Ο Bαγγέλης Τζούκας, δρ Κοινωνιολογίας και διδάσκων ΕΑΠ, γράφει για το δίπολο «καλός Αυστριακός – κακός Γερμανός» και τις αβλεψίες της ταινίας «Καλάβρυτα 1943».
Η κατοχική πολιτική των γερµανικών στρατευµάτων στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου υπήρξε ως γνωστόν ιδιαιτέρως βίαιη, κυρίως για τις χώρες εκείνες στις οποίες είχε αναπτυχθεί ισχυρό αντιστασιακό κίνηµα. Για να αντιµετωπιστεί αποτελεσµατικά ο ανταρτοπόλεµος, µορφή αντίστασης ιδιαιτέρως διαδεδοµένη ειδικά στην ανατολική και νότια Ευρώπη, κρίθηκε απαραίτητο να εφαρµοστούν τα πιο σκληρά µέτρα εναντίον του άµαχου πληθυσµού.
Η πρακτική των λεγόµενων αντιποίνων εγκρίθηκε από την ανώτατη ηγεσία του γερµανικού στρατού, προσωπικά δηλαδή από τον Χίτλερ. Αρχικά η περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας έκανε τους Γερµανούς να αντιµετωπίζουν µε περιφρόνηση τους Σλάβους αντάρτες, στο πλαίσιο της ναζιστικής φυλετικής κοσµοαντίληψης περί «Αρίων» και «κατώτερων» φυλών.
Ο ηγέτης του «χιλιόχρονου Ράιχ» µιλούσε υποτιµητικά γι’ αυτά τα «παράσιτα», τους «συµµορίτες» που έχυναν πολύτιµο γερµανικό αίµα και επέβαλλαν την παρουσία 17 γερµανικών µεραρχιών στη Βαλκανική χερσόνησο σε µια δεδοµένη συγκυρία. Στη συνέχεια όµως τα αντίποινα εφαρµόστηκαν µε αγριότητα εναντίον των περισσότερων κοινωνιών στις οποίες είχαν εµφανιστεί αντιστασιακοί στρατοί. Οι αναλογίες είναι γνωστές: για κάθε Γερµανό στρατιώτη νεκρό από επιθέσεις παρτιζάνων θα εκτελούνταν 10, 50 ή και 100 άµαχοι ως αντίποινα.
Από την άλλη πλευρά, οι Ελληνες αρχικά τουλάχιστον αντιµετωπίζονταν µε κάποια συµπάθεια, δεδοµένης της αρχαιολατρίας των Γερµανών. Η ανάπτυξη του µεγάλου ελληνικού αντιστασιακού κινήµατος όµως επέβαλε τη µεταβολή αυτών των αντιλήψεων. Σταδιακά λοιπόν η βία –κυρίως σε σχέση µε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και τα αντίποινα– κυριάρχησε και στην ελληνική περίπτωση. Οι σφαγές, οι δηώσεις και οι εκτελέσεις αυτές ήταν πάµπολλες ήδη από την περίοδο της Μάχης της Κρήτης και η χώρα εισερχόταν σε µια περίοδο αδιανόητης, σχεδόν αταβιστικής βίας, προερχόµενης όχι µόνο από µονάδες των SS αλλά και από αυτές του γερµανικού τακτικού στρατού, της Βέρµαχτ.
Τον ∆εκέµβριο του 1943 τα Καλάβρυτα, η ορεινή κωµόπολη της Πελοποννήσου, αντιµετώπισαν µια εκδοχή αυτής της γενοκτονικής βίας του ναζισµού έναντι πληθυσµών που θεωρούνταν αναλώσιµοι. Με πράξεις που παραπέµπουν ευθέως σε έγκληµα πολέµου, µονάδες της 117ης Μεραρχίας Καταδροµών εκτέλεσαν εκατοντάδες άντρες και προξένησαν τεράστιες καταστροφές στα Καλάβρυτα και στις γύρω περιοχές.
Στο πλαίσιο αυτής της εγκληµατικής πράξης δεν ήταν παράδοξο να υπάρξουν µεταπολεµικά µυθεύµατα και παρανοήσεις σχετικά µε τις πραγµατικές συνθήκες της σφαγής. Μια από τις ιστορίες αυτές αφορά και τον µύθο του καλού Αυστριακού στρατιώτη ο οποίος δήθεν άνοιξε την πόρτα του σχολείου όπου ήταν συγκεντρωµένα γυναικόπαιδα της περιοχής, διασώζοντάς τα έτσι από τον θάνατο. Γνωρίζουµε πως κάτι τέτοιο δεν συνέβη και πολύ περισσότερο δεν µπορεί να υφίσταται η εικόνα «καλού Αυστριακού – κακού Γερµανού», καθώς οι περισσότεροι στρατιώτες της µεραρχίας ήταν Αυστριακοί, ενώ και ο διοικητής της µονάδας, στρατηγός Λε Σουίρ, επέµενε να αυτοχαρακτηρίζονται τα µέλη της ως Γερµανοί.
Στο επίπεδο λοιπόν της αποτύπωσης αυτού του εγκλήµατος πολέµου στη µεγάλη οθόνη, ακόµη κι αν υπάρχουν οι καλύτερες προθέσεις, ακόµη κι αν αποδεχτούµε την ιδιαιτερότητα της µυθοπλασίας, θα έπρεπε οι δηµιουργοί να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικοί. Το επιτάσσουν άλλωστε όχι µόνο η (ενεργή) ιστορική µνήµη των θυµάτων αλλά και η ανάγκη ικανοποιητικής πλαισίωσης της µοναδικότητας της γενοκτονικής βίας του ναζισµού.