Ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος και ο ηθοποιός Δημήτρης Κίτσος μιλούν για τη νέα του παράσταση «Ο γιος» που έχει στο επίκεντρό της την εφηβεία και την προβληματική της οικογένειας
Το ευαίσθητο έργο «Ο γιος» του πολυβραβευμένου Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Φλοριάν Ζελέρ μεταφέρει στην κεντρική σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. Ο 17χρονος Νικολά (που υποδύεται ο Δημήτρης Κίτσος) είναι αδιάφορος, έχει παρατήσει το σχολείο, πάσχει από κατάθλιψη. Η μητέρα του έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά και ο Νικολά πηγαίνει να μείνει με τον πατέρα του που ζει με τη νέα του οικογένεια. Ομως παρά τις προσπάθειες του πατέρα και τις ελπίδες που γεννάει η καινούργια αυτή αρχή, το πείραμα δεν πετυχαίνει. Ο έφηβος, με όση φροντίδα κι αν περιβάλλεται, παραμένει ένας άγνωστος, ένα άλυτο αίνιγμα. Μπορούν η αγάπη και η ψυχανάλυση να κάνουν το θαύμα τους; Κάποια από αυτά τα ερωτήματα θέτει ο σκηνοθέτης.
Τι σας κέντρισε το ενδιαφέρον στο έργο του Ζελέρ;
Πρώτα από όλα το ίδιο το έργο ως θεατρικό κείμενο. Είναι σπάνιας ποιότητας – σας το λέω έχοντας μεγάλη εμπειρία στην αναζήτηση σύγχρονων έργων, τα οποία αποτελούν στοιχείο ταυτότητας του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Ο Ζελέρ είναι κατά τη γνώμη μου ο Τσέχωφ της εποχής μας. Ένας συγγραφέας που ξέρει να σχεδιάζει με απόλυτη λεπτομέρεια τους χαρακτήρες και τις σχέσεις των προσώπων. Κάποια στιγμή επιχείρησα να κάνω κάποια κοψίματα στο κείμενο για να μικρύνω λίγο τη διάρκεια της παράστασης που είναι δύο ώρες. Στάθηκε αδύνατον· δεν υπήρχε ούτε μία φράση που να περισσεύει, που να μην είναι ουσιαστική.
Ένας δεύτερος λόγος που διάλεξα αυτό το έργο είναι ότι ο Ζελέρ ενώ γράφει για έναν έφηβο, ο οποίος πέρα από τα προβλήματα της ηλικίας υποφέρει και από κατάθλιψη, και για τη σχέση με την οικογένειά του, καταφέρνει να ξεπεράσει τη μικρή κλίμακα και να γίνει οικουμενικός, θίγοντας ένα μεγάλο θέμα: την έλλειψη επικοινωνίας των ανθρώπων. Πόσο δηλαδή ακούμε τον άλλο. Θέλουμε να τον βοηθήσουμε, αλλά το επιδιώκουμε με τους δικούς μας και μόνο όρους, γι’ αυτό αποτυγχάνουμε· όπως αποτυγχάνει ο πατέρας στο έργο.
Όπως και στην προηγούμενη παράστασή σας «Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα», φέρνετε στο προσκήνιο τον έφηβο. Γιατί σας ενδιαφέρει τόσο αυτή η ηλικιακή περίοδος;
Με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι νέοι άνθρωποι, από τη στιγμή που θα γεννηθούν έως την ηλικία που θα μπορούν να πατήσουν γερά στα πόδια τους με μια ισχυρή προσωπική ταυτότητα. Ολη αυτή την περίοδο είμαστε κοντά τους, το ερώτημα όμως είναι αν επιθυμούμε τη δική τους αυτόνομη ανάπτυξη ή θέλουμε να γίνουν κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή μας. Μεγάλος αγώνας στον οποίο πολλοί αποτυγχάνουν. Επειδή είμαι πατέρας το έργο με αφορά προσωπικά και με συγκινεί.
Επίσης φαίνεται ότι σας απασχολεί ιδιαίτερα η σύγχρονη οικογένεια. Ποιες προβληματικές εντοπίζετε στη σημερινή δομή της;
Η οικογένεια και οι σχέσεις των μελών της είναι κάτι που με αφορά τόσο ως μέλος μιας οικογένειας και ως πολίτη όσο και ως άνθρωπο του θεάτρου. Η οικογένεια είναι το κύτταρο της κοινωνίας, μια συντηρητική δομή μέσα από την οποία παραδίδονται κοινωνικές αξίες από γενιά σε γενιά. Η οικογένεια είναι σχέσεις εξουσίας (άσχετα με τα αισθήματα, άσχετα με τις στιγμές χαράς και τις ωραίες αναμνήσεις μας). Και φυσικά η οικογένεια –όπως όλες οι κοινωνικές δομές– εξελίσσεται· δεν είναι σήμερα το ίδιο όπως πριν από 100 χρόνια. Ωστόσο σε κάθε εποχή οι σχέσεις εξουσίας είναι το πρόβλημα.
Οι ψυχολογικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο Νικολά προέρχονται από την αντιμετώπιση που έχει από τους γονείς του ήδη από πολύ μικρή ηλικία; Έτσι συμβαίνει τελικά σε όλους μας;
Αυτό δεν το γνωρίζουμε. Εξάλλου μια λανθασμένη αντιμετώπιση εκ μέρους των γονιών δεν έχει τα ίδια αποτελέσματα στον καθένα: άλλοι συντρίβονται και άλλοι βγαίνουν αλώβητοι. Επίτηδες ο συγγραφέας δεν δίνει απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Θεωρεί –όπως κι εγώ και πολλοί άλλοι– πως το θέατρο είναι τόπος ερωτήσεων και όχι απαντήσεων. Εξάλλου ολόκληρο αυτό το έργο, όπως λέει κι ο ίδιος, στηρίζεται στο γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να αναγνωρίσει από τι υποφέρει ο γιος. Ο συγγραφέας με βρίσκει επίσης απολύτως σύμφωνο όταν λέει ότι θα πρέπει πάντα να παίρνουμε απολύτως στα σοβαρά τη δυστυχία κάποιου, πολύ περισσότερο αν είναι έφηβος. Υπάρχουν πολλοί νέοι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν προβλήματα και κανείς δεν είναι δίπλα τους. Υφίστανται λοιπόν τεράστια ψυχολογική πίεση κι αυτό μπορεί να είναι μοιραίο.
Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος: «Λίγοι άνθρωποι είναι εντελώς φυσιολογικοί»
Κατά πόσο αποτελεί πανάκεια η ψυχιατρική βοήθεια;
Η ψυχιατρική βοήθεια είναι απαραίτητη, όπως γενικότερα η ιατρική βοήθεια, την οποία σπάνια αμφισβητούμε. Ομως την ψυχιατρική βοήθεια θέλουμε να τη βγάλουμε από το κάδρο, όπως κάνουν οι γονείς του Νικολά. Η αιτία είναι ο τρόμος των ανθρώπων μπροστά στην ψυχική ασθένεια που είναι πιο επικίνδυνη γιατί είναι πιο σκοτεινή. Η ψυχασθένεια είναι κατά κάποιον τρόπο ταμπού, τόσο για τον ασθενή όσο και για την οικογένειά του. Ομως ένας ψυχασθενής στο σπίτι μας δεν είναι ντροπή. Δυστυχώς κυριαρχούν λάθος αντιλήψεις στο θέμα αυτό· όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη τη Δύση.
Σκηνοθετικά πώς προσεγγίζετε την παράσταση;
Όπως πάντα, έτσι και τώρα προσπαθώ να δω, να φωτίσω με τις δυνάμεις μου αυτό τον κόσμο που μου ανοίγει ο συγγραφέας. Θεωρώ πάντα ότι ο συγγραφέας είναι πιο ταλαντούχος από μένα – αλλιώς δεν με ενδιαφέρει ένα έργο. Τον άλλο προσπαθώ να δω και να ακούσω – όχι μόνο τον εαυτό μου. Δύσκολη υπόθεση.
Με τι αίσθηση πιστεύετε ότι θα φύγει ο θεατής από την παράστασή σας;
Η πρώτη μου γνωριμία με το έργο ήταν μια παράσταση του «Γιου» που παρακολούθησα πέρυσι στο Παρίσι. Πέρα από τα αισθήματα που δημιούργησε σ’ εμένα έβλεπα γύρω μου τις αντιδράσεις του κοινού (και κυρίως των αντρών), τη σιωπή, τη συγκίνηση, μια σπάνια ταύτιση με τα δρώμενα επί σκηνής. Το έργο σε φέρνει αντιμέτωπο με τον ρόλο του γονιού, θέτει προσωπικά ερωτήματα στον καθένα. Γι’ αυτό θέλησα να το ανεβάσω. Φυσικά μέσα από τη δική μου ματιά.
Ο Δημήτρης Κίτσος μίλα για τον ρόλο του ως “Νικολά”
Ο ρόλος μου είναι ο Νικολά, ένας 17χρονος έφηβος, πολύ έξυπνος, ευαίσθητος και ιδιαίτερα εύθραυστος. Έχει κατάθλιψη και αγωνίζεται να κρατηθεί στη ζωή (ας το πούμε έτσι). Σε λίγους μήνες θα ενηλικιωθεί, και θα πρέπει επομένως να “αναλάβει” τις ευθύνες και τις δυσκολίες της ζωής. Παρόλα αυτά, τα θέματα που τον προβληματίζουν και τον απασχολούν είναι αρκετά ουσιαστικά και υπαρξιακά. Με απλά λόγια, δυσκολεύεται να σηκώσει το βάρος της ζωής. Δεν ξέρει τι του συμβαίνει, βρίσκεται σε μεγάλη δυσφορία. Λόγω αυτών, δε πηγαίνει πλέον στο σχολείο κι αυτό είναι μια πολύ βαθιά του ανάγκη και όχι κάποιο καπρίτσιο. Αναζητάει έναν χώρο στον οποίο να μπορεί να ανασάνει. Οι γονείς του (χωρισμένοι) κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν επειδή τον αγαπούν αλλά η “αγάπη δεν αρκεί”, όπως λέει και στο έργο. Όλο αυτό συνθέτει λοιπόν έναν πολυδιάστατο χαρακτήρα, άγνωστο στους ίδιους τους γονείς του αλλά ακόμη και στον ίδιο το Νικολά. Κανείς δε ξέρει τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι του. Υπάρχει όπως καταλαβαίνετε μια σύγχυση, η οποία αναγκαστικά έχει περάσει και σε μένα στην προσπάθεια μου να εμπλακώ με αυτόν το χαρακτήρα.
Το πιο ουσιαστικό πράγμα που πρέπει να συμβεί είναι να αποδεχτώ απόλυτα και χωρίς φόβο, το άγνωστο, το “δεν ξέρω” που λέει συνέχεια και ο Νικολά, δεν ξέρω ποιος είναι, δεν ξέρω πώς να παίξω αυτόν το χαρακτήρα, δεν ξέρω τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι του, και να κοιτάξω αυτό το σκοτάδι χωρίς να χρειάζεται να δίνω εύκολες απαντήσεις. Κατά τη διάρκεια των προβών, έχω περάσει από καταστάσεις που θυμίζουν αυτές που περνάει και ο ρόλος-απελπισία-να θέλω να τα παρατήσω- δεν θα τα βγάλω πέρα- χάος κ.τ.λ αλλά το σημαντικότερο κομμάτι είναι να μπορέσει κανείς να τα εκθέσει όλα αυτά στο μέγεθος που τους αρμόζει. Είναι μία διαρκής ψυχοφθόρα πάλη.
Από τη μία, προσπαθώ να αποφύγω την ουσιαστική έκθεση, να γλιτώσω, να είμαι “ασφαλής”, να κρυφτώ. Και από την άλλη υπάρχει ένα χρέος απέναντι στο κείμενο, απέναντι σε αυτά που πρέπει να “φανερωθούν”, απέναντι στο κοινό, στο Νικολά που πρέπει να βρει ένα χώρο να μιλήσει και φυσικά εντέλει ένα χρέος απέναντι σε μένα.