. Κάποτε ακούγαμε, διαβάζαμε και επηρεαζόμασταν με τρόπο γόνιμο. Πλέον λειτουργούμε περισσότερο βιωματικά. Εξίσου σημαντική επιρροή υπήρξαν οι Έλληνες ποιητές και ο κινηματογράφος.
Πότε αποφασίσατε ότι θέλετε να συστήσετε συγκρότημα; Και με ποιο τρόπο καταλήξατε να το ονομάσετε «Βαρέα και Ανθυγιεινά»;
Το συγκρότημα προέκυψε με την ανάγκη να παρουσιάσουμε τα τραγούδια μας. Εκτός από εμάς τους δύο το σχήμα αποτελείται από φίλους επαγγελματίες μουσικούς, κυρίως Καβαλιώτες. Η σύνθεση του αλλάζει κατά περίπτωση, ανάλογα με το χώρο που θα εμφανιστούμε, αν και οι εμφανίσεις μας είναι ελάχιστες. Ο τίτλος του σχήματος έχει κάποια χαλαρή σχέση με τη δουλειά μας.
Τι είναι η μουσική για εσάς;
Η ενασχόληση με οποιαδήποτε μορφή τέχνης είναι μια ανάγκη. Ανάγκη όχι με το βάρβαρο της χαρακτήρα αλλά με τη ζωτική της σημασία. Όπως η ανάγκη μας για οξυγόνο, όσο κοινότυπο κι αν ακούγεται αυτό. Δεν έχει να κάνει με τα χρήματα ή την προβολή που προσδοκά κάποιος. Είναι ας το πούμε μια καλή μέθοδος να παραμείνεις αυτός που θέλεις να είσαι όταν όλα γύρω σου προσπαθούν για το αντίθετο. Σπανίως πετυχαίνει αλλά είναι μια προσπάθεια που αξίζει.
Εκτός από την ενασχόλησή σας με τη μουσική, έχετε κάποια άλλη επαγγελματική ιδιότητα;
Είμαστε εργολάβοι.
Ποιες διαφορές εντοπίζετε σε εσάς, μουσικά, από τον πρώτο σας δίσκο έως τα «Επαρχιακά μπλουζ νόστου και ερώτων» που κυκλοφόρησαν πρόσφατα;
Η πρώτη δουλειά είχε έναν αυτοσχέδιο χαρακτήρα, δηλαδή όλα πέρασαν από τα χέρια μας, η παραγωγή, η ενορχήστρωση έγιναν από εμάς, σε δικό μας χώρο, με τα απολύτως απαραίτητα μέσα. Επικράτησε ο ήχος από τα λαϊκά νυκτά, γενικά οι πιο λαϊκές φόρμες. Στη δεύτερη δουλειά συνυπάρχουν σχεδόν όλες μας οι επιρροές. Τα λαϊκά του ‘80, τα παραδοσιακά, η Ελληνική ποίηση και διανόηση, η κινηματογραφική μουσική, η μουσική των μπουάτ, ο Χατζιδάκις. Ένα συνονθύλευμα επιρροών και καταβολών το οποίο μέσα από την ανομοιογένεια του μας εκφράζει και μας αντιπροσωπεύει απόλυτα. Από πλευράς ηχοληψίας υπήρξαν σημαντικές διαφορές μιας και ηχογραφήθηκε σε ένα από τα πιο αξιόλογα studio που έχουμε στη βόρειο Ελλάδα, το studio Nemesis του Τάσου Καραπαπάζογλου και όλα τα όργανα ηχογραφήθηκαν από επαγγελματίες μουσικούς.
Στους δίσκους σας είχατε την ευκαιρία να συνεργαστείτε με δυο σημαντικούς καλλιτέχνες, τον Αργύρη Μπακιρτζή και τον Θανάση Γκαϊφύλλια; Πως προέκυψε η συνεργασία σας;
Για τον Αργύρη και το Θανάση μπορούμε να πούμε πολλά. Η προσφορά τους, όχι μόνον στη μουσική αλλά και στους τόπους που έχουν επιλέξει να ζουν ο καθένας είναι κάτι παραπάνω από σημαντική, πολύ πιο σημαντική από αυτό που γνωρίζουμε οι περισσότεροι. Με τον Αργύρη μένουμε στην ίδια πόλη. Πριν ηχογραφήσουμε την πρώτη δουλειά του δώσαμε ένα δισκάκι με τα τραγούδια, όχι απαραίτητα για να πει κάτι, περισσότερο ήταν μια ευκαιρία να τον γνωρίσουμε. Στην πορεία του προτείναμε κάποια τραγούδια και τελικά έκανε μια ιδιαίτερη “παρέμβαση” με το δικό του τρόπο. Στο δεύτερο δίσκο γράψαμε ένα τραγούδι για μια ιστορική μορφή του περασμένου αιώνα, τον Τζούλιο Καϊμη, εκεί αναζητήσαμε μια φωνή βαρύνουσα ώστε να αποδώσει τούτη την ιστορικότητα. Του το προτείναμε, δέχτηκε και το ερμήνευσε εξαιρετικά.
Με το Θανάση η αφορμή για να γνωριστούμε ήταν ένα τραγούδι του δεύτερου δίσκου εμπνευσμένο από την ποίηση και την προσωπικότητα του Μίλτου Σαχτούρη. Στο τραγούδι υπάρχει μια ανερχόμενη αισιοδοξία την οποία ο Θανάσης μαζί με την παιδική χορωδία του Ωδείου Νεάπολις ανέδειξε. Του ταίριαξε απόλυτα. Τις συστάσεις έκανε η Οικογένεια Τσίγκα από την Καβάλα και συναντηθήκαμε στο σπίτι του στην Κομοτηνή. Από τότε κάνουμε καλή παρέα, εμφανιστήκαμε στο αρχαίο θέατρο της Μαρώνειας, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Και ο Θανάσης και ο Αργύρης μας στήριξαν μεγαλόψυχα.
Ζείτε και δημιουργείτε στην Καβάλα. Έχετε σκεφτεί ότι για να «προματάρετε» καλύτερα τη δουλειά σας θα χρειαστεί να μεταφερθείτε πχ στην πρωτεύουσα; Θα κάνατε κάτι τέτοιο; Γενικώς, τι δυνατότητες προσφέρει η περιφέρεια στους καλλιτέχνες;
Οι δυνατότητες και τα μέσα προβολής στην επαρχία είναι ελάχιστα. Μπορούμε να πραγματοποιούμε εμφανίσεις σε άλλες πόλεις με έδρα πάντα την Καβάλα αλλά το θέμα των εμφανίσεων είναι πολύπλοκο γιατί υπάρχει η οικονομική του διάσταση που δυσκολεύει τα πράγματα. Το “καλύτερο προμοτάρισμα” και ειδικά η εγκατάσταση στην πρωτεύουσα ομολογούν επαγγελματικές προσδοκίες κάτι το οποίο δεν επιδιώκουμε.
Στην επαρχία όμως, συμβαίνουν εξαιρετικά πράγματα που αξίζουν προσοχής, ωραίες δουλειές και επειδή η εμπορική επιτυχία είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη οι δημιουργίες προκύπτουν αγνές, άδολες, ανεπηρέαστες από τη ρευστοποίηση των ιδανικών. Αναζητήστε στο διαδίκτυο Μιχάλη Πρεπόνη και Σείριο Σαββαϊδη, επίσης Καβαλιώτες.
Στον δεύτερο δίσκο σας υπάρχει ένα τραγούδι σας για τον Τζούλιο Καΐμη που ερμηνεύει ο Αργύρης Μπακιρτζής. Μιλήστε μας για το πώς σας ενέπνευσε η προσωπικότητά του.
Τον Καΐμη τον “γνωρίσαμε” μέσα από το βιβλίο του Πετρόπουλου “Υπόκοσμος και Καραγκιόζης”, εκεί ο Πετρόπουλος κάνει μια μικρή αλλά ουσιαστική αναφορά στον Καΐμη ο οποίος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του θεάτρου σκιών και του Ελληνικού Καραγκιόζη. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Ασχολήθηκε εκτενώς μέσα από τα γραπτά του με την λαϊκή παράδοση, την Ελληνική αρχιτεκτονική, την Ελληνική ύπαιθρο, με τα εικαστικά, ήταν ζωγράφος. Μια προσωπικότητα πολύπλευρη με ιδιαίτερο ενδιαφέρον που συνδέθηκε και με άλλες προσωπικότητες του 20ου αιώνα όπως ο Κόντογλου, η Εσκενάζυ, ο Τσαρούχης. Παρόλα αυτά και εξ αιτίας προφανώς του ιδιόρρυθμου του χαρακτήρα του αποτραβήχτηκε και έμεινε στην αφάνεια. Αξίζει κάποιος να αφιερώσει λίγο χρόνο. Υπάρχουν λίγα αλλά κατατοπιστικά κείμενα στο διαδίκτυο. Έχουμε δημιουργήσει κι ένα λήμμα, μαζί με άλλους που είχαν πληροφορίες, στη Wikipedia.
Από τι εμπνέεστε για να γράψετε τα τραγούδια σας; Από ανθρώπους, καταστάσεις, συναισθήματα;
Από τις συμπεριφορές και τα ιδανικά των ανθρώπων, από τις δυσκολίες που πάντα στο τέλος ξεπερνιούνται, από τις συγκυρίες. Από τα καθημερινά προκύπτουν τα τραγούδια μοναχά που μέχρι την ολοκλήρωση τους μετουσιώνονται.
Τι προγραμματίζετε μουσικά;
Στις 3 Αυγούστου θα εμφανιστούμε στα πλαίσια του Φεστιβάλ Φιλίππων στο Φρούριο της Καβάλας.